Η πανδημία του κοροναϊού, που ταλαιπωρεί την ανθρωπότητα εδώ και δυο χρόνια, στάθηκε αφορμή να γεννηθούν μέσα στο κοινωνικό σώμα αντικρουόμενες απόψεις, διχοστασίες, αμφισβητήσεις και ένα κλίμα, θα το έλεγα συγκρουσιακό, αν και με κάποια υπερβολή. Κι όλα αυτά για ένα θέμα που, αντί να μας διχάζει, έπρεπε να μας ενώνει. Διότι, όταν πρόκειται για θέματα υγείας, τότε αφήνουμε στην άκρη κάθε ανορθολογική άποψη και προσχωρούμε σε ό,τι αποφαίνεται η επιστήμη.

Εξάλλου, η ανθρωπότητα αιώνες τώρα παλεύει, για να βρει τρόπους αντιμετώπισης σοβαρών ασθενειών και επιδημιών που κατά καιρούς έκαναν την εμφάνισή τους. Στον τομέα αυτό η επιστήμη έχει παίξει πρωταρχικό ρόλο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επιστήμη υποκαθιστά την πίστη, όπως ίσως θεωρούν οι «γνήσιοι» χριστιανοί, που νομίζουν ότι μόνον αυτοί κατέχουν και υπερασπίζονται την χριστιανική αλήθεια. Η πίστη δεν συγχέεται με την επιστήμη.

Η πρώτη απαντά σε πολύ σοβαρά υπαρξιακά ζητήματα, όπως το νόημα και ο σκοπός της ζωής, η σχέση με το Θεό, τον κόσμο και τα πράγματα, ο έρωτας, η ζωή μετά το θάνατο, ο ίδιος ο θάνατος κ.ά., ενώ η δεύτερη έρχεται να δώσει απαντήσεις σε πιο πρακτικά ζητήματα, να λύσει προβλήματα της καθ’  ημέραν ζωής, να απαντήσει σε μεγάλα κοσμολογικά ερωτήματα κ.ά.. Αυτά τα δύο μεγέθη δεν είναι υποχρεωτικό να συγκρούονται ή να βρίσκονται σε σχέση αντιπαράθεσης.

Επ’  αυτού θα ήθελα να φέρω ένα παράδειγμα από τη λαϊκή ιατρική, την ιατρική δηλαδή της προεπιστημονικής εποχής, όταν οι άνθρωποι ζητούσαν να θεραπευτούν από τους πρακτικούς γιατρούς και τα βότανα. Όποιος ανατρέξει σ’  αυτές τις εποχές, εύκολα θα συμπεράνει ότι οι άνθρωποι που για τη θεραπεία τους κατέφευγαν στους πρακτικούς γιατρούς δεν ήταν άπιστοι ούτε άθεοι.

Η πίστη τους δεν ελαττωνόταν ούτε κατ’  ελάχιστο, αλλά μαζί με την επέμβαση του πρακτικού γιατρού ζητούσαν και τη βοήθεια του Θεού και των αγίων. Κανείς δεν απέρριπτε τις συμβουλές και τις θεραπείες των γιατρών αυτών, που, σημειωτέον, συχνά ήταν επώδυνες, αλλά και κανείς δεν αρνιόταν την πίστη του, επειδή ο Θεός ή ο άγιος δεν έκανε το θαύμα. Οι άνθρωποι απλώς αναζητούσαν τη θεραπεία και όσοι κατέφευγαν στη θεία βοήθεια δεν συγκρούονταν με όσους αναζητούσαν τη θεραπεία από τον πρακτικό-λαϊκό θεραπευτή.  

Τώρα, δυστυχώς, βρεθήκαμε ως κοινωνία σε μια κατάσταση που κανείς δεν ανέμενε. Ενώπιον ενός καθαρά ιατρικού θέματος πολλοί είναι εκείνοι που-δυστυχώς- μένουν στην «άποψή» τους, ως μη ώφελε, απορρίπτοντας για θρησκευτικούς και άλλους λόγους τις απόψεις των επιστημόνων και θεωρώντας ότι αυτή τη στιγμή εξυφαίνεται τάχα μια τεράστια, παγκόσμια συνωμοσία, στην οποία συμμετέχουν πολιτικοί, ιατροί, φαρμακοβιομηχανίες, ΜΜΕ, ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, ακόμη και η Εκκλησία.

