Δεν έχω καμιά φωτογραφία μαζί της.

Το μυαλό θυμάται σαν φωτογραφία όμως, ασπρόμαυρη σκονισμένη, ξεθωριασμένη φωτογραφία… αλλά θυμάται.

Μια ψηλόλιγνη  φιγούρα θυμάμαι με γλυκό σκαμμένο πρόσωπο και με τσέπες γεμάτες καρύδια και καραμέλες, κόκκινες καραμέλες που μύριζαν κανέλα.

Κι αν ειχα φωτογραφία της θα ήθελα να είναι τότε που τα πρωινά μόλις άνοιγα τα μάτια μου πήγαινα και ξάπλωνα δίπλα της, σε εκείνο το παλιό κρεβάτι.

Δεν ξερω αν το στρώμα  είχε λακκούβα ή τη δημιούργησα εγώ  έτσι που κούρνιαζα δίπλα της, αλλά αυτή η λακκούβα σαν φωλιά με αγκάλιαζε. ‘Ενωνα τις παλάμες μου και τις έβαζα ανάμεσα στα γόνατα, έκλεινα τα μάτια και την άκουγα!

Λέξη δε θυμάμαι από αυτά που έλεγε, ιστορίες ήταν, παραμύθια, τραγούδια δε θυμάμαι.

Οι φωτογραφίες δεν έχουν φωνή.

Θυμάμαι όμως ότι οι λησμονημένες λέξεις  γίνονταν βρόχινο νερό και γέμιζαν τη λακκούβα μου και ξεδιψούσα.

Άλλη μια φωτογραφία της θα ήθελα, ένα κλικ όταν καθόμαστε στην αυλή του σπιτιού μας εγώ κι αυτή στις ψάθινες καρέκλες Οκτώβρη μήνα και είχε στα χέρια της ένα πιάτο με σταφύλια και τυρί.

Φώναζαν τα παιδιά να πάω μαζί τους αλλά εγώ βήμα δεν έκανα. Νικούσε το σταφύλι με το τυρί όλα τα παιχνίδια.

Η γιαγιά “έφυγε” έναν χειμώνα όταν πήγαινα Δευτέρα Δημοτικού. Το μυαλό θυμάται όμως και  σαν φωτογραφική μηχανή τραβάει τις καλύτερες φωτογραφίες.

Καμιά φορά μυρίζουν κόκκινη καραμέλα κανέλας, καμιά φορά έχουν γεύση από πρασινοκίτρινο σταφύλι ανακατεμένο με τυρί και… κάποιες φορές γεμίζουν με βρόχινες λέξεις όλες τις λακκούβες!