Κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής μας  με κερνούσε παγωτό. Φιστίκι καταπράσινο, χωνάκι από το καφενείο του προέδρου και δύο γλειφιτζούρια κοκοράκια από το περίπτερο του κυρ Νικήτα.

Κι ύστερα καθόμασταν στην αυλή με τις πολύχρωμες  γλάστρες γεμάτες, γεράνια κι αρχίζανε οι ιστορίες…

Η γιαγιά μου, η Ελένη, ήταν ψηλή πολύ, μαυροντυμένη πάντα τη θυμάμαι. Ο παππούς είχε “φύγει” πολύ νωρίς απ’ τη ζωή κι ο καημός της δεν στέρεψε ούτε μια στιγμή ίσαμε το δικό της τέλος στα βαθιά της γεράματα…

21 του Μάη κάθε χρόνο κάθομαι σε εκείνα τα πέτρινα σκαλάκια της αυλής και θαρρώ πως την βλέπω μπροστά μου με το καλό της φόρεμα. Λίγο ασπρόμαυρο επέτρεπε εκείνη τη μέρα στον εαυτό της να φορέσει. Κι ύστερα αρχίζανε οι δουλειές.

Έπρεπε  να λογαριάσει τις επισκέψεις, τα τραταρίσματα, τα σωστά σεμεδάκια  στο δίσκο, τα λουκούμια με γεύση τριαντάφυλλο,  και να ποτίσει  τα βασιλικά της που τα χάιδευε συνέχεια σαν να τανε κι εκείνα εγγόνια της  και τα ανάθρεφε με περισσή αγάπη.

Και στη μέση του τραπεζιού, στο καλό σαλόνι είχε το  πιο σπουδαίο πανέρι γεμάτο μαγιάπιδα από την αχλαδιά της στο πίσω περιβόλι,  να κεραστούνε όλοι οπωσδήποτε τούτη τη μέρα.

Εκείνη μου ‘μαθε χίλια δύο για τη μέρα των  Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης… Τα ξέχασα με τα χρόνια, αλλάξανε κι οι εποχές, όμως σαν έπιασα και πάλι να ψάχνω τις ιστορίες του τόπου, τα συνάντησα τα λεγόμενα, γραμμένα τούτη τη φορά στα πολύτιμα βιβλία αξιόλογων ανθρώπων και την έφερνα συχνά στο μυαλό μου.

Πάντα ξυπνούσε χάραμα να πάει στη εκκλησιά, ανήμερα της γιορτής της, να φέρει στο σπίτι ένα κλαδάκι βασιλικό απ’ την εικόνα της Αγίας Ελένης και ας είχε ίσαμε 10 γλάστρες στην αυλή της.

«Τούτος είναι λειτουργημένος, και θα τον βάλω στο εικονοστάσι να μας φυλάει  όλους!» δικαιολογούνταν κάθε χρόνο.

Μου έλεγε  ακόμα να θυμάμαι πως τούτη τη μέρα δεν έπρεπε  καμιά δουλειά να κάνω. Ήταν πολύ σημαντική η γιορτή μας γιατί αλλάζανε οι καιροί κι ήταν μέρα που έμπαινε συνήθως η κάψα του καλοκαιριού και θρονιαζότανε  για τα καλά. Και αν τύχαινε να βροντήξει και να αστράψει ο καιρός το χάραμα, τότε μαύρη συμφορά περίμενε τους αγρότες.

Όλα τα φρούτα του καλοκαιριού, τα σύκα, τα αχλάδια, τα βερίκοκα θα  γεμίζανε σκουλήκια. Κι όσο για τα ρόδια, ίσα που αρχινούσανε  να παίρνουν χρώμα. Θυμάμαι πολύ καλά, μια φορά, που ‘ταν η θεία μου έγκυος στο τρίτο της παιδί, μεγάλη πια εγώ στα δεκατρία μου χρόνια, τη χαρά της γιαγιάς που θα την κερνούσε πρώτη τα μαγιάπιδά της γιατί έτσι θα αβγάτιζε ακόμα πιο πολύ η αχλαδιά. Σαν να καταλάβαινε το δεντρό τις προκαταλήψεις και τις συνήθειες των χωρικών κι ακλουθούσε όλα τα παρατηρήματα…

