Η ιστορική συμφωνία του Eurogroup της 21ης Ιουνίου για το ελληνικό χρέος ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για την Ελλάδα. Οι θυσίες του ελληνικού λαού μετά από οκτώ δύσκολα χρόνια, ανοίγουν το δρόμο για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Η ρύθμιση του χρέους αποτελεί ένα ξεκάθαρο σήμα προς τις αγορές, προκειμένου η χώρα να επιστρέψει μέσω της καθαρής εξόδου σε καθεστώς κανονικότητας.  Η ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης μαζί με τη συμφωνία για το χρέος σηματοδοτούν τον τερματισμό του προγράμματος και την οριστική έξοδο της χώρα μας από τα μνημόνια.

Σε σχέση με την συμφωνία, η οποία αποτελεί ορόσημο για την ανάκαμψη της Ελλάδας μετά από τη βαθιά κρίση, η ελάφρυνση του χρέους διασφαλίζει ότι το ελληνικό δημόσιο θα έχει πολύ περιορισμένες ανάγκες αναχρηματοδό- τησης τα επόμενα 10 χρόνια ενώ ταυτόχρονα ανοίγει ο δρόμος για χρηματοδότηση από τις κεφαλαιαγορές.

Συνοπτικά η συμφωνία για  το χρέος περιλαμβάνει:

  • Δεκαετή επιμήκυνση των παλαιών δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας – EFSF, τα οποία υπολογίζονται κοντά στα 100 δισ.

Η δεκαετής επιμήκυνση στις ωριμάνσεις των δανείων του EFSF είναι το πιο σημαντικό στοιχείο του πακέτου ελάφρυνσης του χρέους, καθώς συνεπάγεται πάγωμα των πληρωμών κεφαλαίου και τόκων μέχρι το 2032. Επίσης η δεκαετής επιμήκυνση των ωριμάνσεων των ομολόγων αυξάνει τον σταθμισμένο μέσο όρο ωρίμανσης από τα 22 στα  περίπου 32 χρόνια, δηλαδή τα ομόλογα αυτά, τα οποία θα ξεκινούσαν να αποπληρώνονται το 2023, πλέον θα ξεκινήσουν να λήγουν το 2033.

Ο χρόνος επιμήκυνσης αποτέλεσε αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην πρόταση της Γερμανίας, η οποία ιδιαιτέρως συντηρητική πρότεινε παράταση των ωριμάνσεων στα 3 έως το πολύ 5 χρόνια, και την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης, της Κομισιόν και της Γαλλίας που πρότειναν  τα 10 χρόνια.

  • Δεκαετή περίοδο χάριτος (πάγωμα των αποπληρωμών).
  • Τελευταία δόση ύψους 15 δισ. ευρώ, η οποία θα χρησιμοποιηθεί ως «μαξιλάρι» της ελληνικής οικονομίας. Από αυτό το ποσό, τα 3,3 δισ. ευρώ μπορούν να διατεθούν για την επαναγορά χρέους – δηλαδή, την αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ – και τα υπόλοιπα 11,7 δισ. ευρώ θα προστεθούν στο «μαξιλάρι» ρευστότητας, το οποίο θα ανέλθει στο ύψος των 20,8 δισ. ευρώ (προηγούμενες εκταμιεύσεις του ESM καθώς και τα χρήματα που έχουν αντληθεί από τις εξόδους στις αγορές). Η θετική αυτή εξέλιξη σημαίνει ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι καλυμμένες για την επόμενη διετία τουλάχιστον, ακόμη και στο πιο αρνητικό σενάριο, μη έκδοσης νέων ομολόγων. Άρα το ελληνικό δημόσιο μπορεί να σχεδιάσει τις εξόδους του στις αγορές χωρίς καμία απολύτως πίεση και με μόνο κριτήριο την βέλτιστη διαχείριση του ελληνικού χρέους και όχι για να εξυπηρετήσει υποχρεώσεις. Ουσιαστικά σηματοδοτείται το οριστικό τέλος της συζήτησης για πιστοληπτική γραμμή στήριξης, αφού η γραμμή στήριξης υπάρχει ήδη στο δημόσιο ταμείο χωρίς δεσμεύσεις για πιθανές εκταμιεύσεις.
  • Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για το μεσοπρόθεσμο διάστημα δεν θα υπερβαίνουν το 15% μέχρι το 2042 και το 20% από εκεί και πέρα. Πρόκειται για ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης. Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα χωρίς το βραχνά της εξυπηρέτησης του χρέους έχει τη δυνατότητα για τα επόμενα χρόνια να αφοσιωθεί σε αναπτυξιακές πολιτικές, να πάρει δημοσιονομική ανάσα, ενώ την ίδια στιγμή να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών στο αξιόχρεό μας εξασφαλίζοντας έναν καθαρό διάδρομο 15ετίας για τους επενδυτές.
  • Tην σταδιακή επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης. Τα συγκεκριμένα ποσά θα καταβάλλονται στην Ελλάδα σε εξαμηνιαία βάση, μέχρι τον Ιούνιο του 2022. Οι επιστροφές θα αρχίσουν το 2019, θα ολοκληρωθούν το 2022 και θα είναι της τάξης των 1,2 δις τον χρόνο. Η επιστροφή αυτή δίνει το περιθώριο επιπλέον δημοσιονομικού χώρου για κάλυψη αναπτυξιακών δαπανών.
  • Η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας θα συνίσταται σε αποστολές των θεσμών που θα καταλήγουν σε εκθέσεις που πιθανόν να εμπεριέχουν συστάσεις στις ελληνικές αρχές, όπως συμβαίνει και με όλες τις υπόλοιπες χώρες που εξήλθαν από πρόγραμμα.

