«Οι δούλες» του Ζαν Ζενέ, θέατρο Ιυττός, σε σκηνοθεσία Αντώνη Ντουράκη. Παίζουν: Νατάσα Σακέτου, Μαρίνα Σπανάκη, Ελένη Χριστοδούλου – Αρναουτάκη.
Το θέατρο Ιυττός παρουσιάζει το αριστούργημα του Ζαν Ζενέ «Οι δούλες», το οποίο οφείλει την ύπαρξή του σε ένα αληθινό έγκλημα που συγκλόνισε την γαλλική κοινή γνώμη το 1933, όταν οι αδερφές Κριστίν και Λέα Παπέν, μεγαλωμένες σε διάφορα ιδρύματα και υπηρέτριες στη συνέχεια ενός εύπορου δικηγόρου δολοφόνησαν με κουζινομάχαιρο και σφυρί την κυρία τους και την κόρη της. Εκείνο που εντυπωσίασε την επιστημονική κοινότητα της εποχής ήταν το συμπέρασμα ότι στη σφαίρα της ψυχοσύνθεσης των δύο γυναικών, η Κριστίν θεωρήθηκε το κυρίαρχο πρόσωπο ενώ η Λέα έμοιαζε να έχει κυριαρχηθεί τελείως από την αδερφή της. Σαν οι δυο τους να είχαν γίνει ένα.
Πώς να μείνει ασυγκίνητος λοιπόν ο συγγραφέας μπροστά σε μία τέτοια υπόθεση αφού και ο ίδιος, γιος πόρνης και παιδί αγνώστου πατρός, πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε άσυλο ενώ αργότερα συνεχείς ήταν οι συλλήψεις και οι φυλακίσεις του, κυρίως για κλοπές.
Έτσι, γράφοντας αυτό το συγκλονιστικό κείμενο κάνει λόγο για παράδειγμα ταξικού πολέμου. Βέβαια η πλοκή και η ουσία του θεατρικού έργου είναι κάτι πολύ περισσότερο από μία κοινωνική καταγγελία. Σίγουρα πρόκειται για μια ιστορία που αφορά αποκλειστικά και μόνο γυναίκες.
Δυο αδερφές, η Κλαιρ και η Σολανζ, μόνες στον κόσμο, εργάζονται ως υπηρέτριες για χρόνια στο μεγαλοαστικό σπίτι της κυρίας τους. Ένα βράδυ, όπως κάθε βράδυ, παίζουν ένα τελετουργικό παιχνίδι αλλαγής ρόλων, παριστάνοντας πότε η μία και πότε η άλλη την κυρία με απώτερο στόχο να τη δολοφονήσουν. Θα καταφέρουν να ανταποκριθούν σ’ αυτήν την πολύπλοκη τελετή δίχως να χάσουν τον εαυτό τους ή μήπως θα εγκλωβιστούν σε μία παγίδα που έχουν στήσει για να εκτονώσουν τόσο τη λατρεία όσο και το μίσος που νιώθουν για την εργοδότρια – δυνάστη τους;
Μιλάμε για μία περίπτωση θεάτρου μέσα στο θέατρο, αφού στο ξεκίνημα της παράστασης ο ανυποψίαστος θεατής παρακολουθεί τις δούλες να ερμηνεύουν ως γνήσιοι ηθοποιοί μία σκηνή από την καθημερινότητα εκτέλεσης των καθηκόντων τους όπου η Κλαιρ ως κυρία αποκαλεί τη Σολάνζ με το δικό της όνομα, την αποκαλεί δηλαδή Κλαιρ, προσφέροντας έτσι στο κοινό το αληθινό θέμα του έργου που θα αποκρυπτογραφηθεί στη συνέχεια και δεν είναι άλλο από την απώλεια της ταυτότητας μέσα από την απόλυτη συγχώνευση δύο προσώπων που μπορεί να οδηγήσει στην τρέλα και τον φόνο.
Ο σκηνοθέτης Αντώνης Ντουράκης σημειώνει ότι δεν επιθυμεί η παράσταση να περάσει ότι οι ηρωίδες είναι τρελές. Τουναντίον οι συνθήκες τις κάνουν έτσι. Αντιμετωπίζονται και οι δύο με τον ίδιο τρόπο, η κυρία φτάνει στο σημείο να τις συγχέει, να τις μπερδεύει. Είναι όπως έναν Αλβανό που τον βαφτίζουν Γιάννη στην Ελλάδα στερώντας του το αληθινό του όνομα ή έναν έγκλειστο χωρίς ταυτότητα στο Άουσβιτς.
