Μια συνάντηση ήταν. Μπα, ένα βλέμμα όλο κι όλο. Μια μοναχά στιγμή, η οποία κράτησε ένα κλάσμα αιωνιότητας. Κι η ζωή από τότε απέκτησε μια άλω με χρώματα φανταχτερά, κι αρώματα ξεχύθηκαν τριγύρω της. Όλα πια δεν ήταν ίδια, κι ας έμοιαζε η καθημερινή ρουτίνα όμοια κι απαράλλακτη.
Ένα μικρό αγγελούδι της χαμογέλασε και της έτεινε το χεράκι όλο προσμονή κι ελπίδα. Κι αυτή έχασε τον παλιό κόσμο κάτω από τα πόδια της. Το μητρικό ένστικτο δονήθηκε στα στήθια της τα οποία φούσκωσαν περήφανα. Η ελπίδα να γίνει μητέρα έστω και ανάδοχη υπήρχε, ήταν παρούσα εκεί μπροστά της, σ’ αυτό το βλέμμα του παιδιού, σ’ αυτό το χεράκι που ζητούσε το χάδι σαν ανταπόκριση, κι ας δείλιασε μες στον πανικό της χαράς.
Ήξερε ότι αυτή τη στιγμούλα, καμιά γραφειοκρατία και τυπική διαδικασία, δεν μπορούσε να τη χαλάσει. Ξαφνικά όλες οι στεναχώριες, οι πίκρες κι οι προσβολές που είχε εισπράξει στη ζωή, σα μια στείρα, λειψή γυναίκα, εκμηδενίζονταν μπροστά σ’ ένα ακραιφνή όνειρο.
Να έχει και να μεγαλώσει δίπλα της, αυτό το ανήμπορο, ανυπεράσπιστο πλάσμα. Να του δώσει όλη την αγάπη και τη φροντίδα που του αξίζει, που κάθε παιδί πρέπει και δικαιούται να έχει μεγαλώνοντας, σε μια κοινωνία μεγάλων και μιαρών.
Κι όλα αποκτούν ένα νόημα πλέον. Εμφορούμενη από λογιών-λογιών συναισθήματα, όπου το κυρίαρχο είναι η αγάπη. Αγάπη για όλο τον κόσμο. Γιατί η ζωή μπορεί απ’ τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξει, αρκεί… ένα κλάσμα αιωνιότητας.