Ο ψηλόλιγνος μαυρομάτης μεσήλικας με τα γκρίζα μαλλιά, το λευκό πουκάμισο, το καφέ σακάκι και το καφέ παντελόνι κοιτούσε με βλέμμα σταθερό και θλιμμένο τους Γερμανούς στρατιώτες που στέκονταν απέναντί του με τα οπλοπολυβόλα.
Ξαφνικά, στη σιωπή του φθινοπωρινού πρωινού της 14ης Σεπτεμβρίου 1943 πρώτα άκουσε τον ανατριχιαστικό ήχο των ριπών και μετά είδε τις φλόγες από τις κάνες.
Ένιωσε ένα έντονο κάψιμο στο στήθος και στην κοιλιά. Γονάτισε. Γύρω του άκουσε κραυγές και βογκητά και είδε τους διπλανούς άντρες να γονατίζουν και να πέφτουν κάτω. Η σκέψη του φώναξε το όνομά του, «Στάθη, έλα να κάτσεις».
Ήταν ο Νίκος ο Κατσαράκης, ο πρόεδρος του «Διαβάτη», που τον καλούσε στο καφενείο στην πλατεία του μεγάλου Πλατάνου να τον κεράσει καφέ. «Βιάζομαι» του απάντησε, «δεν έχω χρόνο, χτύπησε το κουδούνι στο Γυμνάσιο κι έχω να κάνω μάθημα!».
«Δεν έχω χρόνο», σκέφτηκε φέρνοντας τα χέρια στο στήθος και την κοιλιά που πονούσαν αφόρητα. Εκείνη τη στιγμή στο σοκάκι της Άνω Βιάννου ξέφυγε η ματιά κι είδε την αγαπημένη του γυναίκα, την Κατερίνα, να του γνέφει.
Ταυτόχρονα, δυο παιδικά πρόσωπα, ο Μιχάλης και η Ρίτα φώτισαν τον νου. «Ευτυχώς», σκέφτηκε, «τα παιδιά μου είναι καλά».
Κοίταξε τον γαλάζιο ουρανό και τον ήλιο, καθώς είχε γείρει ανάσκελα στο σκληροτράχηλο βιαννίτικο έδαφος. «Μεσημέριασε ή είναι ο προβολέας του θεάτρου;», αναρωτήθηκε. «Ριρή, Ριρή, Ριρίκα…», άκουσε μια γλυκιά φωνή με το μαλακό θρόισμα του αγέρα στα αυτιά κι είδε τον εαυτό του να υποκλίνεται στο κατάμεστο αθηναϊκό θέατρο, ενώ ο κόσμος φώναζε, «Μπράβο, Μάστορα!».
«Ωραία ήταν τότε, αλλά και τα θεατρικά που κάναμε στη Βιάννο με τον «Διαβάτη» ήταν όμορφα», σκέφτηκε. Προσπάθησε να κουνηθεί, αλλά δεν μπόρεσε. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του και «είδε» τους μαθητές του να του κάνουν καντάδα. «Δεν μπορεί, τα φαντάζομαι όλα αυτά. Ναι, φαντασία του νου είναι η Βιάννος», του είπε η φωνή του.
Σκληρές γερμανικές φωνές και συνεχείς πυροβολισμοί διέκοψαν τη σκέψη του.
Η στιγμή έγινε αιωνιότητα. Μια σκιά σκέπασε τον ουρανό. Είδε τον Γερμανό αξιωματικό με το πιστόλι στο χέρι.
«Όνειρο η ζωή. Ο Σαίξπηρ είχε δίκιο, «είμαστε από την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα», συλλογίστηκε και ένα φωτεινό σκοτάδι τύλιξε το μονοπάτι των λογισμών του…
…Το κίτρινο κεράκι τσίριξε και φώτισε με τη μικρή του φλόγα τον ναό στον Αμιρά 76 χρόνια μετά.
Προσκύνησε τις εικόνες και το βλέμμα του πλανήθηκε στα 461 καντήλια. Μια πνοή ανέμου πέρασε ανάμεσα από τα σιωπηλά αγάλματα του περιβόλου και μπήκε στη μικρή εκκλησιά, σιγοψιθυρίζοντας ευλαβικά το τραγούδι των ελεύθερων πολιορκημένων ψυχών:
«Αδέρφια σαν θα πάτε στης Βιάννου τα χωριά
μνήματα μην πατάτε, θα πάρουνε φωτιά (…)».
*Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος