Βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα παιχνίδι χρωμάτων: χωρίς πινελιές, χωρίς την επέμβαση του δημιουργού, χωρίς ζωγραφικότητα. Προχωρείς και βυθίζεσαι ολοένα στο χρώμα και χαίρεσαι, χωρίς να εννοείς το «γιατί», τις φρέσκιες ιδέες, την τελειότητα της εκτέλεσης, την αφαίρεση που σου αποδίδει με σεβασμό την ελευθερία σου. Κι έχεις την αίσθηση του τέλους της παραδοσιακής ζωγραφικής, όπως την ήξερες, και γεύεσαι την ευρύτητα της τέχνης, όπως την επιθυμείς. Μια απέραντη αλληλεγγύη έμπνευσης, επιστήμης, τεχνικής και πολιτισμών.

Η «Curriculum Chromae» της Στέλλας Κουκουλάκη είναι, όπως η ίδια υπογραμμίζει, μια εννοιακή ενότητα για το χρώμα: «Πρόκειται για μια στροφή σε νέα μονοπάτια που πηγάζει από μια εσωτερική αρμονία συντιθέμενη από ευρήματα στον κλάδο της βιολογικής και γλωσσολογικής επιστήμης, που ρίχνουν φως σε εφαρμογές που εντοπίζονται στο χώρο της τυπογραφίας, της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και της ψηφιακής αναπαράστασης».

Στις δημιουργίες αυτές το χρώμα -όπως εύστοχα παρατηρεί η Ντενίζ-Χλόη Αλεβίζου στο περιεκτικότατο κείμενό της, με το οποίο ανοίγει η έκθεση- διερευνάται ως συχνότητα ακτινοβολίας, αντανάκλαση φωτός και εντύπωση ή ψευδαίσθηση για την περιορισμένη όρασή μας. Αντιμετωπίζεται εν τέλει ως ένα τεχνητό μέσον που αξιοποιείται στην απόδοση της ψευδαίσθησης του πραγματικού και βοηθά να αναλυθεί η σύμβαση αυτή.

Αλλά η έκπληξη του θεατή πυροδοτείται και από την παράλληλη παρουσία του Λόγου. Την ενσωμάτωση λέξεων που αναλαμβάνουν να περιγράψουν το ρόλο του χρώματος. Τα προσεκτικά σχεδιασμένα τυπογραφικά στοιχεία, που γεννιούνται μπροστά στα μάτια μας και χάνονται, συνιστούν συστατικό αναπόσπαστο της σύνθετης αυτής τέχνης και διευρύνουν την αντίληψή μας για το ρόλο των χρωμάτων, παρέχοντας άπειρες προεκτάσεις στην παραδοσιακή γνώση.

Γιατί η δημιουργία αυτή, όπως παρατηρεί η ίδια η Στέλλα Κουκουλάκη, είναι ένα χωνευτήρι τεχνών και επιστημών» και προσλαμβάνει το χρώμα με εντελώς σύγχρονους όρους. Με την έννοια αυτή η έκθεση συνιστά ένα δημιουργικό μάθημα για τον θεατή. Πέρα από το μήνυμα των δυνατοτήτων της τέχνης που προσλαμβάνει ο τελευταίος, προβληματίζεται εξαρχής για τις δυνατότητες και το ρόλο της ανθρώπινης όρασης, για τις πολλαπλές συμβάσεις ως προς την πρόσληψη του πραγματικού, με βάση την αντίληψη του χρώματος, για τις δυνατότητες υπέρβασης της παραδοσιακής ζωγραφικής και την ελευθερία της τέχνης…

Ένα οπτικό παιχνίδι λοιπόν που παρακινεί τον θεατή να μάθει παίζοντας, να χαρεί τις πολλές όψεις της ομορφιάς, να δει εκείνο που ώς τώρα έβλεπε, αλλά με άλλη ματιά. Ένα πανέξυπνο οπτικό παιχνίδι που μεταβάλλει τη γνώση σε γιορτή, όπως την ήθελε ο Rollan Barthes, που συνενώνει επιστήμη και τέχνη, τεχνική και δημιουργία, («Ιδέα και χέρια μέσα μου / και τέχνη κι επιστήμη / να χτίσουν αγωνίζονται / τον ίδιο το ναό» Κ. Παλαμάς), που αξιοποιεί παλαιά και εντελώς σύγχρονη τεχνολογία, που επεκτείνεται στην κατασκευή και στη γλυπτική, σε συμβολικές – αφαιρετικές αναπαραστάσεις, που μας καλεί να δούμε ξανά το χρώμα από την αρχή.

Χάρηκα ιδιαίτερα που είδα σχολικές τάξεις να ξεναγούνται από την ίδια τη δημιουργό (που υπήρξε και μια εμπνευσμένη παιδαγωγός) στην έκθεση αυτή. Χάρηκα που τα νέα παιδιά γεύονται από νωρίς την ανείπωτη αυτή ελευθερία της τέχνης, που μαθαίνουν ότι η τέχνη δεν είναι για τα μουσεία, που χαίρονται τη γνώση μέσα από το επίπονα δουλεμένο αυτό παιχνίδι, που παραχωρούν χώρο στην τέχνη μέσα στην άχαρη συχνά καθημερινότητα. Και που συνειδητοποιούν με τον καιρό ότι η τέχνη είναι, με τα λόγια του Σεφέρη, «μια απέραντη αλληλεγγύη».