Οι πρώτες μέρες της προεδρίας του (εκ) νέου πλανητάρχη ήδη εγγράφηκαν στην ιστορία. Στις ΗΠΑ, ως πολυπολιτισμικό «έθνος», ξημερώνει μια διαφορετική εποχή. Στο κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζονται κάποιες απόψεις σχετικά με το έθνος, τον εθνικισμό και την πολυπολιτισμικότητα.
Ανατρέχοντας στη διδαχή της ιστορίας τη λέξη «έθνος» χρησιμοποιεί ο Όμηρος (Ιλιάς, στ. 33) για να ορίσει μια μεγάλη ομάδα στρατιωτών ή ζώων, ο Αισχύλος (Πέρσαι, στ. 56), για να αναφερθεί στους Πέρσες, ενώ ο Ηρόδοτος (1964) ως στοιχεία που ορίζουν ένα έθνος που θεωρεί την κοινή γλώσσα και θρησκευτική λατρεία, το ίδιο αίμα και τα ταιριαστά ήθη.
Ξεχωρίζει δε ως έθνη με παρόμοια πολιτιστική ταυτότητα το Αττικό, το Ελληνικό, το Μακεδονικό και άλλα. Αναφορές του «έθνους» συναντάμε στην Αγία Γραφή, στη μεσαιωνική και αναγεννησιακή γραμματεία (Λαούρδας 1951, 237). Στη εποχή μας τα έθνη είναι φυσικές πολιτικές ενότητες, διαθέτουν ξεχωριστό χαρακτήρα, ιστορία, γλώσσα, παραδόσεις, πεπρωμένο.
Τα παράγωγα του όρου «έθνος» -εθνικός, εθνοτικός, εθνοτισμός, εθνικισμός-, φαίνεται να διαμορφώνονται μόνο κατά τον 19ο αιώνα. Πρόσφατα επίσης χρησιμοποιείται ο όρος «πολυπολιτισμικότητα» για να αναφερθούμε στην ύπαρξη τουλάχιστον δύο πολιτισμικών διαφορετικοτήτων μέσα σε μια κοινωνία, αλλά και για το δικαίωμα των ομάδων αυτών για αναγνώριση και σεβασμό.
Ο εθνικισμός: ιστορία και πολιτικές πρακτικές
Ο όρος εθνικισμός, με τη σημασία της μη ανεκτικότητας, εμφανίζεται τη δεκαετία του 1890, σε περιβάλλοντα όπου δεν είχαν επαφή με τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης.
Ο εθνικισμός αντλεί τη δύναμή του από τη δεξαμενή των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και περιγράφει τους εκπροσώπους της αντίδρασης. Η άνοδος των εθνικιστικών καθεστώτων στην δεκαετία του 1930 συμβαίνει σε μια περίοδο όπου ο κοινωνικός φιλελευθερισμός βρισκόταν σε πλήρη συρρίκνωση.
Ομοίως ο φιλελεύθερος κοινωνικός μετασχηματισμός και η παγκοσμιοποίηση των τελών του 20ού αιώνα εξέθρεψαν τα φαινόμενα της μαζικής ξενοφοβίας στη βάση των ούτως ή άλλως πολυπολιτισμικών κοινωνιών.
Ο Kedourie (2017) θεωρεί τον εθνικισμό απότοκο του Διαφωτισμού και μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου των αρχών του 19ου αιώνα. Η θεωρία του διατείνεται πως από τη φύση της η ανθρωπότητα είναι διαιρεμένη σε έθνη. Τα έθνη προσδιορίζουν μια συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα ικανή να επιβάλει την εθνική της αυτοδιάθεση.
Ο εθνικισμός, που γεννιέται στους κόλπους της αστικής τάξης, εμφανίζεται παράλληλα με το ρεύμα του Ρομαντισμού (1790-1840) και χρησιμοποιείται στην ιδεολογική εργαλειοποίηση των πολέμων, εξωτερικών και εσωτερικών. Ο Gellner είναι της άποψης πως η δημιουργία των εθνών–κρατών αποτελεί ένα τυχαίο ενδεχόμενο και όχι μια οικουμενική αναγκαιότητα που προέκυψε από τις θεωρίες και προτροπές της ευρωπαϊκής διανόησης.
