Συμπληρώθηκαν ήδη πάνω από δεκαοκτώ μήνες από την εισβολή της πανδημίας του κορονοϊού και περισσότερο από εννέα μήνες από την εισαγωγή στην καθημερινή πρακτική των διαφόρων μορφών εμβολίων για την προστασία των πολιτών από τον νεοφερμένο ιό. Στο χρονικό αυτό διάστημα έγιναν πολλά, γράφτηκαν, ειπώθηκαν και αναλύθηκαν από όλους περισσότερα, και σήμερα βρισκόμαστε πάλι σε καθοριστικό σημείο.

Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τα έως τώρα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, οι πλήρως εμβολιασμένοι, όπως αυτό ορίζεται με τη σημερινή γνώση πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, στον γενικό πληθυσμό πλησιάζουν το ποσοστό 60%, ενώ ένα άλλο μικρότερο ποσοστό έχει εμβολιασθεί με μια δόση. Φυσικά τα ποσοστά αυτά καθόλου ενθαρρυντικά δεν είναι για την παραπέρα πορεία της πανδημίας στον τόπο μας. Αν δούμε τα νούμερα κάπως αναδρομικά και το σπουδαιότερο συγκριτικά με τις άλλες πάντα χώρες, μάλλον δεν θα πρέπει να είμαστε αρκετά ικανοποιημένοι.

Κι’ αυτό γιατί η Ελλάδα, κατά γενική ομολογία, είναι από τις χώρες οι οποίες ήταν πρωτοπόρες στην ψηφιακή οργάνωση και διαδικασία του εμβολιασμού των πολιτών της χώρας, έχοντας μάλιστα προτείνει και τη δημιουργία του ανάλογου πιστοποιητικού εμβολιασμού στην ευρωπαϊκή ένωση, κάτι που έγινε αποδεκτό και πραγματικότητα στη συνέχεια

Σήμερα, τόσους μήνες μετά, πρέπει να αναλογισθούμε τι δεν πήγε καλά στην όλη πορεία των εμβολιασμών, αφού οι σχετικοί αριθμοί δεν είναι οι αναμενόμενοι, εν όψει μάλιστα της νέα έξαρσης της πανδημίας με την μετάλλαξη δέλτα.

Κάνοντας τον σχετικό απολογισμό, τώρα κάπως πιο απόμακρα από εκείνες τις πρώτες εποχές της πανδημίας, μπορούμε να εξαγάγουμε περισσότερο ασφαλή συμπεράσματα. Στην αρχή, οι κυβερνώντες πήραν δραστικές και δύσκολες αποφάσεις για τον περιορισμό των μετακινήσεων, τη χρήση μάσκας, το κλείσιμο των σχολείων και τόσα άλλα που έντονα βιώσαμε.

Οι πολιτικοί έντρομοι μπροστά στην νεόφερτη και άγνωστη απειλή που ενέσκηψε, έδωσαν τον πρώτο λόγο στους καθ’ ύλην αρμόδιους, δηλαδή στους γιατρούς και στηρίχτηκαν στα λεγόμενά τους για ευνόητους λόγους. Μετά την πρώτη ταραχή, οι πολιτικοί πήραν τα σκήπτρα της δημοσιότητας παραγκωνίζοντας τους επιδημιολόγους. Κι’ εδώ κατά την προσωπική μου γνώμη ήρθε το επικοινωνιακό αλαλούμ.

Πληθώρα γιατρών όχι μόνον επιδημιολόγων, αλλά και πνευμονολόγων, από μονάδες εντατικής θεραπείας, παιδίατροι, παθολόγοι, πλαστικοί χειρουργοί, και τόσες άλλες ειδικότητες, άρχισαν να εκφράζουν πολλές φορές προσωπικές απόψεις, αντιφατικές, αντίθετες μεταξύ τους, κάποιες φορές με παρότρυνση των πολιτικών με δέλεαρ μελλοντικές υπουργοποιήσεις, κάποιες φορές να απασχολούνται περισσότερες ώρες από όσο χρειαζόταν στα καθημερινά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, με αποτέλεσμα ο κόσμος να ταλαντεύεται ανάμεσα στην επιλογή ή την απόρριψη του εμβολιασμού.

Ταυτόχρονα μπήκαν στη μέση πολιτικοί δισταγμοί και ανάλογοι υπολογισμοί οικονομικών παράπλευρων απωλειών, με ένα ακόμα λόγο να μειώνεται η δύναμη της πειθούς στους πολίτες για εμβολιασμό. Την ίδια στιγμή η στάση κάποιων πολιτικών σχηματισμών ουδόλως ήταν η δέουσα, μια παράμετρος η οποία έχει αναλυθεί, άλλωστε, κατά κόρον.

Τώρα, εδώ που φτάσαμε είδαμε ένα ποσοστό γιατρών, νοσηλευτών και άλλων υπαλλήλων εργαζομένων στο χώρο της υγείας να τίθενται εκτός εργασίας, μετά τη γνωστή απόφαση του υπουργείου. Αρκετοί από αυτούς είναι απαραίτητοι πραγματικά στην ομαλή λειτουργία των νοσοκομείων μας, όμως ένα σοβαρό ερώτημα πλανάται στην ατμόσφαιρα.

Αλήθεια ενθυμούνται οι συνάδελφοι τα μαθήματα της επιδημιολογίας, της μικροβιολογίας, της υγιεινής, της ιστορίας της ιατρικής από το πανεπιστήμιο. Η στάση τους με το να μην εμβολιασθούν, απλώς καταρρίπτουν ένα μέρος του εαυτού τους και αδικούν την όλη ιατρική τους πορεία.

Εάν απλώς υπακούουν σε πολιτικούς υπόγειους υπαινιγμούς, ακόμα χειρότερα. Βεβαίως το φαινόμενο δεν είναι αμιγώς ελληνικό, αφού παρατηρείται στις περισσότερες χώρες της υφηλίου. Στα τέλη Ιουλίου το Κέντρο Έρευνας Pew (Pew Research Center) που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, και παρέχει πληροφορίες για κοινωνικά ζητήματα που αφορούν την κοινωνία, καθώς και τις δημογραφικές τάσεις σε όλον τον κόσμο, δημοσίευσε μια ενδιαφέρουσα ομολογουμένως άποψη.

Σύμφωνα με αυτή, ενώ σχεδόν σε όλες τις χώρες οι αρνητές του εμβολιασμού ανήκουν στα δεξιά του πολιτικού χάρτη, αντίθετα στη δική μας χώρα σε ποσοστό 55% ανήκουν στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Αυτό φυσικά, ένα αυστηρώς στατιστικό εύρημα, έχει πιθανόν κάποια αξία αλλά όχι απόλυτη. Κι’ αυτό γιατί δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το δείγμα των ερωτηθέντων υγειονομικών.

Και φυσικά δεν μπορούμε να την παραλληλίσουμε με τη στάση των γιατρών μας πάνω στο επιδημιολογικό θέμα που συζητάμε, έναν φανερό κίνδυνο για την κοινωνία, τη στιγμή μάλιστα που έχουμε στη διάθεσή μας το απόλυτο όπλο, τουτέστιν τον εμβολιασμό! Όπως άλλωστε, τα τόσα άλλα, δεκάδες, εμβόλια που έγιναν και βρίσκονται γραμμένα στο βιβλιάριο υγείας των παιδιών μας για άλλα παρεμφερή νοσήματα.