Με τον Δημήτρη Θεοφανάκη γνωριστήκαμε την πρώτη μέρα που πήγα στην Επισκοπή Πεδιάδος ως φιλόλογος του 6ταξίου Γυμνασίου που ιδρύθηκε το 1973. Μέχρι να πάμε από την πλατεία Αγίου Μηνά στον φούρνο του Κρασανομανώλη για να αγοράσω ψωμί, τα βρήκαμε. Μου είπε ότι είναι εναντίον της Χούντας όπως και εγώ. Ότι ήταν πρόεδρος της Κοινότητας και συμφώνησαν όλοι οι χωριανοί να παραιτηθεί και να μπει πρόεδρος ο Κωστής ο Μανωλακάκης για να διεκδικήσουν την μετατροπή του ιδιωτικού Γυμνασίου σε δημόσιο. Εκείνος είχε το καφενείο της πλατείας, όπου μπορούσα να μιλώ ελεύθερα. Τώρα ο Δημήτρης και ο Κωστής βρίσκονται αλλού. Εκεί που δεν έχει καθημερινές και σχόλες. Ο πρώτος με ένα τραγικό ατύχημα. Ο δεύτερος με φυσικό θάνατο. Και οι δυο υπηρέτησαν το χωριό τους με γενναιοψυχία, με αυταπάρνηση. Ήταν πρόθυμοι να καλύψουν κάθε μας ανάγκη. Το Γυμνάσιο ήταν στεγασμένο στην αποθήκη Συνεταιρισμού που σήμερα φαντάζει ερείπιο, αφού το νέο κτήριο μετά από χρόνια κτίσθηκε έξω από το χωριό. Ακολούθησε η φιλία μου με όλους τους χωριανούς. Τον γλυκύτατο διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου, τον Ζαχαρία Ροδιτάκη και την κόρη του Ρένα «Τον χάρη λόγου»!, τον Μηνά Βορδοναράκη που υπήρξαμε αγαπημένοι γείτονες, την Πόπη Νοικοκυράκη, την φωτισμένη δασκάλα, τον Γιώργη Σταυρουλάκη, τον ράφτη, και πιστεύω μ’ αγάπησαν κι εκείνοι. Ιδιαίτερα θυμάμαι τον λαμπρό φιλόλογο Κώστα Παπαδάκη, που ευχαρίστως έδινε τα φώτα του για τον τρόπο που βαθμολογείται η έκθεση και χρήσιμες συμβουλές για την διδασκαλία.
Αδικώ τους υπόλοιπους, που δεν αναφέρω ονομαστικά. Ήταν όλοι καλοί φίλοι και κάθε φορά που φεύγει κάποιος αισθάνομαι πιο φτωχός. Μακάρι να είχα περισσότερο χώρο για να ζωντανέψω την χαρά μου τότε, όταν με τον Κρασανομανώλη μοιράζαμε ψωμί στα γύρω χωριά. Εκείνος ήταν ξεχωριστός, αξιαγάπητος και κατόρθωνε να χαρίζει το γέλιο με τις φάρσες του, των οποίων κι εγώ υπήρξα θύμα.
Περιορίζομαι σήμερα αναγκαστικά σε τρία περιστατικά που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
Στου Θεοφανάκη το καφενείο, σιωπηλοί, εγώ κι ο υπέροχος Δημήτρης παρακολουθούσαμε τον τότε νέο δημοσιογράφο Νίκο Μαστοράκη να ανακρίνει τους φοιτητές του Πολυτεχνείου, πιέζοντάς τους να πουν ότι είναι αλήτες.
Εκείνος, ο Δημήτρης, ήρθε στην εκκλησία να μου πει μυστικά στο αυτί ότι σαν να έπεσε η Χούντα. Ήταν απλώς μια αλλαγή φρουράς με τον Ιωαννίδη και τους άλλους υπερπατριώτες, που κατόρθωσαν από δήθεν επιθυμία για την Ένωση της Κύπρου να ματώσουν το ηρωικό, αθώο νησί, οργανώνοντας τη δολοφονία του Μακαρίου που οδήγησε στο τέλος της Χούντας και στη διχοτόμηση της Κύπρου της θαλασσοφίλητης που έκτοτε αιμορραγεί.
Η ηλικιωμένη θετή μου μητέρα είχε ένα ατύχημα στο φιλικό σπίτι της Στασούλας Σταυρουλάκη. Μου συμπαραστάθηκαν σαν αδελφές και η Στασούλα και η ευγενική σύζυγος του φίλου μου του Μανόλη, η Κατίνα μέχρι να μπορέσει να περπατήσει και να με υπηρετεί. Κάθε φορά που περνώ απ’ την γειτονιά αυτή αισθάνομαι συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Ο Κρασανομανόλης έφυγε επίσης πρόωρα, άδικα και ήσυχα, αφήνοντας, όμως, την Κατίνα και τις κόρες του που επάξια διατηρούν την αρετή και το χιούμορ του.
Στο σπίτι του παπά Στέφανου δακρυσμένοι ξενυχτήσαμε με τον τότε πρόεδρο της Κοινότητας Γιάννη Παπαδάκη παρακολουθώντας τα αναμμένα κεριά που υποδέχτηκαν τον εθνάρχη Καραμανλή. Σοφός με τα χρόνια της εξορίας επέστρεψε και θεμελίωσε στέρεα την μεταδικτατορική δημοκρατία μας, που λειτούργησε σταθερά μέχρι τελευταία οπότε ένας λαός με ευπιστία και αφέλεια ψήφισε, ως μη όφειλε, ένα νεαρό παιδί που με την γοητεία του ψεύδους κατόρθωσε, όπως όλοι οι δημαγωγοί, ακόμα και σήμερα να παραπλανεί και να γελοιοποιείται βάζοντας και βγάζοντας την γραβάτα, που δήθεν εκφράζει τη φθαρμένη αστική τάξη. Πιστεύω ότι η δημοκρατία έχει μεν αδιέξοδα, αλλά, αν οι πολίτες δεν διδάσκονται, η τραγωδία περιμένει στο τέλος.
Είχα την ατυχία 8 Νοεμβρίου του 1974 να υποστώ ένα ατύχημα τροχαίο, που με ανάγκασε να μείνω αρκετά στο Βενιζέλειο και να παρακολουθώ από την τηλεόραση το Δημοψήφισμα που μετέβαλε, επιτέλους, το πολίτευμά μας. Μακάρι να μην ήταν Προεδρευομένη, αλλά Προεδρική Δημοκρατία. Αλλά, το Σύνταγμά μας, που αρκετά χρόνια δίδαξα, είναι από τα προοδευτικότερα της Ευρώπης. Καλό θα ήταν να χρεώνουμε τις αδυναμίες σε όσους το εφαρμόζουν και όχι στο Σύνταγμα. Η σημερινή κυβέρνηση παραβιάζει όχι επιμέρους διατάξεις, αλλά το ποδοπατεί. Ευχής έργο θα ήταν, αν δεν το κατορθώσει.
Επιστρέφω στον αγαπημένο μου τόπο, την Επισκοπή, για να πω κάτι απλό. Σήμερα πολλοί μαθητές μου είναι λαμπροί επιστήμονες και συνάδελφοι. Κατά περίεργο τρόπο, ενώ δεν ενθυμούμαι ονόματα, τους διατηρώ όλους στην μνήμη μου με αγάπη. Τους ευχαριστώ για όσα με δίδαξαν και μου προσφέρουν. Αδικώ όσους δεν αναφέρω ονομαστικά, αλλά δεν μπορώ να μην αναφέρω μερικούς. Τον Κωστή Αγριμάνη που έφυγε πρόσφατα από την ζωή. Τον Γιάννη Μεσοδιακάκη και τον Αδαμάντιο Σταματάκη που έφτασαν ως το βαθμό του στρατηγού, όλους εκείνους που με τιμούν και σήμερα με την αγάπη τους. Την Σοφία Σταυρουλάκη και την Κατερίνα Πιτσουλάκη που σήμερα είναι και εκείνες συνταξιούχοι επιστήμονες και έχουμε μια ιερή σχέση φιλίας και αμοιβαίας εκτίμησης.
Άφησα τελευταίο τον Αντώνη που διαδέχτηκε στο καφενείο τον αγαπημένου όλων πατέρα του. Όσες φορές επισκέπτομαι το χωριό και ξυπνούν οι μνήμες αισθάνομαι την ανάγκη να χαιρετήσω όλους τους κατοίκους στα καφενεία της πλατείας.
Κάθομαι συνήθως στο καφενείο του Αντώνη. Μου εμπιστεύθηκε το τετράδιο του πατέρα του με εξαιρετικές μαντινάδες και το φυλάσσω στο γραφείο μου πάντα. Προ ημερών μου έδωσε μια επιστολή του τότε βουλευτή Λουλακάκη που απαντά στον τότε πρόεδρο Κοινότητος Δημήτρη Θεοφανάκη. Ο Δημήτρης διαμαρτυρήθηκε για την αποστασία του. Ο βουλευτής ευγενικά προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Η αλήθεια είναι ότι οι αποστάτες άνοιξαν τότε με την αποστασία ένα δρόμο ανωμαλίας που μας οδήγησε στην τραγωδία της δικτατορίας. Θα τα παραδώσω στο Ιστορικό Αρχείο. Ίσως κάποιος μελετητής των χρόνων αυτών τα χρησιμοποιήσει.
Ζητώ συγνώμη και πάλι απ’ όσους δεν ανέφερα. Δεν είναι λιγότερο αγαπημένοι. Σε άλλη ίσως στιγμή θα μπορέσουμε να μιλήσουμε αναλυτικά.
Κλείνω ευχαριστώντας όλους τους κατοίκους, ιδιαίτερα τους μαθητές μου της δεκαετίας 1973-1982 που υπηρέτησα στην Επισκοπή, και με την αγάπη τους με έμαθαν ότι ο δάσκαλος μπορεί και πρέπει να υπερβαίνει το υπηρεσιακό του καθήκον και να κερδίζει όχι μόνο έναν αξιοπρεπή μισθό, αλλά την αξιοπρέπεια που δικαιώνει την ζωή.