Κι αν και το ποδήλατο παραμένει στο γκαράζ του σπιτιού για …λίγο ακόμα, η μυρωδιά κι η θύμηση αλλοτινών γλυκών  με οδήγησαν στην καρδιά της πόλης μας και στο κλίμα το πρωτοχρονιάτικο που ΄χε άρωμα παλιάς εποχής και έθιμα που ευτυχώς καλά κρατούν.

Κόσμος πολύς, πιο χαλαρός τούτες τις μέρες, αλλά η αυγή έχει εκείνη τη  μοναξιά που σε ηρεμεί εντελώς κι  είναι μόνο για τους πολύ πρωινούς δουλευταράδες και τους ξενύχτηδες.

Από το χάραμα τα γνωστά μπουγατσατίδικα καλωσορίζουν και τους ταξιδιώτες με κανέλα, μέλι, καρύδια, φρέσκια μυζήθρα, κρέμα και φύλλο της ώρας, φτιαγμένο με τέχνη περισσή!

Κι εκεί απέναντι από το Μεγάλο Σαντριβάνι ο Τούρκος Μπραϊμάκης με το καλοφτιαγμένο του μούσι και την κατάλευκη ποδιά  του διαφήμιζε την ολόφρεσκη μπουγάτσα με μυζήθρα και το μουχαλεμπί του. Ξακουστό γλυκό κρέμα με ροδόνερο και πασπαλισμένο με άχνη ζάχαρη, που ήταν γνωστό  ίσαμε έξω από τα τείχη, στην ενδοχώρα, κι ερχότανε εχεξήδες* και πραματευτάδες και απλοί άνθρωποι να δοκιμάσουν τούτες τις μοναδικές γεύσεις. Κι αν τύχαινε να περάσεις από το μαγαζί του το μεσημέρι, η μπουγάτσα ή το μουχαλεμπί γινόταν πια στη γέμισή του με ψιλοκομμένο αρνίσιο κιμά!

«Μπουκιά και συχώριο» λέγαν όλοι, εκείνον τον αιώνα, περασμένα πια τα 120 χρόνια!

Μα ο αχιουρές του Μπραϊμάκη δεν συγκρινόταν με κανενός αλλουνού. Γλυκό ανατολίτικο με συνταγή φερμένη από την Πόλη που΄χε λογιών λογιών όσπρια και φρούτα ξηρά κι από πάνω άλλους σπόρους και καρπούς, ραντισμένα. Ο Μπραϊμάκης όμως έβαζε μόνο ρόδι (ρόγδι στα κρητικά) από πάνω και το διακοσμούσε τόσο όμορφα που δεν χόρταινε μόνο ο ουρανίσκος αλλά και το μάτι στην κάθε μερίδα…

Κι ενώ έψαχνα να βρω δυο τρία μεταλλίκια* να προμηθευτώ κι εγώ το γλύκισμα που τόσο μου είχε «σπάσει τα ρουθούνια», άκουσα την αγριοφωνάρα του Χασάν Αγά ή Καραμούζου που διαλαλούσε τη δική του πραμάτεια και ξεσήκωνε όλους τους περαστικούς. Μακρόσυρτα, κοκκινόασπρα, σαν τα δικά μας μπαστουνάκια τα χριστουγεννιάτικα, ήταν τα ζαχαρωτά του, λιχουδιά ιδιαίτερη εκείνον τον καιρό και φτιαγμένη μόνο για την Πρωτοχρονιά.

Στο Μεϊντάνι κι εκείνος είχε το μαγαζάκι του (ντουντουρματζίδικο* όπως το λέγανε οι παλιοί Καστρινοί) κι εκτός από την δυνατή του φωνή είχε και όψη που ξεχώριζε από μακριά. Διπλά του πιο σεμνά και σιγανά στεκόταν κι ο Αραπ Ρεμαντάνης και διαλαλούσε κι εκείνος τους φρέσκους αμυγδαλοκάρπούς του…

Όμως ξεχωριστή λιχουδιά της Παραμονής και της μέρας των Χριστουγέννων αλλά και της Πρωτοχρονιάς γινόταν στο μπουγατσατίδικο του Ξεϊν Εφέντη Μεμιχιάκη. Εκείνος δεν έφτιαχνε μόνο μερακλίδικα τις μπουγάτσες του ωσάν τον Μπραϊμάκη αλλά τον γνωρίζανε Τούρκοι και Χριστιανοί για τους μοναδικούς από σπάνιο βούτυρο κουραμπιέδες του.  Ο μπακλαβάς του δεγιαγλίδικος (λιπαρός) και σιροπιαστός τόσο όσο κανείς άλλος δεν τον πετύχαινε ήταν πραγματικά αξεπέραστος.

Και τούτοι οι Τουρκοκρητικοί που ΄χαν τα ζαχαροπωλεία τους σε τούτη τη φημισμένη πλατεία, συναγωνίζονταν για την καλύτερη μπουγάτσα της Πρωτοχρονιάς. Έθιμο που από ακόμα πιο παλιά χρόνια  κι έφτασε και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να κυριαρχεί για τους ξενύχτηδες  και κουμαρτζήδες της κάθε εποχής.

