Μετά τα αυτοσχέδια μαθήματα «θετικής ψυχολογίας» από τον πρωθυπουργό μας προς τους νεαρούς αποφοίτους του Boston College στην Αμερική, ακολουθούν τα μαθήματα τόνωσης της αυτοπεποίθησης από τους επαΐοντες του χώρου, προς τους νεαρούς Έλληνες υποψηφίους εισακτέους στα πανεπιστήμια της χώρας, μέσω των Πανελλαδικών Εξετάσεων που ξεκινούν αύριο.

Οι συμβουλευτικές προτάσεις διαχείρισης του άγχους και τα «SOS» της τελευταίας ανάγνωσης, διαδέχτηκαν τα διαγνωστικά τεστ επαγγελματικού προσανατολισμού και τα τεστ ανάδειξης των μαθησιακών τύπων, που προηγήθηκαν κι ετούτη τη σχολική χρονιά, προκειμένου να ανταπεξέλθουν οι τελειόφοιτοι των Λυκείων της χώρας στις απαιτητικές Πανελλαδικές Εξετάσεις.

Τις εξετάσεις με τις οποίες πέφτει η αυλαία κάθε σχολικού έτους, εδώ και 100 χρόνια από τότε που έγιναν θεσμός.

Έναν αιώνα πριν, το 1922, με σχετικό νόμο θεσπίστηκαν για πρώτη φορά οι «Εισαγωγικές Εξετάσεις» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αν και εφαρμόστηκαν δυο χρόνια αργότερα στη Φυσικομαθηματική Σχολή και από το 1926 στις υπόλοιπες σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1963, οι «Εισαγωγικές Εξετάσεις» διοργανώνονταν από κάθε Εκπαιδευτικό Ίδρυμα ξεχωριστά.

Έκτοτε διεξάγονται υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας. Παλαιότερα, από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1837 και μέχρι το 1924, η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση γινόταν χωρίς εξετάσεις.

 

Στα χρόνια που ακολούθησαν, μπορεί να άλλαξαν πολλές ονομασίες οι εξετάσεις αυτές (Εισαγωγικές, Εισιτήριες, Γενικές, Πανελλήνιες, Πανελλαδικές), αλλά περιέγραφαν όλες έναν από τους μακροβιότερους θεσμούς του ελληνικού κράτους, για την εισαγωγή των μαθητών του Λυκείου στις σχολές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Κατά καιρούς, διάφοροι επίδοξοι πολιτικοί «οραματιστές» της Παιδείας μας υπόσχονταν την κατάργησή τους για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους, αλλά δεν υλοποίησαν ποτέ τις υποσχέσεις τους.

Μεταρρυθμίσεις επί μεταρρυθμίσεων, που έφεραν μάλιστα τα ονόματα των υπουργών-εμπνευστών τους, ταλαιπωρούσαν χωρίς κανένα νόημα την εκπαιδευτική κοινότητα μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν, εκμεταλλεύοντας το ισχυρό ενδιαφέρον της Ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε μια κορυφαία εκπαιδευτική διαδικασία. Έτσι φτάνουμε στο σήμερα, παραμονή των Πανελλαδικών Εξετάσεων του 2022. Με τον συνολικό αριθμό των εισακτέων να είναι φέτος 68.394, μειωμένος κατά 9.021 από τον αντίστοιχο περσυνό που ήταν 77.415. Μια μείωση της τάξης του 12%.

Ακόμα μια μάχη προ των πυλών. Ακόμα μια φορά θα επικαλεστούμε και πάλι τις ελπίδες που εναποθέτουμε σε αυτό το πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας μας.

Το συγκεκριμένο όμως κομμάτι με τους φετινούς υποψηφίους, είναι ιδιαίτερα «χτυπημένο» από αλλεπάλληλες κρίσεις δέκα ετών. Αυτοί οι υποψήφιοι έχουν πολλές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τους προηγούμενους. Οι μαθητές της φετινής Γ΄ Λυκείου δίνουν για πρώτη φορά γραπτές εξετάσεις κατά τη διάρκεια των Λυκειακών τους σπουδών, αφού τα δύο προηγούμενα χρόνια «εκπαιδεύτηκαν» πλημμελώς μέσω της τηλεκπαίδευσης, ενώ δεν είχαν πραγματοποιηθεί και προαγωγικές εξετάσεις στην Α΄ και την Β΄ Λυκείου λόγω της πανδημίας. Και ενώ για τις προηγούμενες δύο χρονιές η ύλη των εξετάσεων είχε μειωθεί κατά 30% ανά πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα, η φετινή εξεταστέα ύλη δεν μειώθηκε καθόλου και έτσι οι υποψήφιοι προσέρχονται σε αυτές τις εξετάσεις και με αυξημένη ύλη και με μειωμένη εμπειρία.

Σε αυτά τα παιδιά που ρίχνονται από αύριο στη μάχη των Πανελλαδικών Εξετάσεων, το ελάχιστο που οφείλουμε είναι το δικαίωμά τους να σκέφτονται ψύχραιμα το μέλλον τους. Για να μπορέσουμε να διακρίνουμε κι εμείς κάποια στοιχεία από αυτό το μέλλον, θα πρέπει να κινηθούμε λίγο πιο πέρα από αυτές τις εξετάσεις, μελετώντας κάποιες χρήσιμες στατιστικές: Αρκεί γι αυτό να παρατηρήσουμε τους νέους και τις νέες που ολοκλήρωσαν κάθε είδους σπουδές (δευτεροβάθμιας, τριτοβάθμιας, επαγγελματικές, τεχνολογικές) και προσπάθησαν να βρουν τη θέση τους, όχι μόνο στην αγορά εργασίας, αλλά και στην ίδια τη ζωή. Ο αριθμός τους κυμαίνεται ετησίως σε 150.000 από τους οποίους οι 85.000 είναι πτυχιούχοι ανώτατης εκπαίδευσης και κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών.

