Συνέντευξη του Απόστολου Κατσιρντάκη, Σταθμάρχη του Σταθμού Χωροφυλακής Σκινιά το 1941
Στις 29 Μαΐου εφέτος, οι εθνικιστικές φιέστες στην Κωνσταντινούπολη έφεραν στο νου μας αυτή την αποφράδα μέρα, κι ας μην έχομε μέσα μας ίχνος μεγαλοϊδεατισμού. Άφησαν όμως μεγάλο χώρο στη μνήμη μας, ώστε να θυμηθούμε έντονα την εποποιία της πιο ιδιόμορφης μάχης της ιστορίας, δηλαδή τη Μάχη της Κρήτης. Να θυμηθούμε το τέλος της δεκαήμερης αυτής μάχης, την 29η Μαΐου του 1941, όταν εξαντλημένοι οι Γερμανοί, εξαπολύοντας την απεγνωσμένη τους επίθεση, συνάντησαν μόνο μια στοιχειώδη άμυνα οπισθοφυλακής, καθώς οι Βρετανοί είχαν φύγει προς τα νότια παράλια, για να περάσουν από κει στην Αφρική. Να θυμηθούμε τους τρομερούς βομβαρδισμούς της 28ης και 29ης Μαΐου που κατεδάφισαν τα σπίτια του Ηρακλείου και ρήμαξαν τα χωριά. Την επαύριο, Παρασκευή 30 Μαΐου 1941, παρά την ανακωχή και το τέλος της δεκαήμερης άγριας Μάχης, οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν, ιδιαίτερα δριμείς στα χωριά που ήταν κοντά στο δρόμο που οδηγούσε προς τον Τσούτσουρο, την πύλη προς την Αφρική. Το Αρκαλοχώρι μέτρησε εκείνη την ημέρα 18 νεκρούς και πολλά ερείπια.
Όμως πολύ γρήγορα, παρά τα φοβερά αντίποινα των Γερμανών, το Ανατολικό Μονοφάτσι, η Πεδιάδα, τα Αστερούσια και η Βιάννος δημιούργησαν την πρώτη τους Αντιστασιακή Οργάνωση, την Κρητική Επαναστατική Επιτροπή, με αρχηγό τον ανάπηρο ταγματάρχη Αλέξανδρο Ραπτόπουλο από τη Βιάννο. Ενώ οι σπηλιές και οι κρυψώνες του Τσουτσούρου γέμισαν από Έλληνες και ξένους καταδιωκόμενους.
Οι Σταθμοί Χωροφυλακής σ’ όλη αυτή τη μεγάλη περιοχή μετατράπηκαν από τους Διοικητές τους σε κρυψώνες αντιστασιακών και καταδιωκόμενων, που κανείς δεν υποπτευόταν. Σύμφωνα με τα ημερολόγια του Γεωργίου Κουτεντάκη, του Αντώνη Φάκαρου, του Θωμά Μανιάτη και άλλων αγωνιστών, ο Γεώργιος Ιερωνυμάκης, Διοικητής της Υποδιοίκησης Πεύκου Βιάννου, ο Σπύρος Καπετανάκης της Άνω Βιάννου, ο Απόστολος Κατσιρντάκης του Σταθμού Χωροφυλακής Σκινιά, έπαιξαν ρόλο σημαντικότατο στη στήριξη αυτής της σπουδαίας οργάνωσης και του μετέπειτα αντιστασιακού αγώνα (ο Σπύρος Καπετανάκης, μάλιστα, συνελήφθη και εκτελέστηκε ως μέλος της Κ.Ε.Ε., με τους εξηντα δύο μάρτυρες).
Ήταν μεγάλη η χαρά μου, όταν ο Απόστολος Κατσιρντάκης με κάλεσε στο σπίτι του στο Ηράκλειο στις 4/11/2006 και μου αφηγήθηκε όσα από αυτά που έζησε θεωρούσε πιο σημαντικά. Μου αφηγήθηκε πολλά στοιχεία για τη ζωή του και τη δράση του στο Μυλοπόταμο ως μέλος της Αντιστασιακής Οργάνωσης των Ανωγείων (ΑΟΑ). Επίσης, στοιχεία από τις περιπέτειες των Ανωγειανών και από τα βάσανα του άμαχου πληθυσμού, των γυναικών και των παιδιών, καθώς και από την κατάσταση που επικράτησε στην Κρήτη μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Με εντυπωσίασε η διαύγειά του, αν και 93 ετών, καθώς και η μεγάλη του ταπεινότητα. Είχε την εντύπωση πως ελάχιστα βοήθησε, ενώ γνώριζε ότι λόγω της θέσης του συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό, όπως τουλάχιστον με διαβεβαίωσαν αρκετοί άνθρωποι, που γνώριζαν τα πράγματα στην περιοχή του χωριού Σκινιάς. Ήταν μια αξέχαστη βραδιά και τον ευγνωμονώ και τον θυμούμαι με πολλή αγάπη. Η αφήγησή του ενίσχυσε τις ως τότε έρευνες σχετικά με την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση αυτής της μεγάλης περιοχής.