Φαίνεται ότι ο νέος κοροναϊός έχει καταφέρει να μας διχάσει και να ενσπείρει εντός του κοινωνικού σώματος τη μεταξύ μας καχυποψία. Επί του θέματος αυτού είναι περιττό να γράψω πράγματα που έχουν γραφεί ή ειπωθεί από άλλους και μάλιστα πολλάκις. Όμως στο νου μου ήλθε ένα απόσπασμα από τον μεγάλο Ρώσο συγγραφέα και διανοούμενο Φ. Ντοστογιέφσκι, ένα κείμενο που σχετίζεται με όσα ζούμε σήμερα. Το απόσπασμα προέρχεται από το τέλος του πολύ γνωστού μυθιστορήματος «Έγκλημα και τιμωρία», όταν ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Ρασκόλνικωφ, είναι εξόριστος και βρίσκεται άρρωστος στο νοσοκομείο. Εκεί, λοιπόν θυμήθηκε «τα όνειρα που του είχαν έλθει, όταν είχε πυρετό και παραλήρημα»:  

«Έβλεπε στη διάρκεια της αρρώστιας του πως όλη η οικουμένη είχε κατακλυστεί από ένα είδος τρομαχτικής πανούκλας, ανήκουστης και πρωτοφανούς, που είχε έλθει στην Ευρώπη από τα βάθη της Ασίας. Όλοι θα πέθαιναν, εκτός από λίγους, μετρημένους στα δάκτυλα, εκλεκτούς. Είχαν εμφανιστεί καινούργιες άγνωστες τριχίνες, επικίνδυνοι μικροοργανισμοί που έμπαιναν και εγκαθίσταντο μέσα στο σώμα των ανθρώπων. Αλλά αυτά τα πλάσματα ήταν πνεύματα, προικισμένα με νου και με θέληση. Οι άνθρωποι που προσβάλλονταν απ’  αυτά γίνονταν αμέσως σαν λυσσασμένοι και ακαταλόγιστοι.

Όμως ποτέ, ποτέ άνθρωποι δεν είχαν πιστέψει τόσο έξυπνο τον εαυτό τους και δεν ήταν τόσο σίγουροι ότι κατείχαν την αλήθεια όσο εκείνοι που πάθαιναν αυτή την αρρώστια. Ποτέ κανείς δεν είχε θεωρήσει τόσο ακλόνητες τις κρίσεις του, τα επιστημονικά του συμπεράσματα, τις ηθικές του πεποιθήσεις, και τις θρησκευτικές δοξασίες του. Ολόκληροι πληθυσμοί, πόλεις και λαοί, είχαν προσβληθεί από την επιδημία, και έχαναν τα λογικά τους. Όλοι ήταν σε έξαψη και δεν καταλάβαιναν πια ο ένας τον άλλον‧ ο καθένας πίστευε πως μονάχα αυτός κατείχε την αλήθεια, και βασανιζόταν που έβλεπε τους άλλους, χτυπούσε το στήθος του, έκλαιγε και συνέστρεφε τα χέρια.

  Δεν ήξεραν πια πώς έπρεπε να κρίνουν, δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν για το τι έπρεπε να θεωρούν καλό και κακό. Δεν ήξεραν ποιον να κατηγορήσουν και ποιον να αθωώσουν. Οι άνθρωποι αλληλοσκοτώνονταν μέσα σ’ ένα είδος τρελής λύσσας. Βάδιζαν εναντίον αλλήλων στρατιές ολόκληρες, αλλά οι στρατιές αυτές, μόλις ξεκινούσαν για εκστρατεία άρχιζαν ξαφνικά να εξοντώνονται από μόνες τους, οι μονάδες τους διαλύονταν, οι πολεμιστές ρίχνονταν ο ένας πάνω στον άλλο, μαχαιρώνονταν κι αλληλοστραγγαλίζονταν, ξεσκίζονταν με τα δόντια και τρώγονταν μεταξύ τους. Στις πόλεις, χτυπούσαν όλη μέρα οι καμπάνες:  συγκέντρωναν τους πολίτες, αλλά ποιος τους συγκέντρωνε και γιατί, κανείς δεν ήξερε, κι όμως όλοι ήταν σε συναγερμό.» (Έγκλημα και τιμωρία, εκδ. Γαλαξία, 1968, σ. 637-638).  

Ο αναγνώστης μπορεί, νομίζω, να βρει κάποιες αντιστοιχίες ανάμεσα στο ονειρικό παραλήρημα του Ρασκόλνικωφ και του «παραληρήματος» που ζούμε στον ξύπνιο μας σήμερα. Η πανδημία που περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι ήλθε, όπως και ο νέος κορωνοϊός, από την Ασία. Τα συμπτώματα της παράδοξης αυτής ασθένειας δεν ήταν σωματικά αλλά ψυχικά και κοινωνικά.

