Μια υποδειγματική έκδοση ενός σημαντικού τεκμηρίου γραφής του Νίκου Καζαντζάκη, από την εγνωσμένου κύρους ερευνήτρια Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, γνωστή για το λαμπρό ερευνητικό και συγγραφικό της έργο, και την πολλά υποσχόμενη υποψήφια διδάκτορα Παρασκευή Βασιλειάδη, που ανοίγει νέους δρόμους και προάγει αναμφισβήτητα τις καζαντζακικές σπουδές.

Το καλαίσθητο βιβλίο (εκδοτική φροντίδα της Βαρβάρας Τσάκα) αρχίζει με το ενήμερο προλογικό σημείωμα του καθηγητή και προέδρου του Μουσείου Καζαντζάκη Μιχάλη Ταρουδάκη.

Συνεχίζει με την περιεκτική «Εισαγωγή» των δύο ερευνητριών, την μεταγραφή του σημειωματαρίου και τον γενναίο υπομνηματισμό του (425 σχόλια!) και κλείνει με το «Παράρτημα», όπου παρουσιάζονται επιλεγμένες σελίδες του Ημερολογίου, σημαντικά τεκμήρια από το Μουσείο Καζαντζάκη που σχετίζονται με την επίσκεψη του συγγραφέα στο Άγιον Όρος, ψηφιακές ανατυπώσεις του Αγιορείτικου Ημερολογίου του Σικελιανού και άλλα.

Από την πυκνή «Εισαγωγή» πληροφορούμαστε για την ιστορία και την αξία του σημειωματαρίου· για το μακρύ οδοιπορικό των Καζαντζάκη – Σικελιανού στο Όρος και σε άλλες ελληνικές πόλεις, από τον Νοέμβριο του 1914 ως τον Απρίλιο του 1915· για την ατμόσφαιρα του βυζαντινού μυστικισμού την οποία βιώνουν οι δυο στοχαστικοί οδοιπόροι· για τη σημασία που είχε το κοινό αυτό ταξίδι στη ζωή και το έργο του κρητικού συγγραφέα· για την κομβική θέση την οποία κατέχει η εμπειρία του Όρους στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του Καζαντζάκη· για την αξιοποίηση της εμπειρίας του ταξιδιού σε μεταγενέστερα έργα του (Αναφορά στον Γκρέκο, Νικηφόρος Φωκάς, Χριστός και άλλα).

Το επιμελώς μεταγραμμένο κείμενο μας παρασύρει σε μια συναρπαστική αναγνωστική οδοιπορία: παρακολουθούμε τη διαδρομή του Καζαντζάκη στις είκοσι μονές τού Όρους· μπαίνουμε σε Σκήτες και Μονές· χαιρόμαστε σπάνια χειρόγραφα, αγιογραφίες και εικονογραφήσεις βιβλίων· διαβάζουμε αποσπάσματα πατερικών κειμένων.  γνωρίζουμε το μοναστικό ήθος, το θάμβος της αγιορείτικης φύσης, το κάλλος της τέχνης. Παρατηρούμε ότι ο συνοδοιπόρος – ξεναγός μας προσηλώνεται όχι τόσο στα λείψανα των αγίων όσο στους θησαυρούς και στα κειμήλια. Και μεθά με το άρωμα της ανθισμένης μουσμουλιάς.

Στο μαγευτικό αυτό οδοιπορικό παρακολουθούμε ακόμη την ιδιότυπη σχέση Καζαντζάκη Σικελιανού καθώς και την περιπέτεια των ιδεών του Καζαντζάκη, την αγωνία του γύρω από το νόημα της ύπαρξης, τη σχέση του με τον Θεό, μετά την νεανική του αμφισβήτηση και τον μετέπειτα  συγκερασμό αντιφατικών φιλοσοφικών-ιδεολογικών τάσεων.

Στις σελίδες του μεταγραμμένου κειμένου αποτυπώνεται και μια άλλη εκπληκτική ικανότητα: εκείνη της δημιουργικής φαντασίας με την οποία οι μελετήτριες συμπληρώνουν και αναστηλώνουν λέξη-λέξη το κείμενο, όπως θα έκανε προσεκτικός αρχαιολόγος για τα σημαντικά σπαράγματα που ανέσκαψε.

Η φαντασία τρέφεται από τη βαθιά γνώση όχι μόνο του συγκεκριμένου αντικειμένου, αλλά και της πατερικής θεολογίας, των εκκλησιαστικών κειμένων, της αγιογραφίας και της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Αυτό προκύπτει από τον πλούσιο υπομνηματισμό του απαιτητικού αυτού κειμένου.

Είναι εκπληκτικός ο όγκος και το εύρος των στοιχείων που παρέχονται εδώ: λεπτομερή σχόλια για το αγιορείτικο τυπικό, για την εκκλησιαστική τέχνη της αγιογραφίας, τα πατερικά κείμενα (η πολύτομη  Πατρολογία του Migne αναγράφεται σε κάθε σχεδόν σελίδα), για την εκκλησιαστική υμνολογία, για τους θησαυρούς του Όρους.

