Στους ανελαστικούς καιρούς που περνούμε, κατά τους οποίους βιώνουμε την πτώχευση της χώρας και τη δική μας, στους μεγαλύτερους έρχονται στο νου μας οι δεκαετίες του ’60 και ’70 του παρελθόντος αιώνος, με τις δυσκολίες των σπουδών, λόγω φτώχειας.

Και τότε και σήμερα, όμως, μας απασχολεί εντόνως η οικονομική κατάσταση, με αποτέλεσμα “να έχει χαθεί, όπως λέει ο λαός, το γέλιο από τα χείλη μας”.

Τις δεκαετίες εκείνες, πλήθος ήσαν οι ελληνικές κωμωδίες, με το γέλιο, έστω και αφελές, που σκορπούσαν, η ανεκδοτολογία για τον Τοτό και τους Πόντιους, ανέκδοτα πολλές φορές με κάποιο σεξισμό.

Ήταν μια προσπάθεια ανάγκης της ψυχής να ξεφύγει από την έμμονη ιδέα της μιζέριας και τις δυσκολίες της ψυχής, να δώσει ζωντάνια στο ταλαιπωρημένο σώμα, να το εμψυχώσει. Μέχρι και σήμερα μου προκαλεί γέλιο όταν θυμηθώ το ανέκδοτο από συμφοιτητή μου, που αργότερα έγινε ο ίδιος… παπάς!

“Δυο τρελοί είναι πάνω στο μαντρότοιχο του τρελοκομείου στο Δαφνί. Κάποια στιγμή περνά από το δρόμο ένας παπάς και τότε λέει ο πρώτος στον δεύτερο.

-Ρε, ένας παπάς!

Περνά σε λίγο ξανά ο παπάς, πηγαίνοντας να αγοράσει την εφημερίδα του, και ο δεύτερος λέει με τη σειρά του στον πρώτο.

-Ρε, κι άλλος παπάς!

Επιστρέφει, εκ νέου, ο παπάς για το σπίτι του και ο πρώτος έκπληκτος, καθώς τον βλέπει να περνά, επαναλαμβάνει στον άλλο.

-Ρε, κι άλλος παπάς!

Αφελώς, τότε ο δεύτερος του απαντά.

-Φωλιά είναι!”

Πόσες φορές, επίσης, και με πόσα ανέκδοτα δεν ειρωνευτήκαμε το στυλ και το ύφος των δικτατόρων, την απόκλισή τους από τη δημοκρατική κανονικότητα, την έλλειψη επαφής που είχαν με την πραγματικότητα. Εξ αυτού και η γελοιοποίηση της στρατιωτικής ακαμψίας ή απαιδευσιάς τους.

Ο “άσβεστος γέλως” του Ομήρου, διαχρονικά, υπάρχει από τότε σε πολλούς χαρακτήρες της κωμωδίας, αρχαίας και νεότερης. Έχει, μάλιστα, ειπωθεί ότι το γέλιο είναι χάρισμα μόνο των ανθρώπων και ότι απουσιάζει από τα ζώα, με όλα τα θετικά για όποιον “του κάνει όρεξη” και το χρησιμοποιεί επωφελώς, ώστε να είναι υγιής και ισορροπημένος.

Έχει, επίσης, το γέλιο κοινωνική αξία και σημασία. Όταν οι άνθρωποι νομίζουν ότι πλήττονται τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, απαντούν είτε ως πρόσωπα είτε ως γελοιογράφοι, όπως, καλή ώρα, στην εποχή μας. Τότε απαντούν με το γέλιο ή το γελοίο, για να αμυνθούν στις καταχρήσεις της εξουσίας, η οποία, όταν την συμφέρει, επαινεί τον δημιουργό τους, ενώ, όταν την πλήττει, τον συκοφαντεί ή τον διώκει.

Υπάρχουν, βέβαια, διαβαθμίσεις του γέλιου στη ζωή και στην Τέχνη, από το αρχαϊκό χαμόγελο στο πρόσωπο της αθηναϊκής κόρης της Ακρόπολης, την καμπούρα και τον αταίριαστο έρωτα του Κουασιμόδου στην Παναγία των Παρισίων ως την αφέλεια του Δον Κιχώτη.

Στην καθημερινότητα, επίσης, είναι γνωστό το μειδίαμα που προκαλούν οι αντικοινωνικές φιγούρες απροσάρμοστων συνανθρώπων ή και η αφελής αδεξιότητά τους.

Σαφώς και πρέπει να ξεχωρίσουμε το καλόκαρδο, “ξεκαρδιστικό” και “κακαριστό” γέλιο, από το ανόητο, το νευρικό γέλιο, το γέλιο της αμηχανίας ή το σαρκαστικό και μοχθηρό, το σαρδόνιο.

“Γελᾷ δ’ ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ”, που σημαίνει “γελάει ο ανόητος, κι ας μην υπάρχει τίποτα που να είναι αστείο” και αποδίδεται στον αρχαίο σοφό Πιττακό τον Μυτιληναίο.

Γνωστή είναι στον οικογενειακό μας περίγυρο η σκηνή δολοφονημένου αγαπημένου μας προσώπου, που όδευε στην τελευταία του κατοικία, εν μέσω πάνδημου θρήνου, ενώ γυναικείο πρόσωπο, εχθρικά διακείμενο, γελούσε ειρωνικά, επιχαίροντας με καγχασμό. Οικογενειακά, το περιφρονούσαμε εφ’ όρου ζωής. Γιατί, υπάρχει και αυτό το γέλιο, το κακεντρεχές, το κακόγουστο και χαιρέκακο.

Βασικό στοιχείο, όμως, του υγιούς γέλιου είναι εκείνο που ανάβει από μία αστεία γκριμάτσα, από την προσπάθεια της ψυχής του καταπιεσμένου να κατατροπώσει τη δυστυχία, να ορθοποδήσει ως ισορροπημένος ψυχοσωματικος άνθρωπος. Να γίνει “χαρίεις”, χαριτωμένος και όχι μελαγχολικός ή καταθλιπτικός, ακόμη κι όταν είναι φτωχός και “εμπερίστατος”, όταν είναι σε δύσκολη θέση όπως τη σημερινή.

* Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας της Π.Α.Ε.Α.Κ., συγγραφέας