Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Παρατηρώντας την πορεία του ευαίσθητου και σοβαρού Κυπριακού προβλήματος, σαράντα έξι χρόνια τώρα, σχεδόν μισός αιώνας πια, διαπιστώνουμε τις αμέτρητες φορές που έγιναν προσπάθειες για την όποια επίλυσή του, είτε με απ’ ευθείας συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις των δύο μερών της Μεγαλονήσου, είτε με την ενδιάμεση προσπάθεια του ΟΗΕ, είτε άλλων εμπλεκομένων και ενδιαφερομένων κρατών και οργανισμών. Όμως, παρ’ όλες τις φιλότιμες έως τώρα προσπάθειες όλων, το αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό. Ουδεμία ουσιαστική πρόοδος!

Η Ελλάδα, ως μια από τις εγγυητήριες χώρες, πέραν όλων των άλλων δεσμών μας με τους Ελληνοκύπριους, έχει ιερή υποχρέωση να έχει τα μάτια ανοιχτά σε όλα όσα διακυβεύονται εκεί, και μάλιστα τώρα μετά το αποτέλεσμα της πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης στον γεωγραφικό χώρο της Τουρκοκυπριακής πλευράς, όπου οι τελευταίοι εξέλεξαν τους εκπροσώπους τους.

Από ιστορικής σκοπιάς, είχαμε μείνει στις διαπραγματεύσεις του Κραν Μοντανά, τον Ιούλιο του 2017, όπου είχε έρθει για ακόμα μία φορά στο προσκήνιο το θέμα της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.  Η γνωστή και εκπεφρασμένη δημοσίως, στη συνέχεια, άρνηση του μετριοπαθούς Τουρκοκύπριου Μουσταφά Ακιντζί να συναινέσει στην πίεση του Τούρκου υπουργού εξωτερικών, Τσαβούσογλου, για προσπάθεια δημιουργίας δύο ξεχωριστών κρατών, έδωσε το έναυσμα για την κατακρήμνισή του στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση και την άνοδο του εκλεκτού στο τουρκικό κατεστημένο,  Ερσίν Τατάρ, ο οποίος στην ουσία είναι υποχείριο του Τούρκου Προέδρου και πιστός στην ακραία πολιτική της γείτονος χώρας.

Δεν έχει σημασία, τώρα, εάν η τουρκοκυπριακή κοινότητα επιθυμούσε κατά βάθος τον προηγούμενο ηγέτη της, ή εάν επιθυμούσε κάποιας μορφής απαγκίστρωση από την Τουρκία. Η πραγματικότητα είναι ότι τώρα πολλά πράγματα φαίνεται πως αλλάζουν ή τουλάχιστον παίρνουν μια κάποια διαφορετική τροπή, όπως, για παράδειγμα, η φιέστα που έστησαν όλοι μαζί στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου, στα Βαρώσια, πριν λίγες εβδομάδες, με την υψηλή εποπτεία της μητέρας πατρίδας. Ίσως ήταν το τελικό αποτέλεσμα μιας προσπάθειας δεκαετιών της Τουρκίας για πλήρη έλεγχο της βόρειας Κύπρου σε  πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, προωθώντας με τον τρόπο αυτό την «ενσωμάτωση» της τουρκοκυπριακής κοινότητας, τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ε.Ε., στην ουσία,  στον ευρύτερο ιστό της Τουρκίας, στα πλαίσια πάντοτε της αναθεωρημένης προσπάθειας αυτής της χώρας για αναβίωση της πάλαι ποτέ κραταιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όπως εξελίσσονται τα πράγματα σήμερα, η τουρκοκυπριακή πλευρά θα επιμείνει σε όλα όσα ακούμε συνεχώς από τα χείλη του Tούρκου Προέδρου, τουτέστιν σε άλλης μορφής λύση εκτός από την Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία και βεβαίως στον εκβιαστικό  διαμοιρασμό του υπάρχοντος φυσικού πλούτου. Σίγουρα στην περιοχή καθώς και στην όποια λύση, εμπλέκονται τελευταία πολλοί παίκτες, ο καθένας για το δικό του όφελος.

Η Μεγάλη Βρεττανία, ως εγγυήτρια δύναμη, στην πραγματικότητα ενδιαφέρεται αποκλειστικώς για την διατήρηση των δικών της βάσεων εκεί και μάλιστα στο ασφαλές έδαφος της νότιας πλευράς της μεγαλονήσου. Εκεί,  για να είμαστε ειλικρινείς υπάρχουν πολλοί που επιθυμούν την επανένωση της νήσου με την μορφή που αναφέρθηκε και φυσικά με τις όποιες διοικητικές ή άλλες απώλειες για τους ελληνοκύπριους, και άλλοι που επιθυμούν την διχοτόμηση  εδώ και τώρα, με δεδομένο ότι πρέπει κάποια στιγμή να κλείσει αυτή η χρονίως ανοιχτή πληγή και να πάνε ένα βήμα μπροστά. Όμως, το βαθύτερο πρόβλημα είναι ότι οι τελευταίοι δεν εκφράζονται ελεύθερα από τον κίνδυνο να κατηγορηθούν για απεμπόληση των όποιων εδαφικών δικαιωμάτων των Ελληνοκύπριων στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.

Κι’ όλα αυτά, τη  στιγμή που η Τουρκία στέλνει δυνάμεις στον Καύκασο, εμπλεκόμενη άμεσα στην διαμάχη Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν για το μαρτυρικό Ναγκόρνο Καραμπάχ,   δυστυχώς με τις ευλογίες της Ρωσίας, ενισχύοντας μάλιστα μετά την τελευταία συμφωνία που επιτεύχθηκε εκεί, την θέση της στο διεθνές πολιτικό σκηνικό ως παίκτη ισοδύναμου των άλλων μεγάλων του πλανήτη. Το τί θα επακολουθήσει στην Κύπρο άγνωστον επί του παρόντος, αλλά μια γεύση πήραμε από το σώου που έγινε λίγες μέρες πριν στην έρημη Αμμόχωστο.  Ο εκβιασμός της Τουρκίας στην όποια «λύση» του προβλήματος θα ενταθεί,  προς ίδιον φυσικά  όφελος.

Όμως  κάποια ερωτήματα έρχονται αμείλικτα μπροστά! Τι θα συνέφερε περισσότερο τους αδελφούς Ελληνοκύπριους και τον ελληνισμό, λοιπόν, μια οριστική διχοτόμηση του νησιού, ή μια άλλη προσπάθεια να ζήσουν μαζί οι δύο κοινότητες, με δεδομένο το γεγονός ότι στην τελευταία περίπτωση η Τουρκία θα υφαρπάξει, αργά και σταδιακά και με τον τρόπο που γνωρίζει αρκετά καλά, ολόκληρη την μεγαλόνησο; Και για να πάμε τη συζήτηση ένα βήμα παραπέρα, ποιά θα ήταν η γνώμη ημών, του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου, πάνω σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα, γιατί η υπεκφυγή του τύπου η Κυπριακή Δημοκρατία είναι άλλο, ξεχωριστό  και ανεξάρτητο κράτος δεν πείθει, ούτε αρκεί! Μπορεί να υπάρχει κορονοϊός, οικονομικά και άλλα προβλήματα, αλλά υπάρχει πάντα και η Κύπρος που  περιμένει πολλά και έμπρακτα, και όχι αόριστα,  από εμάς!