Η αφήγηση του αξιωματικού της Χωροφυλακής Απόστολου Κατσιρντάκη
«Κατάγομαι από τα Πηγαϊδάκια. Τελείωσα το Γυμνάσιο της Πόμπιας και, ύστερα, πήγα στη Χωροφυλακή. Έφτασα μέχρι ενοματάρχης. Βρέθηκα το 1941 στη Μάχη της Κρήτης, στο Ηράκλειο, καθώς ερχόμουν από τα Χανιά. Υποφέραμε όλα τα σχετικά. Ήμουν στη Διοίκηση Χωροφυλακής. Τον διοικητή τον είχαν ανακαλέσει από την εφεδρεία. Τότε, έπεσαν οι αλεξιπτωτιστές. Έζησα όλους τους βομβαρδισμούς.
Ήθελα να σας πω ένα περιστατικό: Στο βομβαρδισμό έπεφταν οι σοβάδες στα γραφεία μας. Μπήκαμε κάτω από το τραπέζι. Ύστερα, πήγαμε στο καταφύγιο της Βικελαίας. Όταν γυρίσαμε, η βόμβα είχε πέσει σ’ εκείνο το τραπέζι, όπου ήμασταν ακριβώς. Οι συνθήκες στην πόλη του Ηρακλείου ήταν άθλιες.
Ζήτησα να πάω στην αστυνομία Υπαίθρου. Πείστηκε ο Πωλιουδάκης και με έστειλε στον Σκινιά, ακραίος σταθμός χωρίς Γερμανούς. Ζήτησα και τοποθετήθηκα εκεί. Οι Γερμανοί άργησαν νά ‘ρθουν.
Μια μέρα πήγα στον Τσούτσουρο και συνάντησα τον γνωστό μου, Γεώργιο Κουτεντάκη. Όλη την οικογένειά του την ήξερα. Ξέραμε ότι είμαστε και οι δυο πατριώτες. Μου σύστησε τον Αντώνη Φάκαρο, που ήταν έφεδρος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Ο Φάκαρος μου είπε ότι θα φύγει στη Μέση Ανατολή1. (Είχε μαζί του έναν φυγάδα από την Ελλάδα, αστυφύλακα, και δυο Άγγλους στρατιώτες.)
“Αν θέλεις, σε παίρνω. Δεν ξέρω όμως αν θα τα καταφέρω να πάω με τόσους κινδύνους. Πάω, για να συναντηθώ με την Κυβέρνηση και να της κάνω γνωστή την Οργάνωση Εθνικής Αντίστασης, που έχομε ξεκινήσει. Προτιμότερο να μείνεις στον σταθμό, για σένα και για μας. Πολύτιμος μάς είσαι στον σταθμό. Μείνε εκεί, για να κρατείς τη θέση. Τα γαλόνια σου καλύτερα εδώ. Μόνο για την Πατρίδα”.
Οι χωροφύλακες του σταθμού ήταν όλοι εντάξει. Πέρασε κάποιος καιρός. Μια μέρα μεσημέρι, στο φαγητό, ήρθε ο Γιώργος ο Κουτεντάκης. Έκατσε να φάει, αλλά πρώτα μού είπε αν θέλω να δω τον φίλο μου τον Φάκαρο. Ήταν έξω από το χωριό, στο Μουρόπουλο. Ήταν χωριάτικα ντυμένος. Φορούσε έναν μπαλωμένο γαμπά2.
Πράγματι, όταν τον είδα, χάρηκα και συγκινήθηκα. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Του είπα να πάμε στον σταθμό, και πήγαμε. Με ενημέρωσε παρόντος του Κουτεντάκη:
“Πήρα εντολή από την Κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής να οργανώσουμε καλύτερα και να επεκτείνομε σε όλη την Κρήτη την απελευθερωτική Αντίσταση. Υπόδειξέ μου πρόσωπα”.»
“Ξέρω μερικούς ξεκαθαρισμένους πατριώτες”, του λέω.
