Το βιβλίο της Άννας Μανουκάκη-Μεταξάκη, «Συγχωρήσετε τους εχθρούς μου και εστέ περήφανοι. Γράμματα του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου από τη φυλακή (1942)» είναι μια πολύ σημαντική συνεισφορά για την πρώτη περίοδο της κατοχής στην Κρήτη.

Πρόκειται για την περίοδο όπου συγκροτούνται οι πρώιμες αντιστασιακές ομάδες μετά τη Μάχη της Κρήτης, πριν την επέμβαση του βρετανικού παράγοντα και για αυτόν τον λόγο μεταξύ άλλων, πολύ κρίσιμη και παραγνωρισμένη.

Η εισαγωγή της συγγραφέως θέτει το ιστορικό πλαίσιο και παρουσιάζει τη συγκρότηση της Κρητικής Επαναστατικής Επιτροπής (ΚΕΕ) μέσα από την απόφαση μη παράδοσης των όπλων από ομάδα αξιωματικών που διαβαίνουν με τον τρόπο αυτό τον Ρουβίκωνα προς την Αντίσταση στον ναζισμό, τη συνάντησή τους με τον Αλέξανδρο Ραπτόπουλο και τα προπολεμικά του δίκτυα ως βενιζελικός αξιωματικός και πολιτική προσωπικότητα της ευρύτερης περιοχής, την ενασχόληση με το φλέγον ζήτημα της απόκρυψης και φυγάδευσης των Βρετανών στρατιωτών μετά τη Μάχη της Κρήτης και την εμπλοκή μέσω αυτού του ζητήματος με την τοπική κοινωνία.

Η επιμελημένη αυτή έκδοση μιας ανέκδοτης μαρτυρίας – των επιστολών Ραπτόπουλου αλλά και του ημερολογίου του καθώς και του ημερολογίου Σταματουλάκη- εγγράφεται σε μια κρητική «παράδοση» επιμελημένων μαρτυριών αντιστασιακών τις τελευταίες δεκαετίες.

Η σημαντική όμως διαφορά έγκειται στην επιστημονική μεθοδολογία της συγγραφέως που συνίσταται στην κατατοπιστική εισαγωγή (βιογραφικά στοιχεία Ραπτόπουλου και ιστορικό πλαίσιο), τον εξαντλητικό υπομνηματισμό και το παράρτημα με πρωτογενές υλικό (τεκμήρια και φωτογραφίες της εποχής).

Εκτός από την καθεαυτή παρουσίαση των επιστολών Ραπτόπουλου, που ανασυστήνει την ευγενική του προσωπικότητα και το πατριωτικό αντιστασιακό του ήθος, το βιβλίο είναι ένας θησαυρός στοιχείων για τους ερευνητές της περιόδου. Στοιχείων πολιτικών, όπως τα βιογραφικά στοιχεία πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών της περιόδου και τη σύνδεση με τη δράση τους στο Μεσοπόλεμο όσο και στοιχείων οικονομικών και κοινωνικών της εποχής όπως τιμές προϊόντων, οικονομικές λειτουργίες, επαγγελματικά και τοπικά δίκτυα.

Αποτελεί λοιπόν μια καίρια συμβολή στην αντικειμενική -επιστημονική- τεκμηρίωση και παρουσίαση του πλαισίου λειτουργίας και δράσης της πρώιμης Αντίστασης στην Κρήτη πέρα από επίσημες εκθέσεις οργανώσεων και αυτοβιογραφίες που συντάχθηκαν στο μεταπολεμικό πλαίσιο με συγκεκριμένες στοχεύσεις -τόσο νομικές-οικονομικές-πολιτικές όσο και ηθικές-δικαιωτικές των συντακτών τους.

Η παρουσίαση τέτοιου είδους πρωτογενούς υλικού από την ελληνική πλευρά είναι αναγκαία και αναντικατάστατη για την ανασύσταση της περιόδου πέρα από τα οργανωμένα βρετανικά και γερμανικά αρχεία.

Στην ανάγκη αυτή ανταποκρίνεται το έργο της συγγραφέως-ερευνήτριας Άννας Μανουκάκη-Μεταξάκη, σε συνέχεια μάλιστα της έκδοσης μιας άλλης σημαντικής επιμελημένης πηγής, των «Πολεμικών Ημερολογίων Αντώνη Φάκαρου και Γιώργη Κουτεντάκη 1941- 1942» το 2011.

Εκτός της προσωπικότητας λοιπόν του Ραπτόπουλου, στο βιβλίο υπάρχουν στοιχεία για μια σειρά ζητημάτων που είναι ανοικτά στην έρευνα της περιόδου. Ενδεικτικά, η ανάμειξη του βρετανικού παράγοντα στην κρητική αντίσταση που περιπλέκει την εικόνα της αρχικής περιόδου με την αναφορά στις επιστολές πλήθος προσώπων που θα συναντήσουμε αργότερα στην κρητική αντίσταση, κυρίως σε ΕΑΜ και ΕΟΚ, τα προπολεμικά δίκτυα που αποτυπώνονται στο εύρος της εμβέλειας της ΚΕΕ σε άλλες περιοχές της Κρήτης, η ίδια η συγκρότηση της ΕΟΚ με στελέχη οργανώσεων όπως η ΑΕΑΚ και η ΚΕΕ, το φαινόμενο του δοσιλογισμού, της προδοσίας και της κατάδοσης, φαινόμενο επίσης παραγνωρισμένο αλλά υπαρκτό και κρίσιμο, ο ρόλος της επαρχίας Βιάννου από την αρχή της αντίστασης στον Τσούτσουρο και γενικά τα νότια παράλια ως την καταστροφή της επαρχίας Βιάννου, οι γερμανικές διώξεις, οι συνθήκες φυλάκισης, τα νομιμοφανή στρατοδικεία και το δικαστικό κύκλωμα γύρω τους και οι εκτελέσεις ως παράγοντας πίεσης, εκβιασμού και τρομοκράτησης των αντιστασιακών και ευρύτερα της κοινωνίας.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια πολύ σημαντική εργασία τόσο αυτοτελώς όσο και ως υλικό για την ιστοριογραφία της εποχής, πολύτιμο για τον απλό αναγνώστη και αναγνώστρια αλλά  και για τους ερευνητές της περιόδου.

Υπάρχει δε επιτακτική ανάγκη για παρόμοια έργα ως συμβολές για μια ικανοποιητική ιστορική ερμηνεία της κατοχικής περιόδου στην Κρήτη, ξεπερνώντας το στάδιο των αυτοδικαιωτικών μύθων και άγονων αντιπαραθέσεων περί πρωτείων.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, ευχόμαστε την εκδοτική συνέχεια των ερευνών της Άννας Μανουκάκη-Μεταξάκη.

 

* Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι διδάσκων στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Κρήτης