Ένας δημοφιλής, αλλά ανυπόστατος, αστικός μύθος πού πλανάται επίμονα είναι ότι δήθεν, το – άκης στα κρητικά επίθετα το επέβαλλαν οι Τούρκοι. Η θεωρία αυτή, δηλαδή ότι το – ακης είναι τουρκική προσθήκη για να υποβιβάσουν τους Κρητικούς, να τους μειώσουν, όπως θα λέγαμε σήμερα λιοντάρι -λιονταράκι. Τσαγκάρης -Τσαγκαράκι, κλπ., κλπ.
Mάλιστα ορισμένοι, επώνυμοι, όπως ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, δεχόμενοι την άποψη αυτή αναγράφουν το ΑΚΗΣ ως ΑΚΙΣ, ΜΕ ΓΙΩΤΑ, που ως κατάληξη έχει την έννοια «του ΜΙΚΡΟΥ» «του υποδεέστερου» κλπ. Άλλη θεωρία είναι ότι τα κρητικά επίθετα, πρόσφατα (σχετικά) γύρισαν σε – ακης. Παλιότερα ήταν ακριβώς το αντίθετο (υπερθετικά) π.χ. Σήφακας, Μανούσακας κλπ. και όχι Σηφακάκης ή Μανουσάκης.
Κατά πάσα πιθανότητα στην ορεινή Κρήτη και ιδιαίτερα στα Σφακιά, θα συναντήσεις πολλά υπερθετικά επίθετα, σε αντίθεση με το υπόλοιπο νησί, τονίζοντας έτσι την καταγωγή τους από τοπικούς Καπεταναίους των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων της Μεγαλονήσου.
Ο μύθος αυτός είναι ανυπόστατος! Επισήμως οι Τούρκοι δεν είχαν επώνυμα. Μονάχα κατά τα τέλη του 19ου αι. μ.Χ, που άρχισε η συστηματική καταγραφή επωνύμων, έγινε κατάχρηση του -άκης, όχι πάντως περισσότερο απ’ ότι τα -άτος, -άκος, -πούλος, -όγλου (-ίδης -άδης), -ίτσης – τσας, -ιτζας, – ιτζης), -έλης, -ούτσος κλπ, σε άλλες ελληνικές περιοχές.
Ο Στεφανάκης της Κρήτης γίνεται Στεφανάκος στη Μάνη, στην Καλαμάτα Σταφανέας, Στεφανόπουλος στην Αχαΐα, Στεφανάτος στην Κεφαλονιά, Στεφανίδης στον Πόντο, Στεφανούδης στον Έβρο, Στεφανέλης στη Μυτιλήνη, αλλά και Στεφάνωφ στην Βουλγαρία και Ρωσία, Στεφάνοβιτς στη Γιουγκοσλαβία και Στεφανόφσκι στη Πολωνία κλπ. κλπ…
Άρα καμιά πρόθεση υποτίμησης των ανθρώπων αυτών, γιατί αν ίσχυε θα αφορούσε η «υποτίμηση» όλα τα Βαλκάνια, αλλά όλα τα παραπάνω ονόματα σημαίνουν «ο γιος του Στέφανου», υποδηλώνοντας ταυτόχρονα την καταγωγή του.
Άρα η κατάληξη των επιθέτων βασικά παραπέμπει στον τόπο καταγωγής των πολιτών, στην προσπάθεια της Διοίκησης να μάθει από πού κρατάει η σκούφια έστω κάποιων από αυτούς, από την πανσπερμία χιλιάδων επιθέτων αδιευκρίνιστης προέλευσης.
Με αυτό το σκεπτικό άρχισε η μετάλλαξη οικογενειακών επιθέτων στα δημόσια αρχεία, π.χ το Δάνδολος σε Δανδουλάκης, το Χαβαλές σε Χαβαλεδάκης, το Ραΐσης (ρεΐς = πλοίαρχος, καπετάνιος καραβιού) σε Ραϊσάκης, το Μαρούλης σε Μαρουλάκης, το Ρόκας σε Ροκάκης, το Μαράθης σε Μαραθάκης, το Λαμπάθης σε Λαμπαθάκης, το Καρδάμης σε Καρδαμάκης, το Καρπούζης σε Καρπουζάκης, το Μπάμιας σε Μπαμιεδάκης, το Μανούσος σε Μανουσάκης, το Αλυγίζος σε Αλυγιζάκης, το Ροσμαρής σε Ροσμαράκης κτλ.