Την τελευταία δεκαετία περίπου 500.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τη χώρα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Τα θεσμικά πλαίσια που επικρατούν στη σημερινή Ελλάδα, με τους καθηλωμένους μισθούς στην εργασία, με τη μεγάλη ανεργία που μαστίζει τους νέους, με την απουσία ίσων ευκαιριών και με την ακρίβεια που καλπάζει να κατατρώει το πενιχρό οικογενειακό εισόδημα, οδηγούν το 77% των ατόμων ηλικίας 17-24 ετών να επιθυμούν να μεταναστεύσουν σε ξένη χώρα. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε το «Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς», μέσα σε δυο χρόνια καταγράφηκε ραγδαία μείωση 10 ποσοστιαίων μονάδων των νέων που δήλωσαν ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, ενώ η συντριπτική πλειονότητα του 85% αυτών, ομολογούν ότι τους προκαλεί αρνητικά συναισθήματα η οικονομική και πολιτική κατάσταση στη χώρα.

Ο ένας στους τρεις δηλώνει ότι αισθάνεται απελπισία, χωρίς αυτό να σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με την οικονομική και την εργασιακή τους κατάσταση. Αλλά και σε έρευνα που διεξήγαγε τον περασμένο Φεβρουάριο το «Ινστιτούτο Eteron», τρεις στους τέσσερις ερωτηθέντες δήλωσαν ότι «η Ελλάδα είναι μια χώρα άδικη για τους πολίτες της», με το ποσοστό να είναι συγκριτικά μεγαλύτερο στις νεότερες και τις ενδιάμεσες ηλικίες.

Εκτός όμως από το ψυχολογικό κόστος των Πανελλαδικών Εξετάσεων, υπάρχει πάντα και το οικονομικό, που είναι δυσβάσταχτο. Η πολυδιαφημισμένη «Δωρεάν Παιδεία», που ως αίτημα κυριαρχούσε σε όλα τα πανό των μεταπολιτευτικών διαδηλώσεων, σήμερα ακούγεται σαν ανέκδοτο. Φτάνει να δούμε πόσο κοστίζει στις μέρες μας αυτή η «Δωρεάν Παιδεία»: Σύμφωνα με σχετική έρευνα, σε ένα οργανωμένο φροντιστήριο το «πακέτο» προετοιμασίας στα τέσσερα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα κυμαίνεται στα 4.000 ευρώ για τους συνολικά δέκα μήνες εντατικής προετοιμασίας σε ομαδικά τμήματα.

Το ποσό διπλασιάζεται στα 8.000 ευρώ όταν η προετοιμασία γίνεται με ιδιαίτερα μαθήματα. Όσο για το κόστος των πανεπιστημιακών σπουδών που επωμίζεται η Ελληνική οικογένεια είναι ένα άλλο μεγάλο «πακέτο», που μπορεί μεν να το επισκιάζει η χαρά της επιτυχίας, αλλά δεν παύει να επιβαρύνει σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Έτσι λοιπόν διαπιστώνουμε ότι, η επένδυση στο μέλλον είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση. Όσο όμως, η υποχρηματοδότηση της Δημόσιας Παιδείας διαιωνίζεται, όσο οι εκπαιδευτικές ανάγκες αποτιμώνται και αντιμετωπίζονται με vouchers των 200 ευρώ, όσο συνεχίζει να απαξιώνεται το έργο και ο ρόλος του εκπαιδευτικού, και όσο εξακολουθεί να μην αποτελεί για την Πολιτεία προτεραιότητα το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας μας, το μέλλον αυτής της χώρας θα διαγράφεται δυσοίωνο…

Δεν συμμερίζομαι φυσικά την ολιστική προσέγγιση του πρωθυπουργού, την οποία έκανε απευθυνόμενος προς τους αποφοίτους του Boston College. Θα συμφωνήσω όμως απόλυτα μαζί του σε μια άλλη αναφορά του, που αφορούσε το τραγούδι «Φοβάμαι» και το οποίο ερμήνευσε μοναδικά ο αγαπημένος ροκ σταρ της γενιάς μας – γιατί κι εγώ σ’ αυτήν την γενιά ανήκω – Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ο στίχος του τραγουδιού, «Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα», όχι μόνο με άγγιξε βαθιά όταν ήμουν νέος, αλλά και δικαίωσε τους φόβους μου όταν κατάλαβα πως είχα πια μεγαλώσει. Εύχομαι να μην νιώσει αυτόν τον φόβο η νέα γενιά και να καταφέρει όλα όσα οι προηγούμενες δεν τόλμησαν.

Αύριο ξεκινάει η πρώτη μάχη για κάποιους. Για κάποιους άλλους πάλι είναι απλώς μια δοκιμασία. Ο αγώνας όμως έχει ήδη ξεκινήσει για όλους και θα έχει διάρκεια…

Καλή τύχη σε όλα τα παιδιά που αγωνίζονται!

https://moschonas.wordpress.com