Πρώτη φορά το Booker International χαρίζεται σε αραβόφωνο βιβλίο. Συγκεκριμένα, η Τζόχα Αλχάρθι το κέρδισε το έτος 2019 με το βιβλίο της “Οι κόρες της σελήνης”. Η συγγραφέας γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ομάν, όπου σπούδασε. Συνέχισε την ακαδημαϊκή της πορεία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου από το οποίο απέκτησε το διδακτορικό της στην Κλασική Αραβική Λογοτεχνία. Σήμερα ζει στην πρωτεύουσα της πατρίδας της Μουσκάτ, με τον σύζυγο και τα τρία της παιδιά, ενώ διδάσκει στο Πανεπιστήμιο.
Διαβάζοντας λοιπόν κανείς το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, μπορεί να ανακαλύψει μια άγνωστη του χώρα, η οποία συνορεύει με την Υεμένη, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι κάτοικοί της είναι κυρίως μουσουλμάνοι και έχει για πολίτευμα την απόλυτη μοναρχία. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του κράτους είναι το γεγονός ότι η δουλεία καταργήθηκε με νόμο μόλις το 1970 ενώ ήταν βρετανικό προτεκτοράτο έως το 1971.
Η πλοκή λαμβάνει χώρα από το 1880 μέχρι την σύγχρονη εποχή, με πολυάριθμους ήρωες που καλύπτουν το χρονικό διάστημα ζωής τριών γενεών, με κεντρική αφετηρία την ιστορία τριών αδερφών. Η Μάγια, ζει έναν κρυφό έρωτα αλλά παντρεύεται κάποιον άλλο, προκειμένου να ικανοποιήσει τους γονείς της. Σκληρή απέναντι στον άντρα της, αν και υπόδειγμα συζύγου, του αρνείται την αγάπη της.
Η Ασμά, λάτρης της λογοτεχνίας και της γνώσης, κάνει έναν γάμο προκειμένου να συνεχίσει την μόρφωσή της και να αποκτήσει περισσότερα δικαιώματα, αφού πλέον νομιμοποιείται να βγαίνει έξω, να συμμετέχει σε γυναικείες παρέες ενηλίκων και να παρευρίσκεται σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Η δε Χάουλα, επαναστατώντας, αρνείται όλα τα προξενιά και περιμένει για χρόνια τον παιδικό της έρωτα να επιστρέψει από τον Καναδά.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση δεν είναι γραμμική και η πεζογράφος μας ταξιδεύει μπρος πίσω μέσα στο χρόνο, γνωστοποιώντας μας τον πολιτισμό, την ιστορία, τα ήθη και τις κοινωνικές συνθήκες του Ομάν. Έτσι, βλέπουμε τις τελετουργικές δοξασίες στη γέννα, τους παραδοσιακούς γάμους με την προίκα, τα έθιμα κατά την ταφή των νεκρών, τους δαίμονες και τα τζίνι που τρομάζουν τους ανθρώπους, τους εξορκισμούς, τις προλήψεις για μάγια αλλά και τη σπουδαία αραβική ποίηση της προ-ισλαμικής και όχι μόνο περιόδου.
Μολονότι πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι γυναικείοι χαρακτήρες, έντονη είναι και η παρουσία του Αμπνάλα, συζύγου της Μάγια, που σε πρώτο πρόσωπο εξομολογείται μια τραυματική παιδική ηλικία που αποδεικνύει ότι η πατριαρχία δεν αφορά μόνο υποταγμένες κόρες αλλά και υπάκουους γιους, που έχουν χρέος να αποτελέσουν τη συνέχεια στις φιλοδοξίες του γεννήτορα τους.
Αυτή λοιπόν η νέα γενιά αγοριών και κοριτσιών, μέσα από την μόρφωση και τον εκσυγχρονισμό της χώρας, καταφέρνει να επανεφεύρει τον εαυτό της και ίσως να δραπετεύσει από μία προδιαγεγραμμένη πορεία.
Αλλά ευδιάκριτη είναι και η διαφορετική νοοτροπία ανάμεσα στους γηραιότερους πρώην δούλους που θεωρούν αδιανόητο να αλλάξουν τρόπο ζωής, εγκαταλείποντας τα σπίτια των αφεντάδων τους, σε αντίθεση με τα ίδια τους τα παιδιά, που νιώθουν ελεύθερα για νέα ξεκινήματα, μακριά από μια ζωή υποταγής και φτώχειας.
Τέλος, το πεζογράφημα θίγει το ταπεινωτικό ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας, με μια νοοτροπία που δεν ξενίζει εμάς τους δυτικούς αλλά ταυτόχρονα σκιαγραφείται και η σαγήνη του ελεύθερου έρωτα, όπου παρά το έντονο πάθος, η απόλυτη παράδοση του εαυτού στον άλλο μέσα σε ένα πλαίσιο συγχώνευσης, μοιάζει μη επιθυμητή.
Κατά τη βράβευσή της, η συγγραφέας ζήτησε να διαβαστεί το βιβλίο της “με ανοιχτό μυαλό και καρδιά”, αφού μας ξεναγεί σ’ έναν νέο για τη δύση κόσμο. Όπως σημειώνει και η ίδια, επιθυμία της είναι να ανοίξει ένα παράθυρο στην πλούσια αραβική λογοτεχνία γενικά και στη λογοτεχνία του Ομάν ειδικότερα.
Εξαιρετική η μετάφραση της Ελένης Καπετανάκη.
*Η Μαρία Βρέντζου είναι δικηγόρος