Βέβαια, η φυτική ετυμολογία του Ροσμαράκης είναι λίγο αμφίβολη, λόγω του ότι υφίστανται επώνυμα, όπως π.χ. Τερεζάκης, Ροσμαράκης, Μαρνελάκης και Ζαμπετάκης, που ενδεχομένως προέρχονται από ονόματα απογόνων αριστοκρατισσών από τη Δύση: Αντίστοιχα: Τερέζα Θηρεσία, Ροσμαρή Ροζ Μαρί, Ροδώ Μαρία, Μαρνέλα Μαρινέλλα – Μαρίνα, Ζαμπέτα Ελιζαμπέτα Ελίζαμπετ Ελισσάμπεθ οίκος Ελίσσας, από τις λαλιές της Δυτικής Σημιτικής Ομογλωσσίας!
Σε κάποιες περιοχές της Μεγαλονήσου, π.χ στα χωριά Ριζών (στο νομό Χανίων, εξού και ριζίτες & ριζίτικα), την επαρχία Σφακίων, τον ορεινό τομέα του νομού Ρεθύμνης, σημειώθηκε έντονη αντίθεση ενάντια στην επίσημη καταχώρηση των επωνύμων με καταλήξεις -άκης, επειδή είχε διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη ότι το να μεταδίδεται το επώνυμο απαράλλακτο, και χωρίς υποκοριστικά, από τον πατέρα στα παιδιά, αποτελεί χαρακτηριστικό αριστοκρατικής καταγωγής, δηλαδή ευγενίας.
Οπότε, με νωπό στη συλλογική μνήμη το κύρος των Αρχοντορωμαίων, οι κάτοικοι συγκεκριμένων περιοχών αντιστάθηκαν μαζικά στην ομογενοποίηση του -άκης, που έφερναν οι καλαμαράδες, κυρίως κατά την εποχή της Κρητικής Πολιτείας ([1878 – 1889], [1896] 1898 – 1908 [1η Δεκέμβρη 1913]).
Πάντως, πολλοί Μουσουλμάνοι Κρητικοί επίσης αναπτύσσουν παρατσούκλια κι επώνυμα με -άκης, ενώ αρκετοί από αυτούς τα διατηρούν επίσημα μέχρι σήμερα, π.χ στην Κω και στη Ρόδο. Ο περιβόητος Ιμπραήμ Αληδάκης (18ος αι), και ακόμα οι: Δελημπασάκης (ντελί-μπασί = επικεφαλής των τρελών, οθωμανικού σώματος ατάκτων), Τσαουσάκης (τσαούς = λοχίας), Προββατάκης, Μεϊμαράκης (μεϊμάρ = αρχιτέκτονας), Μεϊντανάκης (μεϊντάνι = πλατεία), Πιστολάκης, Χαϊδαράκης, κλπ, αποτελούν όλοι Ρωμιούς Ελληνόφωνους Μουσουλμάνους .
Το -άκης πρωτοεμφανίστηκε στη Ρωμανία κατά το 10ο αι μ.Χ., απ’ όταν μαρτυρείται π.χ. η ύπαρξη του αριστοκρατικού οίκου των Ροδοκανάκηδων στην Κωνσταντινούπολη. Πάντως η χρήση αυτής της κατάληξης για αιώνες θα παραμείνει σπάνια, αλλά και αμφίβολη όπως στην περίπτωση του Χορτάκης -Χορτάτσης -Χορτάτζης, του ομώνυμου οίκου.
Ευρεία χρήση της κατάληξης -άκης θα σημειωθεί για πρώτη φορά κατά τους 15ο – 17ο αι στη Λακωνία, π.χ Γρηγοράκης, Δαβάκης, Καπετανάκης, Τζανετάκης (μικρός Τζανέτος μικρός Τζανής ή Ζανής = δημοφιλής φραγκογενής εκδοχή του Γιάννης, εκ του Jean) και Τρουπάκης, απ’ όπου θα διαδοθεί με αργό ρυθμό και στην Κρήτη, όπου καταγράφονται ονομαστά παραδείγματα, πριν κατακτήσουν οι Τούρκοι το νησί, και πριν οι Μανιάτες το γυρίσουν σε -άκος.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επαγγελματικά επώνυμα με -άκης, που υποδηλώνουν και με τι δουλειές καταπιάνονταν οι πρόγονοί μας, όπως π.χ Βουλουμπασάκης (Μπουλουμπασάκης = μπουλούκ -μπασί = δεκανέας σε ασκέρι οθωμανικό), Σαρτζετάκης (σαρτζέτος, σερτζέντε = λοχίας σε στρατό ιταλόφωνου κράτους), Βιτσαξάκης (Μπιτσαξάκης, μπιτσαξή = μαχαιράς τουρκιστί), Δερμιτζάκης (Ντερμιτζάκης = ντεμιρτζή = σιδεράς, όπως και Δεμίρης = Σιδέρης).