Πρώτα-πρώτα του υπέδειξα τον Ανδρέα Γαλανάκη. Του έλειπε το ένα πόδι από τραύμα στον πόλεμο. Ανέλαβαν να ειδοποιήσουν νέους και ξανακάναμε σύσκεψη. Λίγο μετά, μπήκε ο Χανιαλάκης, ο Συμισακάκης και πολλοί άλλοι. Κάποτε, ήρθε κι ο Ραπτόπουλος κι ο Σπανογιαννάκης. Αυτή ήταν η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην περιοχή. Οι γύρω σταθμοί, του Πύργου, της Βιάννου και άλλοι πρόσφεραν κι αυτοί. Το Αρκαλοχώρι, τότε, ήταν ένα χωριό.
Ύστερα από λίγον καιρό, πήρα μετάθεση. Ο Πωλιουδάκης μ’ έστειλε στα Χανιά για εκπεσμό του βαθμού μου ή και απόλυση, γιατί δεν έκανα ό,τι μου έγραφε: “Πληροφορίες, πιάστε εκείνον, κ.λπ.”. Ένας μοίραρχος, γνωστός φίλος μου (Νικολάου), βοήθησε και σώθηκα. Έδωσαν οι τρεις αθωωτική ψήφο και οι δύο καταδικαστική.
Απηλλάγην. Γύρισα πίσω. Με στέλνει στο Ρέθυμνο, γιατί δε με ήθελε.
“Στείλτε με στα Ανώγεια”.
Είχα γνωστούς τον διοικητή Ρεθύμνου, τον Παπουτσάκη, καλό πατριώτη.
“Στα Ανώγεια θες να πας; Απ’ όνταν εστάθηκε Χωροφυλακή, κιανείς δεν ήθελε να πάει στα Ανώγεια. Περίμενε. Πήγαινε μερικούς μήνες στο Γενί Γκαβέ και θα πάρω τον Παναγιωτάκη και θα σε βάλω στη θέση του”.
Έτσι έγινε. Στο Γενί Γκαβέ μαζί με τον Κοντογιάννη παίρναμε κρασί και πηγαίναμε στον σταθμό και βρίσκαμε τον Σήφη. Αυτοί έβαζαν τον μεζέ. Τους κάναμε τους φίλους και τους μεθούσαμε επί σχεδίω. Φώναζαν μεταξύ τους. Βάζαμε το Λονδίνο3 μέσα στο γερμανικό φυλάκιο. Στα Ανώγεια είχα επαφές με τον Χρηστομιχάλη4. Είχαν γερή οργάνωση τα Ανώγεια, γιατί ήταν καλοί πατριώτες και ήταν και κακοτοπιά. Είχα πάει στο λημέρι με τον Αεροπόρο5. Είχε φορτώσει ένα ασκί κρασί και τρόφιμα και τα πήγαινε στο λημέρι. Εκεί ήταν ένας λοχαγός Άγγλος, ο Μιχάλης6, και δυο Άγγλοι στρατιώτες ασυρματιστές, που ήπιαν όλο το κρασί ως το βράδυ. Ήταν και ο Πασπαράκης και πολλοί άλλοι. Στον γυρισμό ήταν λιοβουτήματα. Ως τη Ζώμυνθο φτάσαμε και ο Σταυρακάκης, τότε, μου είπε:
“Από παέ και κάτω δεν πάω, γιατί μπορεί να κάνουνε καμιά ζωσά7 οι Γερμανοί”.
Πήρα την πλαγιά και κατέβηκα ξημερώματα στο χωριό.
Η Αριστερά ήταν πολύ δυνατή. Πιο δυνατή από την Εθνική Οργάνωση. Θυμούμαι τους Σμπώκηδες. Στην είσοδο του χωριού, κάποτε, οι αριστεροί στα μεν και οι άλλοι στα άλλα, χωρίστηκαν στα δύο και άναψε καυγάς. Ήταν με τα μπιστόλια. Μπήκα στη μέση και τους χώρισα. Έτσι, διαλύθηκαν. Εγώ είχα πολιτική και γι’ αυτό με εκτιμούσαν. Αργότερα, με κάλεσαν και βάφτισα τρία παιδιά. Στα Ανώγεια έγινα μέλος της Οργάνωσης. Μετά από οχτώ μήνες ξαναγύρισα στο Γενί Γκαβέ. Εκεί βαφτίσαμε τον γιο μας. Μεθούσαμε, λοιπόν, τον Σήφη και τους δικούς του και ακούγαμε Λονδίνο. Όταν ξεμεθούσανε, ρωτούσαν τί είναι τα ελληνικά. Λέγαμε ότι είναι η Αθήνα. Την επόμενη έκανα δελτίο και το διένειμα.