λουλούδια

Άλλη μια χρονιά που χα πια μεγαλώσει πολύ μου κάνε δώρο ένα αγιοκωνσταντινάτο. Μου ΄πε να το χω πάντα φυλακτό, γιατί το΄χε βρει ο παππούς στα χωράφια μια φορά, στη Μπέλαινα, κι είχε μεγάλη δύναμη τούτο το νόμισμα γιατί ήταν σαραντισμένο.  Δεν έδωσα και πολύ σημασία στα λόγια της. Έφηβη τότε πήγα να γελάσω, μα το αυστηρό της βλέμμα με σταμάτησε. Αργότερα  σα γεννήθηκε κι εμένα ο γιος μου γέμισα με ένα σωρό τέτοια νομίσματα και πάλι δεν είχα καταλάβει τον συμβολισμό. Και περάσανε τα χρόνια κι έμαθα και κατάλαβα κι είδα πως τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή μας κι όλα έχουν μια εξήγηση στη λαϊκή σοφία των απλών ανθρώπων.

Πίστευαν κάποτε πως τη μέρα τούτη σαν έβγαινες στον αγρό, ή πάνω σε βουνοκορφή που ΄χε κοντά της ιερό και εκκλησιά, και έβρισκες τα αγιοκωνσταντινάτα ήταν μεγάλη η τύχη σου. Γεμάτος ο τόπος αρχαίες πόλεις, χωριά και λατρευτικούς τόπους. Κι όταν σκάβανε οι άνθρωποι τούτα βγαίνανε στην επιφάνεια.

Ξεχύνονταν λοιπόν στην εξοχή κι ήταν μεγάλη η χαρά και το ριζικό να βρουν έστω κι ένα νόμισμα, που του απέδιδαν υπερφυσικές ιδιότητες λόγω της μέρας και του ονόματος. Αλλιώς αν το βρίσκανε οποιαδήποτε άλλη μέρα θα έπρεπε να  το πλύνουν με σαράντα κύματα κι ύστερα να το πάνε στην εκκλησιά να λειτουργηθεί  ίσαμε και δώδεκα φορές. Τότε θα αποκτούσε την  προστατευτική του ιδιότητα και θα μπορούσε να φυλάξει  απ’ όλα τα κακά τον κάτοχό του.

Να λοιπόν γιατί χαρίζουν όλοι τούτα τα νομίσματα στα μωρά, στα νιόπαντρα ζευγάρια μα και σε ασθενείς που πάσχουν από σοβαρά νοσήματα. Κι αν το κρεμούσαν στο λαιμό κι έφευγαν για τον πόλεμο, βόλι δεν θα τους ακουμπούσε ποτές… Θυμήθηκα μια φορά, ένα Πάσχα που χαμε ζυμώσει με το προζύμι της Λαμπρής τα κουλούρια και μέσα σε ένα απ’ αυτά βρήκα άλλο ένα αγιοκωνσταντινάτο και νόμισα πως μπέρδεψε τις συνταγές με τη βασιλόπιτα. Η απάντησή  της αφοπλιστική και πάλι: «Σα θα γενείς κι εσύ νοικοκυρά, θα μάθεις πώς το κόβουν το ψωμί οι παλιοί και δεν χαλά όσε μέρες και να τα αφήσεις στη βούργια…».

Δεν ξέρω αν έγινα νοικοκυρά με τα δικά της κριτήρια, όμως τα δυο αγιοκωνσταντινάτα τα φορώ μαζί με εκείνα τα χαρίσματα στο γιό μου σα βραχιόλι στο χέρι μου, χρόνια τώρα κι έτσι θυμούμαι και καταλαβαίνω πια τα λόγια της.

Φιστίκι παγωτό θα κεράσω κι εγώ στη δική μου γιορτή τα παιδιά μου και αχλάδια και σύκα. Μπορεί τα χρόνια να περάσανε, όμως γιαγιά Ελένη, είσαι πάντα μέσα μου και πάντα θα θελα να με τρατάρεις εκείνο το κατακόκκινο κοκοράκι κι ένα λουκούμι με παγωμένο νερό από το κάρτο της αυλής με τα γεράνια μας…

-Κωστή, να ποτίζεις τα λουλούδια της αυλής και Χρόνια μας πολλά!

* Λόγια  του αέρα  στου χρόνου τα γυρίσματα,  Μπετεινάκη Ελένη, 2018