Είναι σαφές ότι ο Ντοστογιέφσκι δεν ενδιαφέρεται για τη σωματική ασθένεια αλλά για τις άλλες, τις πιο σοβαρές, τις πιο βαθιές ασθένειες, τις ασθένειες που αφορούν στην ανθρώπινη ψυχή, στη συμπεριφορά και στις σχέσεις των ανθρώπων, σχέσεις καταστροφικές που διαλύουν τον κοινωνικό ιστό και την κοινωνική συνοχή. Πρόκειται για μια  λοιμική των ψυχών, που κάνει τους ανθρώπους να νομίζουν ότι αυτοί και μόνον αυτοί γνωρίζουν την αλήθεια και πως κάποιο άλλο σημείο αναφοράς εκτός του εαυτού τους και της άποψής τους δεν υπάρχει. Μα μήπως αυτό δεν ζούμε και σήμερα;

Ο Ντοστογιέφσκι στο σημείο αυτό είναι όντως προφητικός. Δεν νομίζω πως υπάρχει πιο δυνατή περιγραφή της κατάστασης που ζούμε (με τη σύμπραξη και των λεγομένων μέσων κοινωνικής δικτύωσης): όλοι θεωρούμε ότι κατέχουμε την αλήθεια, η άποψή μας επέχει θέση «θείας», «αποκεκαλυμμένης» αλήθειας, δεν μπορούμε να δεχτούμε το του Σοφοκλή: «γένοιτο μεντἄν  ἄν χἀτέρῳ καλῶς ἔχον», δηλαδή: αλλά μπορεί και κάποιος άλλος να έχει μια σωστή άποψη (Αντιγόνη, στ. 687). 

Όλη αυτή η ζοφερή, όπως την περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι, κατάσταση της απόλυτης πίστης στην ατομική αλήθεια επιφέρει την ασυνεννοησία, τη διάλυση, την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή. Διότι οι κοινωνίες χτίζονται πάνω σε μια συμφωνία, σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο, σε κοινά σημεία αναφοράς των μελών τους και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι αληθινές, εφόσον είναι σχέσεις αγάπης, σεβασμού και αλληλοκατανόησης.

Ο ατομικισμός, όσο κι αν φαίνεται ότι είναι έκφραση ελευθερίας, όταν εκφράζεται ως ακλόνητη πίστη στην ατομική άποψη, γίνεται αιτία διαλυτικών τάσεων μέσα στο κοινωνικό σώμα. Και το ακόμη χειρότερο: όταν η ατομική άποψη αφορά σε θέματα που δεν γνωρίζουμε, τότε τα πράγματα χειροτερεύουν τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.  

Ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει με τον πλέον τρανταχτό τρόπο τον ατομικισμό, που, ως τη λοιμική των ψυχών, λυμαίνεται τις κοινωνίες. Όμως, λίγο παρακάτω, στο τέλος του μυθιστορήματος, ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας παρουσιάζει μια άλλη κατάσταση των ηρώων του. Από το μυαλό του φονιά Ρασκόλνικωφ, αυτού του αποκομμένου από τον κόσμο, του ανθρώπου που είχε εντελώς αντίθετες πεποιθήσεις από την αγαπημένη του Σόνια, που δεν είχε ανοίξει ποτέ το Ευαγγέλιο που εκείνη του είχε χαρίσει, πέρασε μια ιδέα: «Είναι τώρα δυνατόν οι πεποιθήσεις της να μην είναι και δικές μου; Τουλάχιστον τα αισθήματά της, οι πόθοι της…».

Είχε αρχίσει μια πορεία αναγέννησης μέσα από το καμίνι της ασθένειας. Και ο Ρασκόλνικωφ «δεν υποπτευόταν  καν πως αυτή η καινούργια ζωή δεν θα του δινόταν χάρισμα, πως θα είχε να την εξαγοράσει ακριβά, να την πληρώσει με μακροχρόνιο μόχθο στο μέλλον» (ό.π. σ. 642).

Σ’ αυτή την καινούργια ζωή, που δεν δίνεται χάρισμα, αλλά είναι κατόρθωμα προσωπικό και κοινωνικό και που στο κέντρο της θα βρίσκεται η συνεννόηση και η αγάπη, πρέπει να αποβλέπουμε και όχι στο διχασμό και τη διάλυση. Καιρός να ακούσομε με εμπιστοσύνη την επιστήμη, να βρούμε την ουσία της πίστης μας και να εμπιστευθούμε ο ένας τον άλλο.