Τελικά, παρά τις πολλές και ποικίλες αντιδράσεις, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε το νομοσχέdιο περί αναδοxής παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια. Δεν το περίμενα επειδή η κοινωνία μας δεν αντέχει, τουλάχιστον ακόμη τέτοιες μεταβολές στη συντριπτική της πλειοψηφία. Κι εγώ, προσωπικά, δε συμφωνώ μ’ αυτή την καινοτομία ή την άλλη, την υιοθεσίας του ίδιου είδους, όχι από εγωισμό ή αντιπάθεια προς τους ομοφυλόφιλους αλλά ύστερα από ώριμες σκέψεις που μου υπαγόρευσε η λογική μου, στηριζόμενη όχι μόνο στις πεποιθήσεις μου ή στη συντηρητικότητα του χαρακτήρα μου, αλλά κυρίως στην πείρα μου και στις γνώσεις μου ως γονέα και εκπαιδευτικού.
Τι ακριβώς διαλαμβάνει το νομοσχέδιο δε γνωρίζω. Υποψιάζομαι όμως ότι δημιουργήθηκε περισσότερο για να ικανοποιήσει κοινωνικά τα ομόφυλα ζευγάρια, προκειμένου σ’ αυτή την περίπτωση να τα εξισώσει με τα ετερόφυλα και όχι τόσο για να θεραπεύσει προβλήματα ιδρυματισμού ορφανών και εγκαταλειμμένων στα ιδρύματα παιδιών, όπως κάποιοι στις αγορεύσεις τους υποστήριξαν. Λύνει βέβαια κάποια από τα πολλά προβλήματα των παιδιών αυτών, αλλά στην εφαρμογή μπορεί να τους δημιουργήσει άλλα πολύ περισσότερα και σοβαρότερα. Σίγουρα θα δημιουργήσει.
Για το θέμα της αναδοχής έχουν ήδη ειπωθεί και γραφεί πολλά. Το όλο ζήτημα θα κριθεί στην εφαρμογή και στην πορεία του, γι’ αυτό εγώ δε θα ασχοληθώ μ’ αυτό. Τα όσα πιο κάτω αναφέρω αφορούν βέβαια και την αναδοχή αλλά κυρίως θέλω να θίξω το θέμα της υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια αν αυ τό επιχειρηθεί στο μέλλον να νομοθετηθεί και να καθιερωθεί.
Γνωρίζω ότι υπάρχουν παιδιά, πολλά δυστυχώς παιδιά, απροστάτευτα ή ορφανά, που θα μπορούσαν να ζήσουν και να μεγαλώσουν σε μια θετή οικογένεια, όπως υπάρχουν και πάμπολλα άτεκνα ετερόφυλα ζευγάρια που θα ήθελαν διακαώς να μεγαλώσουν σαν δικό τους ένα ξένο παιδί. Όμως, κάποια απ’ αυτά τα ετερόφυλα ζευγέρια στο δρόμο, στο μακρύ δρόμο της υιοθεσίας, κουράζονται από τις ατέλειωτες διατυπώσεις και γραφειοκρατικές απαιτήσεις και εγκαταλείπουν τελικά κάθε προσπάθεια, πράγμα που θα μπορούσε εύκολα να αντιμετωπιστεί αν περιορίζαμε δραστικά, με τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και τις ατέλειωτες διατυπώσεις, εξετάσεις και κάθε περιττή γραφειοκρατική απαίτηση. Σ’ αυτό το σημείο όφειλε η Πολιτεία να επικεντρώσει την προσοχή της και το ενδιαφέρον της και όχι στη δημιουργία του νομοσχείου που ψηφίστηκε. Δεν αρνούμαι ότι και οι ομοφυλόφιλοί έχουν κάθε δικαίωμα να απολαμβάνουν ό,τι και οι ετεροφυλόφιλοι, αλλα όχι και το δικαίωμα να υιοθετούν ως ζευγάρια ανήλικα παιδιά. Λέω και θέλω να τονίσω το “ανήλικα παιδιά” και θα αναφέρω αμέσως πιο κάτω τους λόγους για τους οποίους παίρνω αυτή τη θέση, γιατί τους θεωρώ πολύ σοβαρούς.