Ο εθνικισμός ως «η αρχή των ομοιογενών πολιτισμικών οντοτήτων», δεν είναι ούτε στη φύση μήτε στις καρδιές των ανθρώπων, είναι μια ψευδής συνείδηση που αντιστρέφει την πραγματικότητα.
Ο Karl Marx θεωρεί τον εθνικισμό έκφραση των συμφερόντων της άρχουσας ελίτ στον αντίποδα της ταξικής αλληλεγγύης. Το «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» είναι πιο σημαντικό και διαθέτει περισσότερη πολιτική δύναμη από ό,τι η εθνική ταυτότητα. Ο εθνικισμός αναπτύσσει υποκειμενικούς και αντικειμενικούς πολιτικούς σκοπούς με πολιτισμικά και βιολογικά χαρακτηριστικά.
Προσφέρει εδαφικά σύνορα, θρησκεία, γλώσσα, ένδοξο παρελθόν-μνήμη. Σφυρηλατεί δεσμούς αίματος και συλλογικό πνεύμα εμπιστοσύνης στο παρόν και εκκολάπτει μια αίσθηση συναισθηματικής συνέχειας, ενός πεπρωμένου στο μέλλον.
Δημιουργεί ένα οργανικό ενιαίο σύνολο με βάσεις σε ένα ιστορικό απώτερο παρελθόν, που επεκτείνεται και συνενώνει τα κύρια χαρακτηριστικά του στο παρόν, δίνοντας μια προοπτική, διέξοδο στο αύριο. Στο άτομο, ως συγκεκριμένη μοναδική ταυτότητα, καλλιεργείται η πεποίθηση πως ανήκει σε μια συλλογική κοινωνική οντότητα, στο έθνος.
Αν του ζητηθεί μπορεί να κάνει τη μεγαλύτερη υπέρβαση, να προσφέρει και τη ζωή του για να υπηρετήσει το έθνος. Όλοι οι άνθρωποι οφείλουν να ταυτίζονται με κάποιο έθνος. Σύμφωνα με τον Gellner ο εθνικισμός γεννάει τα έθνη και όχι το αντίστροφο. Στόχος του εθνικισμού αποτελεί η ίδρυση με κάθε μέσο ενός έθνους-κράτους.
Όμως για να συμβεί αυτό χρειάζεται μια ισχυρή παρακαταθήκη, μια τράπεζα με μνήμες, σύμβολα, αξίες, μύθους, παραδόσεις, ικανό σύνολο πολιτισμικής δημιουργίας και ένα δεδομένο πληθυσμό που να έχει συνείδηση των παραπάνω στοιχείων, στοιχεία που ορίζουν μία ταυτότητα.
Ας θυμηθούμε την περίφημη παραδοχή του Massimo d’ Azeglio «fatta l’ Italia, facciamo gli Italiani», φτιάξαμε την Ιταλία, ας φτιάξουμε τώρα τους Ιταλούς. Μια ιδιάζουσα περίπτωση εθνοτικής ομάδας αποτελούν οι Ρομά, που ενώ έχουν συναίσθηση της ταυτότητάς τους δεν ταυτίστηκαν ποτέ με οριοθετημένα εδαφικά σύνορα και ποτέ δεν ήταν υπεύθυνοι για την κήρυξη κανενός πολέμου.
Ο Gellner υποστηρίζει πως τα σύνορα του έθνους είναι τα σύνορα του κράτους. Η περίπτωση του Βελγίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έθνος-κράτος, αφού ενυπάρχουν δύο διαφορετικές κουλτούρες, η Γαλλική και η Φλαμανδική, και τρεις διαφορετικές γλώσσες, η Γαλλική, Ολλανδική και Γερμανική.
Η ατομική ελευθερία και αυτοπραγμάτωση και κατ’ επέκταση η πρόοδος και η ευημερία της κυρίαρχης εθνοτικής ομάδας συμβαδίζουν με την πορεία του έθνους. Η πίστη στα έθνη ως πηγή κάθε εξουσίας, κοινωνικής και πολιτικής, είναι ανώτερη από κάθε άλλη. Προϋπόθεση για να επικρατήσει η ειρήνη στον κόσμο αποτελεί η ασφάλεια και η ελευθερία των εθνών.
Μπορεί η φυλλορροούσα φεουδαρχία και η κατάρρευση των πολυεθνοτικών δυναστικών κρατών, η καλπάζουσα, ακανόνιστη εξάπλωση της βιομηχανικής κοινωνίας, η άνοδος της μεσαίας τάξης και η αναγκαστική εγγραμματοσύνη του 19ου αιώνα να συμπορεύτηκαν με την εδραίωση των εθνών-κρατών και με την άνθηση του εθνικισμού στις Δυτικές κοινωνίες, όμως τα χαρακτηριστικά αυτά δεν απαντώνται κατ’ ανάγκη στα τριτοκοσμικά κράτη της Αφρικής, που ξεφυτρώνουν μετά την απο-αποικιοποίηση τον 20ό αιώνα.
Η καλλιέργεια μιας ενιαίας εθνικής αυτοσυνειδησίας που επέβαλαν τα κράτη και η ομογενοποίηση των πληθυσμών μέσα από ένα σύνολο γραφειοκρατικών μηχανισμών δεν ήταν πάντα εφικτή.
Ούτε οι συνθήκες που υπογράφηκαν με το τέλος των δύο παγκόσμιων πολέμων αλλά μήτε και η διάχυση της πληροφορίας κατά τον 20ό αιώνα δεν μπορούσαν να αποτρέψουν τις εθνοτικές βίαιες συγκρούσεις όπως π.χ. τους φυλετικούς πολέμους στη Σομαλία, στις πρόσφατες συγκρούσεις που ενέσκηψαν με το διαμελισμό της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, ή ακόμα και στην περίπτωση της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ. Από τα παραπάνω φαίνεται πως ο εθνικισμός έχει την ευελιξία να αναπαράγεται σε κάθε ήπειρο και υπό διαφορετικές συνθήκες.
Εμφανίζεται και κανοναρχεί πληθυσμιακά σύνολα με λιγότερο ή περισσότερο καπιταλισμό και εκβιομηχάνιση, με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις, με ισχυρούς ή μη δεσμούς, με λιγότερο ή περισσότερο κράτος, με καθολική ή ελάχιστη εκπαίδευση. Εν συντομία όπως καταδείχνουν όσα προηγήθηκαν ο εθνικισμός εξ ορισμού αποκλείει όλους όσοι δεν ανήκουν στο έθνος του, δηλαδή την συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων.
Πολυπολιτισμικότητα και εθνικισμός: σχέσεις συνεχούς εξέλιξης
Σε αντιδιαστολή με την τελευταία πρόταση του προηγούμενου κεφαλαίου η πολυπολιτισμικότητα μάλλον αποτυπώνει την πραγματική εικόνα του κόσμου. Μια περίπλοκη ποικιλία ξεχωριστών ομάδων, που σε αλληλεπίδραση καθορίζουν την σύγχρονη κοινωνία μέσα στα πλατιά ή περιορισμένα εδαφικά σύνορα των εθνών-κρατών.
Προκειμένου να ανιχνεύσουμε εκδοχές του εθνικισμού που δείχνουν, αν όχι αξιόλογο τουλάχιστον κάποιο, σεβασμό σε άλλες πολιτισμικές ομάδες θα πρέπει εξ ορισμού να αποκλείσουμε τις ιδέες των φασιστικών, ναζιστικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων, αλλά και μέρος των πολιτικών κυρίαρχων ομάδων μέσα στις αποκαλούμενες «δημοκρατίες» Δυτικού τύπου.