Και οι ίδιες έγκλειστες μέσα στην οικία που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και τη σοφίτα όπου κοιμούνται έχουν καταστεί όμοιες, ενώ στην ουσία δεν είναι. Μόνο που δεν μιλάμε μόνο για ένα ψυχολογικό ζευγάρι αλλά για μία πραγματική αιμομικτική και ομοφυλοφιλική παντρειά, απόρροια της απομόνωσης, της μοναξιάς, της θλίψης, της απελπισίας, της σεξουαλικής στέρησης.. Μοιάζει να είναι τόσο κοντά οι δυο τους, που δεν αντέχει η μία πλέον την άλλη. Και η τριγωνοποίηση με την κυρία απαραίτητη. Γι’ αυτό και η Κλαιρ απευθυνόμενη στην αδερφή της θα της δηλώσει «Μέσω της κυρίας εγώ είμαι ο στόχος σου, εγώ κινδυνεύω».
Τρεις οι ρόλοι στην παράσταση. Αυτός της Σολάνζ που η Μαρίνα Σπανάκη ερμήνευσε αριστοτεχνικά ως μία ξερακιανή, άχρωμη, γεμάτη μίσος και κακία γυναίκα, με έναν σατανισμό μέσα της και με μεγάλες συναισθηματικές αποχρώσεις και μεταπτώσεις. Ο δεύτερος ρόλος είναι εκείνος της Κλαιρ.
Στο ξεκίνημα του έργου βλέπουμε την Νατάσα Σακέτου να την παριστάνει μέσα από μία γοητεία αλλά και μία έντονα εξωστρεφή σεξουαλικότητα αφού βρίσκεται στον ρόλο της κυρίας. Μόλις όμως το παιχνίδι – τελετή τελειώσει, έχουμε μπροστά μας άλλη μία υπηρέτρια που φορώντας το άχαρο μαύρο φόρεμα, με τις μαύρες κάλτσες και τα μαύρα ίσια παπούτσια προορίζεται αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες τις κουζίνας. Και εδώ ο συναισθηματισμός ήταν απαραίτητος και υπηρετήθηκε επάξια από την ηθοποιό.
Τέλος, η Κυρία της Ελένης Χριστοδούλου – Αρναουτάκη αποτελεί έναν γρίφο. Πρόκειται άραγε για μια εξαιρετικά αφελή ύπαρξη στο έλεος της Κλαιρ και της Σολάνζ ή μήπως στην πραγματικότητα είναι ένας πανέξυπνος χαρακτήρας που έχει καταλάβει τα πάντα και εμπαίζει τις υπηρέτριές της; Θα μπορούσαμε να αποτολμήσουμε μία ερμηνεία ψυχολογικής κακοποίησης αφού στην ουσία η κυρία περιφρονεί, απορρίπτει, εκμηδενίζει τις δούλες. Δικαίως η ερμηνεύτρια κράτησε κάποια αριστοκρατική απόσταση από εντάσεις στο παίξιμό της και έπεισε ως κάπως ελευθεριάζουσα μεγαλοαστή της εποχής.
Η γλώσσα του έργου είναι ιδιαίτερη. Πότε έντονα ποιητική και αλληγορική, πότε ρεαλιστική, όταν το θεατρικό πρωτοπαίχτηκε, ένας κριτικός θεάτρου παρατήρησε ότι οι πραγματικές δούλες δεν μιλούν έτσι. Αποστομωτική η απάντηση του Ζαν Ζενέ. «Κι εσείς πού το ξέρετε; Διατείνομαι το αντίθετο, διότι εάν ήμουν δούλα θα μιλούσα όπως αυτές. Ορισμένα βράδια». Και φυσικά είναι αυτονόητο το ότι ο συγγραφέας εκφράζει τη δική του ιστορία μέσα από τους χαρακτήρες της Κλαιρ και της Σολάνζ, μιλάει δηλαδή δια του στόματός τους.
Ο Ζαν Ζενέ, περιθωριακός ομοφυλόφιλος, λωποδύτης και κατάδικος, έγραψε τα πρώτα του θεατρικά έργα μέσα στη φυλακή. Ίσως λόγω αυτών των βιωμάτων μάς προσφέρει ένα διαχρονικό θέατρο που τολμάει να μιλήσει για αλήθειες, που τολμάει να εξοικειώσει τον θεατή με το πραγματικό του πρόσωπο.