Ο Λευτέρης Αλεξίου (1890-1964) έχει μείνει στην ιστορία ως μια ωραία περίπτωση πνευματικού βίου, ένα δείγμα του «homo universalis», ανθρώπου δηλαδή με πολλαπλά πνευματικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, όπως τον είχε γνωρίσει η ιταλική Αναγέννηση.
Με πολυμέρεια και ευρυμάθεια, στέρεη γενική παιδεία, υψηλού επιπέδου φιλολογική σκευή, σημαντικό λογοτεχνικό και μεταφραστικό έργο, ευρύτατη γλωσσομάθεια και σπάνια καλλιτεχνικά προσόντα. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύει η φιλόλογος Ευγενία Λαγουδάκη στο βιβλίο της Ο βίος και το έργο του Λευτέρη Αλεξίου, μια ευσύνοπτη και καλαίσθητη έκδοση από το Ίδρυμα «Έλλη Αλεξίου».
Το βιβλίο, ένα συναρπαστικό οδοιπορικό στην πολυκύμαντη ζωή και την τέχνη του Αλεξίου, ανοίγει με ποίημα από το Έργο Ζωής του ποιητή, όπου ο ίδιος αυτοσυστήνεται: «Λευτέρης Αλεξίου, / δάσκαλος, τυπογράφος, / βιολάρης, ποιητάρης».
Είναι οι τομείς στους οποίους η ερευνήτρια εστιάζει, προκειμένου να εικονογραφήσει τη σημαντική αυτή πνευματική μορφή του Ηρακλείου. Η συγγραφέας δείχνει από την αρχή να εποπτεύει με άνεση ολόκληρο το έργο του Αλεξίου. Υιοθετεί την δοκιμασμένη ιστορική-γενετική προβληματική (παραλληλισμός βίου, έργου, ιστορικών γεγονότων), ενώ η μέθοδός της διέπεται από μια λογική ερμηνευτικής.
Στο «Πρώτο Μέρος» μαθαίνουμε για τους προγόνους του Αλεξίου οι ρίζες των οποίων ανιχνεύονται στο μακρινό 1821. Ιδιαίτερη μνεία στον πατέρα του, τον λόγιο εκδότη Στυλιανό Μιχαήλ Αλεξίου και στην πολυεπίπεδη (εκδοτική, διδακτική, διοικητική) δράση του.
Παρακολουθούμε ακολούθως την πορεία του νεαρού Λευτέρη από το ταραγμένο Ηράκλειο του 1895 στην Αθήνα, στη Σάμο, στη Σμύρνη, στον Πειραιά, στη Φιλοσοφική Αθηνών (1909), στο στρατό, στην Αθήνα (1914), στο Ηράκλειο (1915).
Τον ακολουθούμε επιστρατευμένο στη Χαλκιδική και στην Κοζάνη (1917-19), και αργότερα διορισμένο ως φιλόλογο στο Ηράκλειο. Εδώ αναδημιουργεί το ιστορικό τυπογραφείο του πατέρα του, οργανώνει το προσωπικό εργαστήριο και τη σπουδαία βιβλιοθήκη του.
Πρόκειται για το γνωστό Studio, πόλο έλξης των πνευματικών ανθρώπων της πόλης, το οποίο επισκέφθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Αμερικανός συγγραφέας Henry Miller (1939) και ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης (1955).
Το οδοιπορικό του Λευτέρη Αλεξίου, όπως το σκιαγραφεί με εξόχως παραστατικό τρόπο η Λαγουδάκη, συνεχίζεται στο Βερολίνο του 1930. Ο ποιητής παρακολουθεί ως υπότροφος μαθήματα παιδαγωγικής και Φιλοσοφίας και διδάσκει Νέα Ελληνικά. Επιστρέφοντας υπηρετεί σε σχολεία του Ηρακλείου και δίδει σειρά διαλέξεων για τον Καβάφη, τον Μαβίλη, την ιστορία της πόλης. Στα χρόνια αυτά εξελίσσεται ως ποιητής, πεζογράφος, μελετητής, μουσικός και μεταφραστής.
Ο Λευτέρης Αλεξίου πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1964 και παραμένει έκτοτε σχεδόν αγνοημένος από τις ιστορίες της λογοτεχνίας μας. Το ορμητικό κύμα του μοντερνισμού, κατά τη δεκαετία του ’30, τον παρέσυρε μαζί με άλλους ποιητές της παράδοσης.
