Τη φράση διατύπωσε σε επιστολή του στο Γραφείο του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1978 ο ιδιοκτήτης και εκμισθωτής ακινήτου δύο δωματίων για στέγαση δημοσίας υπηρεσίας αγανακτισμένος για την ολιγωρία του κράτους να βρει ακίνητο και να του αποδώσει το μίσθιο παρά την επανειλημμένη έγγραφη αντίθεσή του στην παραμονή της υπηρεσίας μετά τη λήξη της μίσθωσης.
Το αποτέλεσμα κατόπιν της βαρείας προσβολής ήταν να δοθεί άνωθεν η εντολή να βρεθεί άρον-άρον άλλο ακίνητο, όπως και έγινε.
Η ιστορία είναι αυθεντική και παραμένει στη μνήμη μου, καθώς τα χρόνια που πέρασαν απέδειξαν ότι εμπεριείχε πολύ μεγάλη δόση αληθείας. Παρατηρούσα από τότε εντός συνόρων πόσο επηρεάζεται και τελικά διαμορφώνεται η συνείδηση του πολίτη από τα απλά καθημερινά πράγματα, ώστε και στις σοβαρότερες επιλογές του να αποτελεί έρμαιο και αποτέλεσμα των απλών επιλογών και πώς και πότε ξεκινάνε ακριβώς τα πράγματα.
Ξέρουμε όλοι ότι έξις (συνήθεια) δευτέρα φύσις. Τούτο είναι ορθό λόγω καταγραφής της συνήθειας στον εγκέφαλο, ώστε πλέον η επανάληψη γίνεται μηχανικά, χωρίς σκέψη.
Βλέπει λοιπόν το παιδί (κυρίως) τον πατέρα να βρίζει και να μουτζώνει τους άλλους οδηγούς,να τρέχει όσο,όπως και όπου θέλει, να περνάει με κόκκινο, να κάνει αναστροφή επιδεικτικά και προκλητικά παράνομη, να σταθμεύει στα πεζοδρόμια και στις διαβάσεις των τυφλών, να οδηγεί με το κινητό του στο αυτί, να κρεμάει τα χέρια του έξω και να πετάει σκουπίδια από το τζάμι, να έχει μουσική να τον ακούνε στη μισή πόλη και πολλά από αυτά μπροστά στα μάτια τροχονόμων και περιπολικών.
Βλέπει να γράφουν στους τοίχους, στους στύλους, στα παγκάκια συνθήματα και ακατανόητη ζωγραφική και παράμερα αδέσποτα σκυλιά και ακαθαρσίες αδεσπότων και δεσποζομένων, ως μια άλλη, πέρα από την ανθρώπινη, αδέσποτη κοινωνία.
Βλέπει να πετούν σκουπίδια παντού, να φτύνουν, να περπατούν στους δρόμους ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα, να αγνοούν τους φωτεινούς σηματοδότες, να καπνίζουν σε κλειστούς χώρους.
Καθώς μεγαλώνει, μαθαίνει ότι οι γονείς του πέτυχαν τη μετάθεση, την προαγωγή, τη διαγραφή του προστίμου, το δάνειο, τον διορισμό, τη διευθυντική θέση, την υπηρεσία στο στρατό, με τις γνωριμίες. Και στο ερώτημά του αν μπορούσε να γίνει αλλιώς, πήρε την απάντηση πως σπάνια γίνεται χωρίς γνωριμίες ακόμα και αν είναι δίκαιο και σωστό και πως δεν θα ‘ναι αυτοί τα κορόϊδα να ψάχνουν ψύλλους στ’ άχυρα, ούτε θα φιάξουν αυτοί το κράτος, ούτε αξίζει να πληρώνουν φόρους γι’ αυτό στο κράτος, εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και τέλη στους Δήμους.
Καθώς λοιπόν μεγάλωνε το παιδί, γύρω του έβλεπε παντού βρωμιά και ακαταστασία, οδική αναρχία, λαδώματα και φακελάκια, ατιμωρησία, τους ισχυρούς οικονομικά να επικρατούν παντού και τους απατεώνες να αποτελούν καθεστώς. Καθώς έφτασε σε ηλικία ανάμιξης στα πολιτικά δρώμενα, βρήκε μέσα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στις αθλητικές ομάδες και στα κόμματα ανάλογη κατάσταση αναξιοκρατίας και με δανεικά και αγύριστα σε βάρος των κορόϊδων, έτσι που θεώρησε ότι είναι τρόπος ζωής όλα τα παραπάνω και ότι είναι ρομαντικό και μάταιος κόπος να προσπαθήσει κάτι ενάντια στο κατεστημένο ή, και αν προσπάθησε, γρήγορα εγκατέλειψε τον μοναχισμό και ακολούθησε την πεπατημένη, αφήνοντας τα παιδικά όνειρα για έναν άλλο κόσμο στο περιθώριο της ψυχής του.
Έτσι λοιπόν κατάλαβε ότι η μήτρα της πολιτικής στον τόπο του ήταν ό,τι έβλεπε και άκουγε γύρω του από τα χρόνια της παιδικής αθωότητας. Αυτό αποδείχτηκε ισχυρότερο αυτού, που αργότερα, έστω και κολοβά και κακέκτυπα, τυπικά και μόνο θα άκουγε στο σχολείο ως λόγος, που δεν εκράτει ούτε καν από τους δασκάλους του στην πλειοψηφία τους.Ήταν λόγος για να περνάει η υποχρεωτική ώρα για διδάσκοντες και διδασκομένους. Έτσι κατάλαβε ποιος και γιατί κυβερνάει επιτέλους αυτόν τον τόπο. Όμως μέσα στην άτολμη συνείδησή του εξακολουθεί να τιμάει όσους φυλάττουν Θερμοπύλες.
Είναι η κρυφή του ελπίδα ότι “μπορούν να βρουν γραφείο να στεγάσουν τους υπολοίπους”.
*Ο Στέλιος Βασαλάκης είναι συνταξιούχος νομικός σύμβουλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, συνταξιούχος δικηγόρος Ηρακλείου, πτυχιούχος νομικής και πολιτικών επιστημών