Αλλά και αποσπάσματα από έργα του Καζαντζάκη καθώς και από τη Φιλοκαλία, το Άσμα Ασμάτων, τους Ψαλμούς του Δαυίδ, γνώσεις ειδικές, που εκπλήσσουν τον αναγνώστη και φωτίζουν κάθε πτυχή του κειμένου. Έχεις την αίσθηση ότι πεζοπορείς σε έναν ομαλό πλέον δρόμο, όπως η καζαντζακική αφήγηση έχει αποκατασταθεί, και απολαμβάνεις ταυτόχρονα τα κατάφυτα με γνώσεις πεζοδρόμια που καταυγάζουν το δρόμο.

Ωστόσο, παρά τον πλούσιο αυτό σχολιασμό, που θα μπορούσε να αποτελέσει μια αυτόνομη μελέτη για το καζαντζακικό έργο, το κείμενο δεν επιβαρύνεται. ο λόγος του Καζαντζάκη ποζάρει καθαρός στην κάθε σελίδα, ενώ οι πληροφορίες συνωθούνται στις σημειώσεις. Μας παραδίδεται έτσι μια έκδοση χρηστική που δεν «όζει λυχνίας»· δεν μαρτυρεί το εργώδες του έργου.

Άφησα τελευταία μια σπάνια αρετή: την ευγένεια, την επιστημονική εντιμότητα και την ηθική της γραφής. Οι λέξεις «πιθανόν», «πιθανότατα», «μάλλον» και άλλες συνώνυμες συναντώνται συχνά στον σχολιασμό και εκπλήσσουν θετικά σε μια τόσο εξονυχιστική έρευνα. Τέλος, οι καθαρές λύσεις που υιοθετήθηκαν σε εκδοτικά ζητήματα είχαν ως αποτέλεσμα την παράδοση ενός κειμένου αναγνώσιμου, κατανοητού, χωρίς περικοπές (προσωπικά, το διάβασα απνευστί), με τις αναγκαίες επεμβάσεις οι οποίες δηλώνονται πάντα με εύγλωττα κριτικά σύμβολα.

Κάθε αναγνώστης μπορεί πλέον να κατανοήσει και να χαρεί το Ημερολόγιο. Κάθε ερευνητής έχει βοήθεια στο έργο του με την λεπτομερή αποτύπωση όλων των στοιχείων στην έκδοση. Και, βέβαια, η σαρωτική αυτή εργασία θα μπορούσε ασφαλώς  να αποτελέσει εκδοτική πρόταση για την έκδοση αντίστοιχων κειμένων του Νίκου Καζαντζάκη.

Το δυσανάγνωστο λοιπόν προσωπικό σημειωματάριο του 1914, επιμελώς ασφαλισμένο ώς τώρα στο Μουσείο Καζαντζάκη, μάς παραδίδεται ως μια καλαίσθητη υπομνηματισμένη έκδοση. Ένα κείμενο που λάμπει αποκαθαρμένο και δροσερό. Σαν το χοχλάδι μέσα στο νερό («Το πρόσωπό μου λάμπει σαν το χόχλακα που τον δροσερεύει όλος ο γιαλός», γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης).

Το πολυκαιρισμένο χειρόγραφο -μείγμα ρεαλισμού και ποιητικού μυστικισμού-, γίνεται ένα θελκτικό ανάγνωσμα που αιχμαλωτίζει στην επιφάνειά του σπάνιες ταξιδιωτικές εμπειρίες και περιέχει στο βάθος του περιπέτειες ιδεών, αγωνίες για την ύπαρξη και οπτικές του κόσμου. «Ένα ευαγγέλιο κι ένα κοτσύφι», όπως συναιρεί την εμπειρία του ο στοχαστικός ταξιδευτής. Ο χριστιανισμός και ο παγανισμός. Η τέχνη και η φύση. Ο Πανσέληνος και ο αρκουδόβατος.

Η Γλυκοφιλούσα και η μουσμουλιά. Μια πέρδικα στο χειρόγραφο που ξύνει με το κόκκινο πόδι της το ράμφος. Κύματα ανταριασμένα (του χειρογράφου) που γαληνεύουν  κάτω από την ψύχραιμη και γυμνασμένη ματιά της Χριστίνας Ντουνιά και της Παρασκευής Βασιλειάδη. Που αποκαλύπτουν έναν Καζαντζάκη λογοτέχνη,  διανοούμενο, οραματιστή· εκφραστή όχι μιας αλλά πολλών εποχών. Μια έκδοση -σημαντική συνεισφορά στο ταμείο του πνευματικού μας πολιτισμού- που αναθερμαίνει το εξαιρετικά πολύπλοκο φαινόμενο «Καζαντζάκης» και το κρατά ανοιχτό στην έρευνα.

 

*Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι φιλόλογος