Ευτυχώς, το ενδιαφέρον για τους δημιουργούς αυτούς αναθερμαίνεται σήμερα, όπως πιστοποιεί η συγκεκριμένη εργασία αλλά και προγενέστερες (αναφέρομαι στο καθοδηγητικό μελέτημα του Στυλιανού Αλεξίου «Ο Ηρακλειώτης ποιητής Λευτέρης Αλεξίου» στο περιοδικό Παλίμψηστον, στην εξαίρετη μονογραφία Ο ποιητής Λευτέρης Αλεξίου του Δημήτρη Δασκαλόπουλου και στη σαρωτική διατριβή του Ben Petre, Φιλολογική δραστηριότητα και λογοτεχνική παραγωγή στο Ηράκλειο Κρήτης, 1878-1941).
Στο βιβλίο της Λαγουδάκη φωτίζονται και άλλες πλευρές του Αλεξίου, όπως η στάση του απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα και η δράση του στον «Εκπαιδευτικό όμιλο» των δημοτικιστών. Ιδιαίτερα εκτενής είναι η αναφορά στην πολυκύμαντη σχέση του Αλεξίου με τον Νίκο Καζαντζάκη. Σημαντική, επίσης, η γνωριμία του με τον Λορέντζο Μαβίλη, τον Ίωνα Δραγούμη, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά, τον Ιωάννη Κονδυλάκη, τον Ιωάννη Κακριδή, τον Οδυσσέα Ελύτη. Το συναρπαστικό αυτό οδοιπορικό ζωής συμπληρώνεται με την προβολή του συγγραφικού έργου του Αλεξίου στο «Δεύτερο Μέρος» του βιβλίου. Το πρώτο κεφάλαιο καταλαμβάνει, δικαίως, η ποίηση.
Αναφέρονται και σχολιάζονται οι συλλογές Παιδικά τραγούδια (1909), Vers français (1913), Sonetum bene temperatum (1914), Η Γένεση (1926), Vers français d’ un grec (1928), Μπαγκατέλλες (1930), τα Λυρικά (1934-1938), Ανάγλυφα και Σύμβολα (1940), Έργο ζωής (1951), Εικοσιτέσσαρες Οίκοι Κατανυκτικοί συνθεμένοι αλφαβητικά κατά τα ιερά πρότυπα. Εις Αίνον Μίας Αγίας (1951), Αποχαιρετισμός (1954).
Στο έργο αυτό ο Αλεξίου αναδεικνύεται λάτρης της αυστηρής ποιητικής φόρμας και της κλασικής στιχουργικής. Η κατεργασία του στίχου και η αναζήτηση της μορφικής τελειότητας σφράγισε τους στίχους του με ευαισθησία, μουσικότητα και χάρη. Αυτό καταδεικνύεται και από την παράθεση των απόψεων σημαντικών κριτικών (Δημάκης, Περάνθης, Στεργιόπουλος κ.ά.) αλλά και από την ανθολόγηση ποιημάτων του.
Συντομότερες οι αναφορές στο πεζογραφικό έργο του Αλεξίου, στην επίδοσή του στο αφήγημα, το διήγημα, το μυθιστόρημα. εκτενέστερες στο φιλολογικό, στις μελέτες και τα άρθρα, τα κριτικά δοκίμια, τα αυτοβιογραφικά κείμενα, τις βιβλιοκρισίες, τις επιστολές, τις φιλολογικές εκδόσεις. Επικυρώνεται έτσι η ενδιαφέρουσα κριτική παρουσία του στον λογοτεχνικό τύπο της εποχής, όπως στα Νεοελληνικά Γράμματα του Γιάννη Μουρέλλου.
Ο ποιητής-κριτικός δημοσιεύει στο περιοδικό αυτό μια σειρά άρθρων με τολμηρές αξιολογήσεις (παρατίθεται απόσπασμα από το «Σικελιανός-Βάρναλης») που ξαφνιάζουν ευχάριστα τον σημερινό μελετητή, καθώς προσεγγίζουν το είδος της πολύ μεταγενέστερης συγκριτικής φιλολογίας. Σε ιδιαίτερη ενότητα σχολιάζεται η δημιουργική του ενασχόληση με τη θεατρική γραφή καθώς και η μεταφραστική του δραστηριότητα από τον Λατίνο Κάτουλλο και τον Mallarmé ως τον Rilke και τον Goethe.
