Δειλινό κι εγώ όρθιος πάνω σε ένα Βράχο αγναντεύω το απέραντο γαλάζιο, για να ξεκουράσω τα μάτια μου, από τα στραβά, που είδαν όλη μέρα και να ενστερνιστώ τα βάσανα των ανθρώπων.
Απέραντο γαλάζιο και στο βάθος αρχίζει να βουτά ο ήλιος, λες και είναι δεινός κολυμβητής του μήνα Ιούλη, της ζεστασιάς και της ξενοιασιάς, αλλοτινών εποχών

Εκείνη την ώρα πέταξε ο νους κι ο λογισμός μου στη Θεϊκη ύπαρξη, με τόσα, που τα κουρασμένα μάτια μου, πρόλαβαν να αντιληφθούν εκεί κοντά μου: Στην άκρη του βράχου, είχε πεταχτεί ένα ανοιξιάτικο μωβ λουλούδι και στα καταγάλανα νερά φάνηκε ένα ψάρι να τρελο-παίρνει στροφές, λες και ήθελε να αρπάξει το όμορφο στολίδι του βρεγμένου βράχου…

Στη θέα αυτού του ζωϊκού οργανισμού, ένας άλλος τετράποδος ζωϊκός οργανισμός, ένα μικρό σκυλάκι, κουνώντας, ναζιάρικα, τη ουρίτσα του, έτρεξε πέφτοντας στα βαθιά νερά και με τα τέσσερα άκρα του, σαν προπέλα πλοίου, διέσχισε τα νερά για να συναντήσει και να τρελοπαίξει με το υποθαλάσσιο τρελόψαρο, λες και το ψάρι αυτό είχε τέσσερα άκρα και μάλιστα με δάκτυλα, όπως εκείνο.

Το πέλαγος απέραντο!

Ο Ήλιος αποχαιρετά τη σημερινή ημέρα και σε λίγο φτάνει στη Δύση και ο λογισμός μου τρέχει αρκετά, μα δεν βρίσκει εκείνο για το οποίο τρέχει…

Την απάντηση στην ερώτηση: Άραγε ποιός είναι Εκείνος που έδωσε στο σπόρο τη δύναμη να αναπτυχθεί και να μοσχολουλουδιάσει στου βράχου τη σχισμάδα;

Ποιος είναι Εκείνος, που έπλασε το ζωϊκό ψαράκι να επιζεί μέσα στο νερό, στο οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιζήσει, ει μη μόνον, ελάχιστα λεπτά της ώρας; Ποιος είναι Εκείνος που έμαθε, από τη γέννησή του, το μικρό τετράποδο, να χρησιμοποιεί τα ποδαράκια του, σαν κουπιά βάρκας και να διασχίζει ελεύθερα, πολλές φορές και μεγάλες υδάτινες αποστάσεις, χωρίς πρόβλημα πνιγμού;

Δεν άφησα το λογισμό μου να πετάξει ως αιθεροβάμων, που αγνοεί την πραγματικότητα και δεν προσαρμόζει σε αυτήν τις απόψεις ή τις ενέργειές του.

Κοιτάζοντας τον Ήλιο, που σιγά-σιγά μας έδειχνε ένα υπέροχο κόκκινο θείο φως, ήρθε στο μυαλό μου η απάντηση και η αλήθεια στις απορίες μου :Η Θεϊκή Ύπαρξη:

«Τις θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ εί ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνο».
Επεξήγηση: Ποιός θεός είναι τόσο μεγάλος, όσο ο Θεός μας; Εσύ είσαι ο μόνος Θεός που κάνεις θαυμάσια έργα.

Ο Ήλιος είχε ήδη βουτήξει στα βαθιά νερά του απέραντου πελάγους κι εγώ όρθιος έχοντας στο λογισμό την «Θεϊκή Ύπαρξη» ακόμη και για την αέναη κίνηση του λαμπρότερου των ουρανίων σωμάτων, μια ευχή μου έρχεται να αναπέμψω και είπα. Ας ήταν να βγεί αληθινή, πέφτοντας ένα αστέρι.

Θεέ μου! και τι ήταν!..­ δεν είχα τελειώσει την επουράνιο ευχή μου κι ένα αστέρι βλέπω να πέφτει, σαν να μου φώναζε κι ακόμα μου φωνάζει… «Θα πιάσει η ευχή σου! Θα σκορπίσει η αγάπη, η χαρά και η Ευτυχία στον άνθρωπο, θα έρθει η Άνοιξη και η Πανδημία, που μαστίζει τους ανθρώπους όλου του κόσμου, θα πάψει, όπως παρακαλούσες κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό». !

Έκλεισα τα μάτια μου τα γεμάτα δάκρυα χαράς και πήρα το δρόμο και βαδίζω, βαδίζω, βαδίζω και κάποια στιγμή θα φτάσω , κι ας φαίνεται σαν όνειρο, αλλά θα φτάσω κάποιο δειλινό μενεξεδένιο στην Άνοιξη της κανονικότητας. …. στον προορισμό εκείνο, στον οποίον εύχομαι και παρακαλώ τη Θεϊκή Ύπαρξη να φτάσει όλος ο πλανήτης, γιατί το θέλει και η Θεϊκή Ύπαρξη.