Συνεπώς αποκλείουμε τους γνωστούς τρόπους επιβολής των αξιακών, κανονιστικών και εθνικιστικών τους ιδεολογικών πλαισίων, που δείχνουν μηδενικό σεβασμό και αρνητική αποδοχή στις μειονοτικές ομάδες.
Ο ναζισμός, κάθετα αντίθετος σε κάθε διαφορετικότητα, χρησιμοποίησε το βίαιο και άμεσο τρόπο φυσικής εξόντωσης των μειονοτήτων. Η έμμεση εξόντωση από κακουχίες και πείνα επιλέχθηκε για τον αφανισμό των Αρμενίων μεταξύ 1908-1918, ενώ στη Ινδία η ανθρωπότητα έγινε μάρτυρας της βίαιης εκδίωξης εκατομμυρίων ανθρώπων προς το Πακιστάν και αντίστροφα από το 1947.
Στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής ακολουθήθηκε το μοντέλο της πολιτικής των σοβαρών διακρίσεων εναντίον των μειονοτήτων, το λεγόμενο Απαρτχάιντ.
Σε άλλες περιπτώσεις επιλέχθηκε η αφομοίωση των μειονοτικών ομάδων, με την βίαιη ή ήπια αλλαγή των χαρακτηριστικών τους, για να ενσωματωθούν στο κυρίαρχο εθνικιστικό πρότυπο, όπως συνέβη στις ΗΠΑ.
Ίσως η οξύτερη αλλά ταυτόχρονα η πλέον οπισθοδρομική διατύπωση για την πολυπολιτισμικότητα ανήκει στον Roger Kimball: η κοινωνία σήμερα δεν καλείται να επιλέξει μεταξύ μσια ισοπεδωτικής δυτικής κουλτούρας και μιας «ευδαιμονικής» πολυπολιτισμικότητας, αλλά ανάμεσα στον πολιτισμό και στην βαρβαρότητα.
«Η προστασία των καθαρόαιμων γηγενών από τα μιάσματα» είναι η φράση που χρησιμοποιεί ο Hobsbawm, αναφερόμενος στο κύμα ρατσισμού που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, προάγγελος αντίστοιχων φαινομένων των τελών του 20ού αιώνα.
Όσοι συμπορεύονται με αυτές τις απόψεις εκτρέφουν τη μισαλλοδοξία πιστεύοντας πως το δικό τους έθνος, -πολιτισμός, κουλτούρα-, είναι de facto ανώτερο και καλύτερο οποιουδήποτε άλλου, που αξίζει και αυτοδίκαια οφείλει να επιβληθεί στους άλλους.
Έτσι στο όνομα μιας φαντασιακής ανωτερότητας, με κατασκευασμένες αλλά και υπαρκτές εγγενείς πολιτισμικές διαφορές, οι πολιτισμικές ομάδες διαχωρίζονται σε εμείς και οι άλλοι, είτε εντός των οριοθετημένων συνόρων όπου η κυρίαρχη πλειοψηφική ομάδα ασκεί την εξουσία της, είτε εκτός συνόρων όπου άλλες ομάδες με παρόμοιους προσανατολισμούς ασκούν τη δικιά τους εξουσία.
Ο Heywood ορίζει την πολυπολιτισμικότητα ως την αποδοχή της κοινωνικής-πολιτισμικής διαφορετικότητας και την πίστη πως διαφορετικές ομάδες μπορούν να συνυπάρξουν στα πλαίσια του αμοιβαίου σεβασμού και αναγνώρισης. Βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη ποικιλομορφίας και πολιτισμικού πλουραλισμού αποτελεί η παραδοχή της ισότητας, της ελευθερίας και του βασικού δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του ατόμου.
Κατ’ επέκταση τα έθνη ως κυρίαρχες οντότητες που αποτελούνται από σύνολα ατόμων είναι ίσα μεταξύ τους και τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης.