Ιδιαίτερη θέση στην μονογραφία κατέχει η αναφορά στο «προσωπικό» περιοδικό του Αλεξίου Το Κάστρο, όπου περιέχονται ποιήματα, μεταφράσεις και κριτικά μελετήματα του εκδότη. Με αυστηρά επιλεγμένη ύλη και καλαίσθητη εμφάνιση το περιοδικό είχε ευρύτατη απήχηση στο Ηράκλειο της εποχής και εκπλήσσει σήμερα ακόμη για την υψηλή του ποιότητα.
Το «Τρίτο Μέρος» φωτίζει μια άλλη πτυχή της πολυσχιδούς αυτής προσωπικότητας: την ευρύτατη μουσική παιδεία του Αλεξίου. την επίδοσή του από την παιδική ηλικία στο βιολί, στο πιάνο, στο βιολοντσέλο. την μελοποίηση δικών του σονέτων. την εκτέλεση κλασικών συναυλιών και τη σύνθεση κλασικών έργων. την ίδρυση του «Κρητικού Κουαρτέτου». την αποτύπωση της αγάπης του για τη μουσική στο ποιητικό του έργο.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με το «Ανθολόγιο» ποιημάτων, πεζών και μεταφράσεων. Ένα πλούσιο «Παράρτημα», με φωτογραφίες, απεικονίσεις εξωφύλλων των πρώτων εκδόσεων και επιστολές του Αλεξίου, μας επιφυλάσσει εκλεκτή συγκίνηση στο τέρμα του απολαυστικού οδοιπορικού, που κλείνει με παράθεση επιλεγμένης βιβλιογραφίας και πλήρους ευρετηρίου των ονομάτων του τόμου.
Πόσος μόχθος και πόση γνώση απαιτήθηκε για το έργο αυτό; Η εξερεύνηση των πρωτογενών πηγών, η αναδίφηση αρχείων και εγγράφων ήταν ασφαλώς μια πρόκληση που απαιτούσε κόπο και χρόνο, εμπειρία και γνώση, κατόπτευση του έργου και αξιοποίηση της σχετικής βιβλιογραφίας.
Το αποτέλεσμα, ωστόσο, δικαιώνει την ερευνήτρια. Η αυστηρή, πέρα από κάθε συναισθηματισμό, ματιά της, η εξαντλητική έρευνα και η αξιοποίηση κάθε στοιχείου ικανού να συμβάλει στο φωτισμό της προσωπικότητας που ερευνά, έχουν ως αποτέλεσμα την ένταξη του Λευτέρη Αλεξίου στα ιστορικοκοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής και την κατανόηση της προσφοράς του. Η ειδολογική ταξινόμηση του δημοσιευμένου ή ανέκδοτου έργου του σε θεματικές ενότητες αποβαίνει ιδιαίτερα χρήσιμη για τον αναγνώστη. Τα επιλεγμένα παραθέματα και οι πλούσιες σημειώσεις παρέχουν σημαντικά εχέγγυα για την ανασκόπηση του προσώπου και του έργου.
Με το βιβλίο της αυτό η συγγραφέας έρχεται να προσθέσει μια σημαντική ψηφίδα σ’ εκείνες που συγκροτούν το πνευματικό πεδίο του μεσοπολεμικού Ηρακλείου. Και πρόκειται, όπως γνωρίζουμε, για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πεδίο, ένα πολύχρωμο μωσαϊκό, με μεμονωμένους διανοούμενους ή ομάδες διανοουμένων, που αντανακλά την πνευματική εικόνα της εποχής και του τόπου, το σημαντικότερο στοιχείο του οποίου είναι οι δημιουργοί. Οι «ελάσσονες» λογοτέχνες του Μεσοπολέμου, οι λησμονημένοι ποιητές τους οποίους «το έρεβος εσκέπασε βαρύ» και «κανένας πια δεν ιστορεί».
Η Ευγενία Λαγουδάκη, επομένως, πέρα από το επιστημονικό, επιτελεί έργο ηθικό: προβάλλει μια σχεδόν λησμονημένη «χαμηλή φωνή». μια αθώα από μεγαλεπήβολες προθέσεις τέχνη, που αγαπήθηκε από πολλούς. Την τέχνη αυτή, την πλημμυρισμένη φως και μουσική, έρχεται να προτείνει στον σημερινό αναγνώστη με τους στίχους του ποιητή:
Σε σένα, που αναρρίπησες βαθιά μου
της τέχνης τη φωτιά τη μυστική
και ξύπνησαν τα βουβαμένα οστά μου
γεμάτα φως, γεμάτα μουσική.
(Λευτέρης Αλεξίου, «Αφιέρωση»)