Ο Σήφης8 ήταν σκληρός, γιατί οι Ανωγειανοί ως ανυπότακτοι δεν πήγαιναν στην αγγαρεία και γι’ αυτό φώναζε, αλλά δε σκότωνε. Πήγε να πάρει εργάτες από τα Ανώγεια, δε βρήκε και πήρε γυναίκες. Έτσι, τον σκότωσαν. Θυμάμαι, όταν ήρθαν οι Γερμανοί και ανακοίνωσαν ότι τον σκότωσαν.
Στην κύκλωση των Ανωγείων ήρθαν πενήντα δύο (52) αυτοκίνητα με στρατό, βαρύ οπλισμό και κανόνι. Στον κάμπο της Δαμάστας ήταν εστραμμένο προς τα Ανώγεια. Εμείς (της Χωροφυλακής) καθίσαμε στον δρόμο, στο πεζοδρόμιο. Πλαγιάσαμε. Έκανα τον ανίδεο. Με ξυπνούν και πάω στη Διεύθυνση:
“Θα πάρεις ένα τμήμα στρατού να πας στα Ανώγεια”.
Η Κοντογιάνναινα πήρε τη γυναίκα μου και το μωρό, που έκλαιγε, κι εγώ έφυγα για τα Ανώγεια. Ήταν και ο Αυστριακός Ιάκωβος, που διάβαζε την Αγία Γραφή και ήταν πολύ καλός. Εγώ δεν ήθελα να πάω και έλεγα ότι δεν ξέρω καλά τον δρόμο, ενώ από κάθε πλευρά μπορούσες να ανεβείς στα Ανώγεια. Όταν ήμασταν στον Χώνο, τούς λέω:
“Εγώ δεν καλοξέρω τον δρόμο. Ή πάρετε κανέναν από ‘δω να σας πάει ή περιμένετε και το πρωί πάμε”.
Το έκανα, για να μη μας χτυπήσουν αμυνόμενοι οι Ανωγειανοί. Φοβήθηκα, όμως, και την υστεροφημία μου και ήθελα να πρωτοπάνε από τις άλλες μεριές.
Το πρωί φύγαμε. Οι Γερμανοί σκότωσαν όλους τους οδηγούς, για να μη δούνε τι θα κάνουν στα Ανώγεια. Έξω από τα Ανώγεια με πήρε ένας στρατιώτης, να με γυρίσει πίσω. Στον δρόμο σε άλλο τμήμα άλλος στρατιώτης με παρέλαβε, ως ότου έφτασα στο Γενί Γκαβέ. Από τα Ανώγεια κατέβηκαν τρεις χιλιάδες (3.000) γυναικόπαιδα στο Γενί Γκαβέ. Τρία μωρά κοιμήθηκαν στην κούνια του μωρού μας. Τους πήραν τα ρούχα, που είχαν πάρει μαζί τους, τα καλύτερα. Τους ανάγκασαν και τα έριξαν στην πλατεία, για να διαλέξουν όσα ήθελαν οι Γερμανοί. Όταν έφυγαν προς το Ρέθυμνο, έκαναν το ίδιο, ως ότου τους τα πήραν όλα.
Φαινόντανε από μακριά οι φλόγες των Ανωγείων. Μια Κουτεντάκαινα ήταν τριών ημερών λεχώνα. Ήρθε μόνο με το φουστάνι της. Οι Γερμανοί πήραν μια κλωσσού με τα πουλάκια στο καλάθι και γελούσαν. Οι μεγάλοι Γερμανοί ήταν θηρία, αλλά τα μικρά δεκαέξι – δεκαεπτά (16-17) χρονών μαθητές (εφεδρείες) ήταν καλά.
Όταν φεύγανε οι Γερμανοί, εγκατέλειψα την υπηρεσία μου και ανέβηκα στο Αντάρτικο μαζί με τον κουνιάδο μου, τον Πετράκη, που ήταν του Μπαντουβά. Ακολούθησα τους Γερμανούς ως το Ηράκλειο. Ύστερα, πήγα στον Πετρακογιώργη. Ταχτοποιήθηκαν οι υπηρεσίες, ησύχασαν τα πράγματα και εγώ μπήκα στην Ασφάλεια, επιλοχίας του Α΄ Λόχου, στη Σχολή Χωροφυλακής στις Ρουσές. Όταν έφυγε η Σχολή, πήγα στη Διοίκηση Χωροφυλακής, στην Ασφάλεια και, ύστερα, στην Τύλισσο. Στην Κατοχή, όταν ήμουν στο Ρέθυμνο, βοηθούσε και η γυναίκα μου, κρύβοντας τα έγγραφα πάνω της. Ο Χαλκιαδάκης (βασιλόφρονας) ήταν ταγματάρχης, διοικητής της Χωροφυλακής.
