Χολέρα, χολέρα, χολόρροια, χολεριά… τότε την είχαν ονομάσει. Αλλοι πάλι την είπαν “Θεοκατάρατη ξένη” καθώς επρόκειτο για μία επιδημία την οποία έφεραν στην πατρίδα μας τα γαλλικά στρατεύματα. Αθήνα 1854, στην εποχή του Όθωνα. Οι Αθηναίοι, όπως μαρτυρά ο Βαυαρός καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο, Λουδοβίκος Ρος προτιμούσαν οικίες με λεπτούς τοίχους, ώστε να μπορεί να μπαίνει ο “εμβάτης”.

Ο εμβάτης είναι ο γνωστός μπάτης, ο άνεμος που μας φέρει την θαλασσινή αύρα, που μας δροσίζει, επιπρόσθετα όλοι οι ιατροσύνεδροι της εποχής συνιστούσαν τον καθαρό αέρα ως το “εκ των ουσιωδεστέρων των προφυλακτικών της χολέρας” μέτρο για τη διαφύλαξκη της υγιεινής στο σπίτι. Σαφείς και τότε οι οδηγίες, όπου καλούνται οι πολίτες “να αερίζουν τας οικίας των, χωρίς να εκτίθενται εις τα ρεύματα αέρος”. Φυσικά απαραίτητη είανι η σχολαστική καθαριότητα, όπως και η αποφυγή κάθε πηγής υγρασίας.

Ανάλογες οδηγίες μ’ αυτές του Σωτήρα του έθνους μας, του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, αυτού του μοναδικού ανθρώπου. Επιστήμονα, πατριώτη που η σεμνότητά του είναι μοναδική! Λέγεται ότι εκείνη η επιδημία, πρώτα έκανε την παρουσία της στην Ερμούπολη της Σύρου, ένα από τα  πιο μεγάλα εμπορικά κέντρα της χώρας μας τότε.

Πιθανότατα μέσω ρουχισμού κάποιου που νόσησε, η χολέρα καταφθάνει και 1.500 ανθρώπους βρίσκουν τον θάνατο ενώ το 1/3 του πληθυσμού της πρωτεύουσας βρίσκει καταφύγιο στον Πειραιά και σε διάφορα νησιά, αφήνοντας συχνά αβοήθητους ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Τότε το ελληνικό βασίλειο, είχε εναποθέσει τις ελπίδες του σ’ ένα ανώτατο υγειονομικό συμβούλιο, στο ιατροσυνέδριο. Συντάχθηκαν “διαιτητικά παραγγέλματα” για την προφύλαξη από τη νόσο. Αυτά αφορούσαν στα φαγητά, στα ποτά, στην  ενδυμασία, στην κατοικία και στην εργασία. Σχετικά με το φαγητό, ότι προκαλούσε διάρροια η δυσπεψία θεωρούνταν επικίνδυνο.

Τα πολύ λιπαρά, τα τηγανιτά, τα οστρακοειδή αλλά και κάθε τι σε υπερβολή, σύμφωνα με τους ιατροσυνέδρους εξασθενούσε τον οργανισμό και διευκόλυνη την μετάδοση της νόσου. Επίσης επικίνδυνα θεωρούνταν και τα αλκολούχα ποτά ή τα παγωμένα αναψυκτικά. Η ρακή, το μπράντι, οι λεμονάδες, οι βυσινάδες έπρεπε να αποφεύγονται, αντίθετα πιο ασφαλή θεωρούνταν ο καφές, το τσάι και το κόκκινο κρασί. Αναφορικά με την ενδυμασία οι συστάσεις αποσκοπούσαν κυρίως στην προφύλαξη από την ψύξη.  Η κοιλιά, η μέση και τα πόδια έπρεπε να διατηρούνται θερμά με τη χρήση μάλλινων τζουραπιών (κοντές χονδρές κάλτσες) και μάλλινης ζώνης. Βέβαια και η παρατεταμένη έκθεση στη ζέστη θεωρούνταν βλαβερή, λόγω της μεγάλης διαφοράς της θερμοκρασίας μεταξύ μέρας και νύχτας.

Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα του αρθρογράφου- επιφυλλιδογράφου της λεγόεμνης γενιάς του 1880 και προέδρου του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός, Εμμανουήλ Λυκούδη στο περιοδικό Εστία, στα 1893. Γράφει τις εντυπώσεις του περιγράφοντας την κατάσταση με τον παρακάτω συναρπαστικό για όλους μας τρόπο. Αρχίζει γράφοντας για το 1854 ότι ήταν μια δυσυτχισμένη θεοκατάρατη χρονιά.

“Ηταν γραφτό να στήσει στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο το μαύρο τσαντήρι της, στριγκλιάρα γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου η επιδημία. Αλλά το βαπόρι εκείνο δεν έφερε τη χολέρα στην Ελλάδα. Δεν ελευθεροκοινώνησε στη σύρα που ήταν για να πιάσει. Πως μας ήρθε η Θεοκατάρατη Ξένη; Πολλά λένε.

Αλλά περισσότερο επιστεύθηκε πως μήκε κρυφά επιβάτης και κρύφτηκε κάτω βαθιά στο μπαλαούρο, μέσα σε μια καμαρωμένη φρεγάδα, χυτή, χαριτωμένη που ήρχουνταν στον Πειραιά, φορτωμένη στρατό για την Κριμαία. Αχ! Έπρεπε  στου κάβου Μαλιά τα κρεμαστά βράχια να εύρει μαύρη βαθιά που να μην αποφανεί ούτε το πόμολο το μεσιανού της καταρτιού, για να μη γλιτώσειν η μαύρη Ξένη, για να μη φτάσει να φέρει σ’ αυτό το δύστυχο τον τόπο ερήμωση. Όμως… αλλιώς ήτανε γραφτό. Φαίνεται πως δεν άργησε πολύ να ρίξει άγκυρα στον Πειραιά γιατί στις 6 Ιουλίου κολλούσαν στους τοίχους των Αθηνών χαρτιά και αφού το τύμπανο εξεκούφαινε τον φοβισμένο κόσμο, ένας κήρυκας εδιάβαζε στα σταυροδρόμια:

Αρ. 79

Βασίλειον της Ελλάδος

Το Υπουργείον των Εσωτερικών προς τους Νομάρχας του Κράτους.

Σπεύδομεν με λύπην μας να σας κοινοποιήσωμεν, Κύριε Νομάρχα, ότι εις τον Πειραιά από προχθές εφάνησάν τινά περιστατικά εμφαίνονται χολέραν. Η κυβέρνησις έλαβε τα συντομώτερα μέτρα κ.τλ.

Αυτά τα “τινά περιστατικά” ήσαν καμιά τριανταριά θάνατοι την ημέρα εις τα νοσοκομεία και εις την πόλη”.

Τέτοιες μέρες… κρούσμα σήμαινε θάνατος, χαμός μιας ανθρώπινης ζωής! Το κράτος δεν κατόρθωσε να επιβάλλει όχι μόνο διατίμηση στης πρώτης ανάγκης τα τρόφιμα, αλλά ούτε αυτό το τακτικό άνοιγμα των μαγαζιών. Κοντά στην άσπλαχνη επιδημία, η άμοιρη φτώχεια υποφέρει και από την πείνα. Όλοι κερδοσκοπούσαν αλύπητα. Φωτιά στο ψωμί, στο λάδι, στο κρέας και ειδικά στο ρύζι που το ζητούσαν ως προληπτικό της χολέρας. Και ας μην έφταναν όλα αυτά. Εκτός από τη δυστυχία υπήρχε και η κομματική αντιπαράθεση. Οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης κατηγορύσαν τους υπουργούς, ότι συνεργάζονταν με τους αρτοποιούς και τους κρεοπώλες, για να γδύνουν το βασανισμένο κόσμο και να κερδίζουν συντροφικά… Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, να επαναλαμβάνεται η ιστορία!