Ήταν κάτι σαν άγραφος νόμος μόλις τέλευε ο τζόγος ή το κουμάρι κι  είτε χαμένος ή κερδισμένος από το παιγνίδι ήσουν,  να μπει στο σπίτι σου μέσα, μπουγάτσα ή γλυκασιά, για το καλό του χρόνου. Κι έτσι τους είδα όλους χαρούμενους άσχετα με το αποτέλεσμα του χαρτοπαιχνιδιού, να τρώνε λαίμαργα τούτο το έδεσμα.

Άλλο ξεχωριστό γλύκισμα των ημέρων που πουλιούνταν στα μπουγατσατίδικα ήταν και το λουκούμι που ΄χε περίοπτη θέση τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς μα και στις Τούρκικες μεγάλες γιορτές του Ραμαζανιού και Μπαϊραμιού.

Άπλωσα το χέρι με τρία μεταλλίκια, που ΄χα βρει στην τσάντα μου στο μεταξύ,  να τα δώσω στον Εφέντη Μεμιχιάκη. Να αγοράσω θέλησα  λίγα λουκούμια με γεύση τριαντάφυλλου κι εκείνος τα΄χωσε με μιας στην δεξιά τσέπη της κατάλευκης ποδιάς του. Στα μάτια με κοίταξε με την απορία πως και δεν ζήτησα μπουγάτσα που ΄χε την πιο ονομαστή παρά  τούτο το ταπεινό γλύκισμα που το σερβίρανε και με καϊμακλίδικο καφέ…

Πως να του εξηγήσω ότι ακόμα μέχρι τις μέρες μας  το λουκούμι ήταν ξεχωριστή λιχουδιά για παιδιά. Ειδικά σαν  λέγαμε τα κάλαντα των ημερών και ιδιαίτερα των Φώτων ήταν υποχρεωτικό γλύκισμα κι όλα αυτά πριν  περίπου μισό αιώνα…

Κι εκεί κάτω από την Πύλη Voltone,  είδα ξαφνικά την μικρούλα Αργέντω ** να τρέχει κρατώντας παραμάσχαλα έναν μικρό μπόγο από βαμβακερή πετσέτα που ΄χε το οικόσημο του Αφέντη της…

-Αργέντω που πάς τόσο βιαστική, τη ρώτησα. Το γνώριζα τούτο το κορίτσι με τα καταγάλανα μάτια και τα μακριά κατάλευκα δάκτυλα στα χέρια της…

– Να προλάβω να μοιράσω το Χριστόψωμο μου παρήγγειλε η κυρά μου να μη με βρει ο ήλιος…

Και τότε θυμήθηκα εκείνο το ενετικό έθιμο, που λέγαν πώς κάθε τραπέζι των Χριστουγέννων στην Candia εκείνου του καιρού, είχε στη μέση του ένα πελώριο ψωμί «φτιαγμένο με ζύμη από σκέτο αλεύρι, μ΄ έναν ανάγλυφο σταυρό στη μέση από την ίδια ζύμη και με σπόρους ή πλουμίδια από πάνω και αυτό το΄λεγαν χριστόψωμο, δηλαδή ψωμί του Χριστού, και το άφηναν άθικτο για οκτώ μέρες πάνω στο τραπέζι, που έμενε πάντα στρωμένο με το τραπεζομάντηλο και με το ψωμί στη μέση… ».

Και την  Πρωτοχρονιά το μοίραζαν στους φτωχούς…

Πήγα να δώσω δυο λουκουμάκια στην Αργέντω μα ήταν …τούρκικο το γλύκισμα και δεν γινότανε. Ανακατεύτηκαν τα έθιμα, οι εποχές, ο χρόνος κι οι άνθρωποι.

Μέσα στις δικές μας «Φυλλο…σοφίες» βρέθηκα κι η μυρωδιά από τα λουκούμια στην κρυστάλλινη φοντανιέρα μού φέραν όλες τις θύμησες, τις γεύσεις, τις μυρωδιές.

Η αλήθεια είναι πως «έναν αχιουρέ με ρόγδι» θα τον έτρωγα εκείνη την ώρα, όμως μάλλον δεν γνώριζαν τη συνταγή του Μεμιχιάκη κι έτσι άπλωσα ξανά το χέρι για μια μπουκίτσα λουκουμιού με γεύση τριαντάφυλλου ή μήπως ήταν ρόγδι;

Ίσαμε την επόμενη φορά…

*Εχεξής ο: ιδιοκτήτης ή αγωγιάτης γαϊδάρου που μετέφερε εμπορεύματα

*μεταλλίκι το: Κέρμα, νόμισμα

*ντουντουρματζίδικο το : παγωτατζίδικο

ΠΗΓΕΣ:

Κ. Δελιβασίλης, περιοδικό Κνωσός Νο 13 (Μάρτιος – Απρίλιος 1955), 27-28σ.

Μήβας, Εφημ. Εθνική φωνή,  1973

Τζουάνες Παπαδόπουλος, Στον καιρό της σχόλης, ΠΕΚ, 2012

(Κάποιοι από τους τύπους που αναφέρονται στο κείμενο ήταν υπαρκτοί άνθρωποι στις αρχές του 20ου αιώνα στο Μεγάλο Κάστρο. Πιθανόν ο Μπραϊμάκης  και ο Μεμιχιάκης  να ταυτίζονται σαν πρόσωπα, όμως οι διαφορετικές πήγες δημιουργούν διαφορετικές προσωπικότητες.   Η Αργέντω είναι μυθιστορηματικός χαρακτήρας).