Στην Απελευθέρωση κατάλαβε ότι ήμουν δημοκρατικός και έγινε εχθρός μου. Όταν ήμουν στην Τύλισσο, πήρα άδεια, για να κάνω μεταφορά, γιατί η γυναίκα μου ήταν έγκυος. Ο Χαλκιαδάκης έκανε επιθεώρηση, δε με βρήκε και μου έβαλε τρεις μέρες φυλάκιση. Μετά με έστειλε στο Λαύριο. Δεν πήγα λόγω του Εμφυλίου και της οικογένειας. Παραιτήθηκα και έγινα έμπορος. Ο Δραμητινός, όταν πήγα στον Κρουσώνα, ήταν διοικητής της Διοικήσεως στον Άγιο Μύρωνα. Μια μέρα ήρθαν οι Γερμανοί και απαιτούσαν παράδοση των όπλων έξω από τον Άγιο Χαράλαμπο. Οι Γερμανοί απείλησαν ότι θα σκοτώσουν μερικούς. Διάβασαν τον κατάλογο των Τζουλιάδων. Όταν διάβασαν στην κατάσταση τους δυο πρώτους, που τους είχαν στο κρατητήριο, ο Δραμητινός τούς παρέδωσε, ενώ κανείς δεν τό ‘ξερε. Ο Δραμητινός είχε σχέση με την Ομάδα Ανωγείων, με τον Πετράκη και τον Λιγνό.
Κυρία Μανουκάκη, σαν κατακλείδα των όσων είπαμε, ήθελα να σας πω δυο πράγματα.
Το πρώτο, ότι είσαστε ευτυχής, που δε ζήσατε αυτήν την ταραχώδη, αλλά ιστορική εποχή.
Και το δεύτερο, ότι πέρασα τότε πολλούς κινδύνους και διάφορες καταστάσεις, αλλά έχω στα βαθιά μου γερατειά (είμαι τώρα ενενήντα τριών ετών) τη συνείδησή μου ήσυχη, γιατί πάντοτε εξετέλεσα το καθήκον μου ανιδιοτελώς».
Απόστολος Κατσιρντάκης, 04/11/2006, 93 ετών.
Υποσημειώσεις
1 Ο Αντώνης Φάκαρος έφυγε με δέκα συνεπιβάτες με τη σαπιόβαρκα Αργώ 2 από το Μαριδάκι των Αστερουσίων για την Αλεξάνδρεια στις 17 Σεπτεμβρίου 1941.
2 Ο Αντώνης Φάκαρος ήρθε στις 26/11/1941 στον Τσούτσουρο ως επίσημος σύνδεσμος της οργάνωσης Κρητική Εθνική Επαναστατική Επιτροπή με την Ελληνική Κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής και επέστρεψε στην Αίγυπτο στις 11/12/1941.
3 Τον απαγορευμένο ραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου.
4 Μιχάλης Χρ. Ξυλούρης ή Χριστομιχάλης: μαζί με τον Ν. Σταυρακάκη (Αεροπόρο), τον παπά Γιάννη Σκουλά, Γ. Στ. Δραμουντάνη ή Στεφανογιώργη αποτελούσαν τα βασικά στελέχη της ΑΟΑ, που ως το 1944 είχε αρχηγό τον Ιωάννη Δραμουντάνη η Στεφανογιάννη. Μετά την εκτέλεση του αρχηγού ανέλαβε την αρχηγία ο Χριστομιχάλης.
5 Εννοεί τον Νικόλαο Σταυρακάκη, που ήταν πρόεδρος των Ανωγείων στην Κατοχή και γραμματέας της Αντιστασιακής Οργάνωσης των Ανωγείων (ΑΟΑ).
6 Εννοεί τον Άγγλο λοχαγό και αργότερα ταγματάρχη κατάσκοπο της SOE Πάτρικ Λη Φέρμορ, που ήρθε στην Κρήτη στις 23/6/1942.
7 Κύκλωση.
8 Ο Γερμανός λοχίας Ολλενχάουερ ή Σήφης ήταν διοικητής της φρουράς του φυλακίου του Γενί Γκαβέ.