Βρισκόμαστε στα 1920 και τούτες οι μεγάλες ημέρες έχουν ένα ξεχωριστό χρώμα, με άλλη βαρύτητα, καθώς και μία εντελώς πρωτοφανή και ασυνήθιστη ζωηρότητα για την πολιτεία της Σμύρνης! Διακριτική αλλά σταθερή η παρουσία του ελληνικού στρατού. Από το πρωί οι περίπολοι καθώς και οι φρουροί χωροφύλακες έχοντας τα όπλα υπό μάχης ήθελαν να τιμήσουν με τον τρόπο αυτό την ημέρα του Θείου Πάθους, την Μεγάλη Παρασκευή, σε ένδειξη πένθους όπως συνηθίζεται.

Οι σημαίες των πλοίων και των δημόσιων κτηρίων ήταν μεσίστιες και αυτές, σε συνδυασμό με τις καμπάνες των εκκλησιών που ηχούσαν πένθιμα. Ήδη είχε γίνει η πρώτη αποβίβαση του ελληνικού στρατού το 1919 και το Πάσχα αυτό ήταν το πρώτο που γιόρταζε ο χριστιανικός πληθυσμός της Σμύρνης.

Στην «άπιστη» Σμύρνη όπως την αποκαλούσαν οι Οθωμανοί, επειδή η πλειονότητα των κατοίκων της δεν ήταν μουσουλμάνοι. Στη Σμύρνη ζούσαν Οθωμανοί υπήκοοι από διάφορες εθνότητες και αρκετοί πολίτες ξένων κρατών όπως: Έλληνες, Ευρωπαίοι, Αμερικανοί και Λεβαντίνοι.

Όμως το Πάσχα των Ορθοδόξων ήταν ανέκαθεν η μεγαλύτερη γιορτή των χριστιανών της Ανατολής, αφού τους δινόταν η ευκαιρία να συναντηθούν μεταξύ τους οι ενορίες της πόλης και γενικά να ανταμώσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι, τονώνοντας έτσι τις σχέσεις τους και με τους πολίτες των προαναφερομένων κρατών. Πλησίαζαν οι ημέρες για την μεγάλη γιορτή και όσο πλησίαζαν συνέρρρεαν από το εσωτερικό της χώρας με προορισμό τη Σμύρνη πωλητές αρνιών.

Σίγουρα οι μουσουλμάνοι έμποροι γνώριζαν τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα των χριστιανών και προμήθευαν αυτοί τα αρνιά. Μια πληροφορία που μας δίδει ο ιστορικός Ερβέ Ζορζελέν, στο βιβλίο του «Σμύρνη».

Χαρακτηριστικές οι προετοιμασίες όλη την Μεγαλοβδομάδα και κυρίως το Μεγάλο Σάββατο που οι γειτονιές μοσχοβολούσαν από τα λαμπριάτικα φρεσκοψημμένα σμυρναίικα τσουρέκια και τα άλλα Λαμπριάτικα εδέσματα, αλλά και γλυκά. Την μέρα της Λαμπρής τόσο οι Σμυρνιοί όσο και οι κάτοικοι των γύρω περιοχών ξεχύνονταν στις εξοχές κρατώντας τα σύνεργα προκειμένου να στήσουν τις αυτοσχέδιες κούνιες. Τις κούνιες τις κρεμούσαν στα δέντρα τοποθετώντας στο σχοινί ένα μαξιλάρι για τους καθιστούς ή ένα ξύλο για τους όρθιους.

Την ώρα που κουνιούνταν αντάλλασσαν αυτοσχέδια στιχάκια και σκοπό είχαν να φλερτάρουν. Βέβαια το βράδυ της Ανάστασης οι πανηγυρισμοί που ακολουθούσαν το «Χριστός Ανέστη» ήταν θορυβώδεις με πυροτεχνήματα, πυροβολισμούς και φωτιές που είχαν ανάψει.

Εκείνο το Πάσχα όμως του 1920 ήταν πράγματι διαφορετικό. Την πόλη την διοικούσε η «Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης» με επικεφαλής τον Αριστείδη Στεργιάδη και γιορτάστηκε με «πρωτοφανή μεγαλοπρέπεια». Ο Αριστείδης Στεργιάδης από το 1900 μέχρι και το 1911 υπήρξε δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Ηρακλείου, διετέλεσε δε και πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου επί Δημαρχίας Μουσταφά Δεληαχμετάκη.

Κατά την περίοδο που η «ζώνη της Σμύρνης» βρισκόταν υπό ελληνική κατοχή και ο ύπατος αρμοστής είχε απόλυτη θεσμική εξουσία, το Πάσχα αποτελούσε για τους Έλληνες της πόλης μια ανοιχτή εκδήλωση εθνικού αισθήματος. Οι ορθόδοξοι Σμυρνιοί αισθάνονταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά ασφαλείς να τιμήσουν τα παραδοσιακά έθιμά τους, τα οποία είχαν έντονο ελληνικό περιεχόμενο. Τόσο ο εορτασμός του Πάσχα το 1920, όσο και των επόμενων δύο χρόνων 1921 και 1922 ήταν μοναδικός, λαμπρός όπως πράγματι αυτή η μέρα το επιβάλλει.

Η Σμύρνη η ελληνική, τέτοιες μέρες, δεν γιόρταζε μόνο την Ανάσταση του Θεανθρώπου, αλλά πανηγύριζε με ενθουσιασμό την ανάσταση από την δουλεία της Μικρασιάτιδος γης, μια ανάσταση που την εγγυόταν ο ηρωϊκός και ατρόμητος ελληνικός στρατός.

Ο αρθρογράφος της εποχής εκείνης μας αναφέρει: «Κατά την χαρούμενη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης, όλοι οι στρατώνες, οι καταυλισμοί, τα νοσοκομεία, απετέλεσαν κέντρα προσκυνήματος και διασκέδασης για τον Σμυρναϊκό λαό». Όλα αυτά πριν… διαισθανθούν καν το κακό που επρόκειτο να συμβεί.