Το παιδί, μέχρι να πληροφορηθεί την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι υιοθετημένο, πιστεύει και θεωρεί ότι οι θετοί γονείς του είναι και οι φυσικοί, οι δικοί του γονείς. Θέλει να έχει, όπως και τα άλλα παιδιά, μπαμπά και μαμά ή, αν είναι ορφανό, μόνο μπαμπά ή μόνο μαμά ή κανέναν από τους δύο. Μ’ αυτά συμβιβάζεται και καθώς μεγαλώνει, διαμορφώνει σιγά – σιγά και κατά το μάλλον ή ήττον έναν ισορροπημένο ψυχικό κόσμο και νιώθει υπερηφάνεια και σιγουριά κοντά στους γονείς του, φυσικούς ή θετούς.
Μιλάμε, εννοείται, για ετερόφυλους γονείς. Εξάλλου, το παιδί, το οποιοδήποτε παιδί, εξαιτίας του εγωκεντρισμού του, είναι ένας μεγάλος ή μικρός εγωιστής που επιζητεί μονίμως τον έπαινο, ενώ αποφεύγει τον ψόγο όσο μπορεί, γιατί το λυπεί και το πληγώνει πολύ. Θέλει να πρωτεύει και να θαυμάζεται ή τουλάχιστον να αναγνωρίζεται η αξία του και να είναι αποδεκτό στο στενό περιβάλλον του, στην τάξη του, στις παρέες του και στα ομαδικά παιχνίδια του, χωρίς να ψεγιαδάζεται από τους άλλους ή να γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας και ειρωνίας τους ή να αντιλαμβάνεται υπονοούμενα των άλλων εις βάρος του, γιατί όλα αυτά πληγώνουν βαθιά την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητά του και ριζώνουν μέσα του αθεράπευτα ψυχικά τραύματα.
Από την άλλη, το παιδί, προκειμένου να επιβάλει το εγώ του και τις ιδέες του ή να επιδείξει στους συνομήλικούς του για την υπεροχή του ή την επιτυχία του σε κάτι, μπορεί να γίνεται φλύαρο, κακόλογο και επιθετικό στις σχέσεις του μ’ αυτούς ή να νιώθει κομπλεξικό, όταν αυτοί δεν αναγνωρίζουν την αξία του, οπότε, προκειμένου να τους εκδικηθεί, του αρέσει να τους κατηγορεί ή να τους κακολογεί ή να τους μειώνει και να τους προσβάλλει με λόγια ή να τους γυρίζει υπεροπτικά και απαξιωτικά την πλάτη, ιδιαίτερα σ’ όσους ζηλεύει ή φθονεί, περιφρονεί ή δεν συμπαθεί ή, τέλος, να κλείνεται στον εαυτό του στην περίπτωση που γίνει κομπλεξικό.
Ακόμη, θα ήθελα να θυμίσω ότι όσο πιο μικρό είναι το παιδί, τόσο πιο πολύ υποβάλλεται, μιμείται, αντιγράφει ή και ταυτίζεται με πρόσωπα – πρότυπα που το εντυπωσιάζουν και ότι τα πρώτα πρότυπα για το μικρό παιδί, ιδίως της προσχολικής ηλικίας, είναι οι γονείς του, είτε είναι σωστοί είτε όχι. Κρατείστε το αυτό.
