Ο Θρασύβουλος  ήταν  ιδιότροπος και νευρικός.  Και όλο μάλωνε τη  σύζυγό του την Αφροδίτη με το παραμικρό. Η Αφροδίτη ήταν γυναίκα ήρεμη, άκακη, με μικρή μόρφωση. Και όλα τα κρατούσε μέσα της. Και ο Θρασύβουλος  συνέχιζε στα νεύρα του  να ξεσπά άγρια επάνω της.

Η καημένη η Αφροδίτη δεν αντιδρούσε. Και με τον καιρό έγινε δυστυχισμένη, καταθλιπτική. Και όλο έκλαιγε. Συνήθως στα κρυφά. Και δεν είχε σε ποιον να πει τον καημό της. Οι γονείς της ήταν πεθαμένοι. Και η αδερφή της  έμενε πολύ μακριά. Εξάλλου είχε κι  εκείνη τα δικά της βάσανα.

Οι φίλοι του συμβούλεψαν τον  Θρασύβουλο να επισκεφθούν έναν  γιατρό, να δει την γυναίκα του. Επισκέφθηκαν  ένα νευρολόγο. Αυτός έγραψε κάποια φάρμακα για την Αφροδίτη. Και συνέστησε στον Θρασύβουλο να βρει κάτι, να κάνει κάτι  κι αυτός, που  η Αφροδίτη να χαρεί.

– Δηλαδή τι να κάνω, γιατρέ;  ρώτησε ο Θρασύβουλος.

– Αυτό εσύ θα το βρεις. Κάτι να την κάνει να χαρεί…

Ο Θρασύβουλος όμως  σημασία δεν έδωσε σ’  αυτή την συμβουλή. Μόνο τα φάρμακα φρόντισε να αγοράσει.

Άρχισε η Αφροδίτη να παίρνει τα φάρμακα τακτικά, όπως  είχε ορίσει ο γιατρός. Όμως τα φάρμακα αποτέλεσμα δεν έφεραν. Και η Αφροδίτη εξακολουθούσε να έχει  τρομερές αϋπνίες  και έντονη κατάθλιψη. Και όλο έκλαιγε, τώρα και στα φανερά, μπροστά στον άντρα της.  Εκείνος τότε την λυπήθηκε. Και ξαφνικά του ήρθε στον νου τι όμορφη νύφη ήταν, όταν την παντρευόταν.

Πόσο την αγαπούσε τότε. Και θυμήθηκε και εκείνο το συγκινητικό τραγούδι που τραγουδιέται στους κρητικούς γάμους «Γαμπρέ, την νύφη ν’  αγαπάς/ να μην την-ε  μαλώνεις…»  Και θυμήθηκε και την συμβουλή του γιατρού  «Βρες κάτι να κάνεις κι  εσύ με το οποίο η γυναίκα σου να αλλάξει διάθεση  και να χαρεί». Και  τότε γλύκανε  ο Θρασύβουλος την φωνή του και ρώτησε την Αφροδίτη.

– Τι θέλεις, βρε γυναίκα, να κάνω εγώ, για να σε βοηθήσω να αλλάξεις διάθεση και, τέλος πάντων, να χαρείς;

– Ένα γλυκό λόγο θέλω από σένα, Θρασύβουλε, του απάντησε η  Αφροδίτη  κλαίγοντας.