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι υπάρχουν κι επώνυμα που έχουν εντελώς τυχαία την κατάληξη -άκης, όπως το Μανιάκης εκ του ελληνιστικού & μεσαιωνικού (ο) μανιάκης, ήτοι το περιδέραιο – διακριτικό βαθμού για τους αξιωματικούς του Ιππικού. Επίσης, προέκυψε και το Μαζαράκης, (ΜΑΓΙΑΡΟΣ=ΟΥΓΓΡΟΣ), το Μενεγάκης εκ του ιταλικού Μενεγάτσιο (Menegazzo), το Μουζάκης εκ της Αρβανίτικης φάρας Μουζάκη (εύφορος τόπος), και το Ταγκαλάκης εκ του τουρκικού Ταγκαλάκ (οπλίτης σε άτακτο σώμα, βλαξ).
Από τη συχνή της χρήση ή κατάληξη -ακης στα επώνυμα συνδέεται αυτόματα στη σκέψη μας με την Κρήτη. π.χ – Καζαντζάκης, Χατζιδάκης, Θεοδωράκης, Μητσοτάκης. Υπάρχει όμως μια σωρεία επωνύμων Κρητικών που μεγαλούργησαν στην Κρήτη και έξω από αυτή αλλά δεν τελειώνουν σε -ακης.
Βενιζέλος, Κούνδουρος, Τσουδερός, Κόπακας, Κοπάσης, Δασκαλογιάννης, Πολέντας, Γιάνναρης, Σαρρής, Ντουρουντούς, Βαρδινογιάννης, Μάντακας, Πεντάρης, Γαβαλάς, Μελισσινός, Λίτινας, Καλλέργης, Βλαστός, Σκορδίλης, Δαφνομήλης, Ουρανός, Μαρκόπουλος, Θεοτοκόπουλος, Σολωμός, Κορνάρος, Σμπώκος, Σκουλάς, Βρέντζος, Μπαγκέρης, Μαρής, Κοθρής, Ξυλούρης, Δραμουντάνης, Μανουράς, Χαιρέτης, Πλεύρης, Μοάτσος, Παττακός, Μηλιαράς, Κεφαλογιάννης, Σουλτάτος, Σαλούστρος, Κονιος, Παπαδογιάννης, Λεμονιάς, Κάτσιας, Μπαντουβάς, Πετρακογιώργης, Πιτσιδιανός, Χνάρης, Μαρούσης, Κουντούρης, Συλλιγάρδος, Χαρονίτης, Νταγιαντάς, Σμαραγδής, Παντερής, Φθενός, Χαρούλης, Κουβίδης, Πλουμίδης, Φλουρής, Μαρκατάτος, Παρασύρης , Κοκοσάλης, Κληρονόμος, Καρέλης, Καλαμενόπουλος, Νικηφόρος , Πάτερος, Σερέπετσης, Τριγώνης, Βιτώρος, Μαλικούτης, Μασαούτητης, Κλάδος, Κάβαλος, Νύχταρης, Βλατάς, Δαφέρμος, Ζερβός κλπ.
Πέραν βέβαια των παραπάνω επιθέτων που δεν λήγουν σε -ΑΚΗΣ, στην Κρήτη υπάρχουν εκατοντάδες επίθετα πολιτών Μικρασιατικής αλλά και νησιώτικης καταγωγής (Κάρπαθος, Ρόδος, Κως, Μήλος, Κάλυμνος, Σύμη κλπ.) που δεν λήγουν, επίσης, σε -ΑΚΗΣ.
Ο Δημήτρης Σαρρής είναι π. υφυπουργός – νομάρχης Ηρακλείου