Ύστερα από τα παραπάνω, που δίνουν μια εικόνα του χαρακτήρα και των θετικών ή αρνητικών αντιδράσεων του παιδιού στα διάφορα αρνητικά κοινωνικά ερεθίσματα που δέχεται και που αφορούν τον ίδιο ή την οικογένειά του ή τα αρνητικά που προέρχονται από το ίδιο το στενό οικογενειακό του περιβάλλον, σας καλώ, φίλοι αναγνώστες, να φανταστείτε, χρησιμοποιώντας την πείρα και τις γνώσεις σας, τι και πόσα ψυχολογικά προβλήματα και τραύματα θα δημιουργούνται λ.χ. στα παιδιά της σχολικής ηλικίας με τους δύο μπαμπάδες ή τις δύο μαμάδες, όταν αυτά συνειδητοποιήσουν την ιδιαιτερότητα των γονέων τους ή τ’ άλλα παιδιά στην τάξη, στα παιχνίδια και στις παρέες τους, από ζήλεια ή άλλη αιτία, θα τα ειρωνεύονται, θα τα προσβάλλουν ή θα τα περιφρονούν. Αυτά τα τραύματα ποιος θα τα επουλώνει;
Επουλώνονται; Οχι, δεν επουλώνονται σχεδόν ποτέ. Άλλο παράδειγμα δεν θα φέρω, γιατί δεν πρέπει. Θα προσθέσω όμως και τα εξής: Ο ρόλος των ομόφυλων γονέων συγκρινόμενος μ’ εκείνον των ετερόφυλων, θα είναι σίγουρα πολύ δυσκολότερος, επειδή σε πολλά πράγματα θα πρέπει να είναι προσποιητός, που όμως αργά ή γρήγορα το παιδί θα ανακαλύψει, οπότε ο προσποιούμενος γονέας σίγουρα θα ξεπέσει στη συνείδηση του παιδιού με όλα τα αρνητικά επακόλουθα, τόσο για το παιδί όσο και για τον γονέα. Ασε που το παιδί είναι υποχρεωμένο να ζει και να μεγαλώνει έχοντας ως μοναδικό γονεϊκό πρότυπο το αντιδρικό ή μόνο το γυναικείο, πράγμα που παιδαγωγικά δεν είναι ορθό, για να μην πω ανεπίτρεπτο.
Σαν τελικό συμπέρασμα θα μπορούσε να εξαχθεί ότι: Προκειμένου να ικανοποιήσουμε τις εγωιστικές απαιτήσεις κάποιων ώριμων ανθρώπων, δεν διστάσαμε νομοθετικά να καταπατήσουμε ή να στραγγαλίσουμε τα δικαιώματα ανώριμων και ανίκανων να αμυνθούν ή να αντιδράσουν ανθρώπων και να τους οδηγήσουμε στην καταστροφή, χωρίς ντροπή, γιατί αυτό κάναμε.
Και για να κλείσω το θέμα της αναδοχής και της υιοθεσίας παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια, σημειώνω ότι εγώ τουλάχιστον θα θεωρούσα επιτρεπτή μια τέτοια υιοθεσία, εάν φυσικά στο μέλλον θεσμοθετηθεί, μόνο στις περιπτώσεις που θα συντρέχουν αθροιστικά οι παρακάτω προϋποθέσεις, αφού προηγούμενως διευκρινίσω ότι η υιοθεσία σ’ αντίθεση με την αναδοχή δημιουργεί μόνιμη κατάσταση και αποτελέσματα:
1) Ο υποψήφιος για μια υιοθεσία αυτού του είδους πρέπει ο ίδιος εγγράφως και παρουσία μαρτύρων να αποφανθεί αν θέλει μια τέτοια υιοθεσία και ποιας μορφής οικογένεια ομοφύλων προτιμά, που σημαίνει ότι πρέπει να έχει και κάποια ηλικία για να διαθέτει μια σχετική ωριμότητα, ώστε να μπορεί, έστω και στοιχειωδώς να κρίνει και να αποφασίσει ο ίδιος.
2) Προσωπικά πιστεύω ότι η σχετική αυτή ηλικία δεν πρέπει να είναι μικρότερη των δεκαέξι ετών, δηλαδή όσο και εκείνη των μαθητών της πρώτης τάξης του Λυκείου και
3) Ο υποψήφιος να υιοθετηθεί θα πρέπει να συζήσει πρώτα με το ζευγάρι δοκιμαστικά και υποχρεωτικά για εννέα ή δώδεκα μήνες, για να κρίνει αν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι “του κάνουν” ως γονείς, δηλαδή αν τα βρίσκει μαζί τους ή όχι.
Αυτά από την πλευρά του υποψήφιου για υιοθεσία παιδιού.
Τέλος, πρέπει να προβλεφθεί το πώς θα λύνεται η υιοθεσία αυτής της κατηγορίας στην περίπτωση που η συμβίωση του παιδιού με τους θετούς γονείς του γίνει άκρως προβληματική ή αδύνατη και το ζητήσει εγγράφως το παιδί ή οι θετοί γονείς του, καθώς και το τι πρέπει να συντρέχει ώστε η συμβίωση να χαρακτηριστεί ως προβληματική ή αδύνατη.
* Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών