Το μυθιστόρημα είναι ένα είδος που επιμένει και χιλιάδες χρόνια εξακολουθεί να γοητεύει τους αναγνώστες ενσωματώνοντας συχνά όλα τα είδη γραπτού λόγου, ποίηση, αλληλογραφία, δοκίμια.

Η μεγάλη του άνθιση υπήρξε στα αλεξανδρινά χρόνια. Φυσικά υπάρχουν και στα νεότερα χρόνια πολλοί σταθμοί που ανανέωσαν τη μορφή του.

Είναι ευχάριστο ότι στην πόλη του Ηρακλείου είχαμε και έχουμε αρκετούς καλούς μυθιστοριογράφους, μόνο που πολλοί έζησαν και ζουν αλλού και δεν έχει δημιουργηθεί ένας πνευματικός κύκλος που θα μπορούσε να εμπλουτίσει τη ζωή της πόλης. Υπάρχουν όμως αρκετά καλά βιβλιοπωλεία, λέσχες ανάγνωσης και παρέες με ευρύτερα ενδιαφέροντα γι’ αυτό και σε όλες τις ιδιαίτερα ποιοτικές εκδηλώσεις συμμετέχει το κοινό.

Η Άννα Γαλανού, που γεννήθηκε στα Πεζά, είναι μια πεζογράφος με πλούσιο έργο. Έχει γράψει αρκετά μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδική λογοτεχνία και δοκίμια. «Ανήκω σε εκείνους τους ευτυχισμένους ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να ασχολούνται με αυτό που ευχαριστεί την ψυχή τους και γεμίζει το είναι τους.

Σε αυτούς που κάθε μέρα τους είναι ευλογημένη», γράφει η ίδια. Το Νοέμβριο του 2024 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ το μυθιστόρημά της «ΡΙΖΙΜΙΟ». Είναι ένα έργο νοσταλγίας του γενέθλιου τόπου και ο τίτλος του ίσως παραπέμπει σε αυτό, αφού η δράση εξελίσσεται στην πόλη του Ηρακλείου, αλλά και σε όλο τον νομό.

Αναφέρεται ο Σωκαράς, ο Ζαρός, η Παναγία η Καλυβιανή και πολλά άλλα χωριά, που κάποτε ήταν ζωντανά και σήμερα φθίνουν ή διατηρούνται μεταλλαγμένα από την τουριστική εισβολή.

Κέντρο της δράσης είναι ένας έρωτας του Φώτη και της Αργυρώς. Σε γενικές γραμμές μάς παραπέμπει σε αντίστοιχες μυθιστορίες. Οι ήρωες γνωρίζονται, ερωτεύονται, ακολουθεί ο χωρισμός και η απομάκρυνση, γιατί μεσολαβούν δυσάρεστες καταστάσεις, αλλά τελικά ξαναβρίσκονται, επιβεβαιώνεται η αγάπη τους και πορεύονται στη ζωή με τραύματα και ελπίδες.

Οι ήρωές μας μεγαλώνουν μαζί, ετοιμάζονται για σπουδές, αλλά ένα τραγικό γεγονός τούς χωρίζει. Ο Φώτης σπουδάζει αρχαιολογία και διακρίνεται με κάποια ανασκαφική επιτυχία στη νότια Κρήτη. Η Αργυρώ παλεύει να ξανακερδίσει τη ζωή και την ψυχική της ισορροπία και, όταν το κατορθώνει με πολύ κόπο, επιστρέφει στο Ηράκλειο.

Η δράση αρχίζει από αυτό το σημείο και στην πορεία επιστρέφουμε στον χρόνο. Ακριβώς στη διαχείριση του χρόνου εντοπίζεται η μεγάλη αρετή της συγγραφέως. Κάθε κεφάλαιο μας δίδει σχετικές πληροφορίες έτσι, ώστε να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται είτε σαν όνειρα είτε ως παραισθήσεις επεισόδια από τον Νικηφόρο Φωκά και την απελευθέρωση της Κρήτης είτε από την Τουρκοκρατία είτε από μυθολογικά θέματα.

Αναφέρονται οι Χαΐνηδες, μια εξαιρετική μουσική παρέα φοιτητών και μια μαντινάδα τους: «Θέε μου, πόσο παράξενοι είν’ οι δικοί μας τόποι / Θλιμμένα τα τραγούδια μας και γελαστοί οι ανθρώποι», που μας θυμίζει τον Λουδοβίκο των Ανωγείων που τραγουδά ότι ο έρωτας στην Κρήτη είναι μελαγχολικός.

Στην επιστροφή στο χωριό της η Αργυρώ τα βρίσκει όλα αλλαγμένα. Οι παλιές επιγραφές, Σαγματοποιείο, Πεταλωτήριο, Κουρείο, Τζαγκαράδικο, Μοδιστράδικο, Χασαπιό, Βαρελάδικο, Τηλεφωνείο – Τηλεγραφείο, Σιδηρουργείο, Συσκευαστήριο, έχουν χαθεί.

Ο παλιός κόσμος έχει αλλάξει, αλλά οι παιδικές μνήμες μένουν ζωντανές και πληγώνουν. Οι κοινωνικές αναφορές είναι πλούσιες με τις μορφές μιας χαμένης αγνότητας. Η προμετωπίδα είναι από τον Παντελή Πρεβελάκη «Και η πιο μεγάλη δυστυχία σαν την κοιτάξεις στα μάτια χαμογελάει. Και η πιο μεγάλη ευτυχία δακρύζει». Το έργο είναι πολυπρόσωπο και κάθε χαρακτήρας εμπλουτίζει και ζωντανεύει τη δράση.

Σε έναν κόσμο που φαίνεται να χάνει την ισορροπία του και να κλονίζεται είναι μια νότα αισιοδοξίας το ότι κάποιοι εξακολουθούν να γράφουν και κάποιοι άλλοι εξακολουθούν να διαβάζουν λογοτεχνία. Κι ας μην ξεχνούμε ότι κανένα βιβλίο δεν είναι άχρηστο και ότι πρωταθλητισμός στην τέχνη δεν υπάρχει.