Συνοπτικά στην πράξη η αναδιάρθρωση του χρέους οδηγεί την χώρα έξω από τα μνημόνια και δίνει το περιθώριο στην κυβέρνηση να ασκήσει ένα άλλο μείγμα πολιτικής με επίκεντρο τον άνθρωπο. Πολιτική που θα στηρίζει την εργασία και το κοινωνικό κράτος.

Συνυπολογίζοντας τις επιμηκύνσεις, την περίοδο χάριτος και τα χαμηλότερα επιτόκια, η Ελλάδα επωφελείται κατά 4 δις το χρόνο έως το 2022 και κατά 2,8 δις τον χρόνο από το 2022 έως το 2032. Ειδικά κατά την τετραετία 2019 -2022 γλυτώνει ετησίως 2,3 δισ. από την αναβολή πληρωμών, 0,5 δισ.  από τη μη πληρωμή τόκων και 1,2 δισ. από την επιστροφή των κερδών των ομολόγων.

Το ερώτημα αλλά και η πρόκληση που ανοίγονται μπροστά μας είναι πώς τα παραπάνω μεγέθη θα επιδράσουν θετικά στη ζωή των πολιτών. Το θετικό μήνυμα της συμφωνίας μετά από 8 χρόνια δύσκολων προγραμμάτων και σκληρών θυσιών του ελληνικού λαού θα μετασχηματιστεί σε απτά μέτρα αναπτυξιακού χαρακτήρα που θα οδηγήσουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αύξηση του κατώτατου μισθού, επαναφορά της κανονικότητας στην αγορά εργασίας κλπ. Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Στρατηγικής 2019-2022 δίνει επίσης τη δυνατότητα για φοροελαφρύνσεις και αύξηση των κοινωνικών δαπανών οι οποίες φτάνουν τα 3,5 δισ. ευρώ. Αυτά τα ζητήματα αποτελούν τον οδικό χάρτη που ανοίγεται μπροστά μας.

Για 3 χρόνια δώσαμε μεγάλες μάχες, για το ελληνικό χρέος, τη σωτηρία και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ένα χρέος που ο ελληνικός λαός κληρονόμησε από αυτούς που σήμερα προσπαθούν να υποβαθμίσουν τη συμφωνία. Από αυτούς που όταν εμείς λέγαμε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, αυτοί ζητούσαν πιστοποιητικά βιωσιμότητας.   Όμως η Ελλάδα σήμερα ανακτά την πολιτική και οικονομική της κυριαρχία. Και αυτή είναι η πιο μεγάλη ευθύνη που ξαναέρχεται στα χέρια της σημερινής κυβέρνησης: η χάραξη πολιτικής για την πρόοδο και την ανάκαμψη της Ελληνικής Οικονομίας.

Όπως είπε και ο πρωθυπουργός, η χώρα κέρδισε μια μεγάλη μάχη  και μπαίνει με άλλη δυναμική στις μάχες που θα ακολουθήσουν μέχρι τη στιγμή που ο κάθε πολίτης που τα χρόνια του μνημονίου χτυπήθηκε, μάτωσε, γονάτισε  αλλά δεν λύγισε και κράτησε την Ελλάδα ζωντανή, να ξανανιώσει στην καθημερινότητά του την αισιοδοξία και την ελπίδα. Σε αυτές τις μάχες με βαθύ αίσθημα ευθύνης  μπαίνουμε πιο δυνατοί και αποφασισμένοι.