Πάνω σε αυτές τις βασικές γραμμές θεμελιώθηκε ο φιλελεύθερος εθνικισμός του 19ου αιώνα, με απώτερο στόχο την απαγκίστρωση από την καταπίεση της ξένης κυριαρχίας και με προοπτική την αντιπροσωπευτική συνταγματική αυτοκυβέρνηση.
Με δεδομένη την ανάγκη του ατόμου να ανήκει σε ένα κοινωνικό σύνολο που θα του αναγνωρίζει τα βασικά του δικαιώματα και θα του εξασφαλίζει ένα πλαίσιο ασφαλείας, η ενσωμάτωση των ατόμων, και εκ τούτου των ευρύτερων πολιτισμικών ομάδων, σε ένα κοινό εθνικό πολιτισμό θα μπορούσε να προάγει αμοιβαία αισθήματα κατανόησης, εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης.
Παρ’ ότι ο φιλελευθερισμός, που προβάλει την ατομική αυτονομία θα ήταν αντίθετος στην πολυπολιτισμικότητα αφού θα τη θεωρήσει ανάξια λόγου σε σχέση με το άτομο, εν τούτοις οι φιλελεύθερες Δυτικές κοινωνίες, με στόχο την εσωτερική ασφάλεια, προσπάθησαν να επιτύχουν την κοινωνική ομοιογένεια και μια καθολική κοινή εθνική ταυτότητα. Για τούτο χρησιμοποίησαν την δύναμη της εκπαιδευτικής διαδικασίας και μια σειρά κοινωνικών μέτρων και οικονομικής αναδιανομής.
Στις ΗΠΑ π.χ. για τις θέσεις υψηλής ευθύνης, όπως οι πανεπιστημιακές έδρες, καθιερώθηκε ένα σύστημα ποσόστωσης υπέρ των μειονοτικών ομάδων. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέρος της φιλελεύθερης εθνικιστικής πολιτικής στην προσπάθεια να εδραιωθεί ένας κοινός εθνικός πολιτισμός.
Όμως η συγκεκριμένη επιλογή έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή του φιλελεύθερου κράτους και φέρνει σε αντιπαράθεση τους φιλελεύθερους γύρω από το νόημα του φιλελευθερισμού. Ενός φιλελευθερισμού που στέκεται υπεράνω των κοινωνικών διαχωρισμών και αδιαφορεί για την πολυπολιτισμικότητα.
Από την άλλη μια τέτοια θεώρηση μπορεί να είναι πιο κοντά στις σοσιαλιστικές αρχές που διακηρύσσουν πως εξαλείφοντας τις οικονομικές ανισότητες θα μαραζώσουν αυτόματα και οι πολιτικές ανισότητες, αλλά στην πράξη η οικονομική ευημερία δεν καταργεί τις όποιες πολιτισμικές ανισότητες.
Οι προσπάθειες ενσωμάτωσης των μειονοτήτων στην κυρίαρχη εθνοτική ομάδα δεν ευδοκίμησαν πάντα. Μπορεί, στην αρχή του ειρηνικού διαχωρισμού, το βελούδινο διαζύγιο Τσέχων και Σλοβάκων να στέφτηκε με επιτυχία αλλά δεν συνέβη το ίδιο στις περιπτώσεις των εθνικιστικών διεκδικήσεων των Ουαλών, των Σκωτσέζων, των Καταλανών, των Κορσικανών, των κατοίκων του Κεμπέκ και των αυτόχθονων του Καναδά, ή των άλλων γηγενών λαών της Αμερικής.
Υπήρξε σθεναρή αντίσταση στα ανελέητα μέσα καταστολής που χρησιμοποίησαν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες για να κατευνάσουν τους μειονοτικούς εθνικισμούς.
Από την πλευρά της κυρίαρχης ομάδας υπάρχει πάντα η κριτική πως οι πολυπολιτισμικές πολιτικές μακροπρόθεσμα λειτουργούν διαβρωτικά και αποσταθεροποιητικά εις βάρος της κοινωνικής σταθερότητας.
Οι υπερασπιστές της πολυπολιτισμικότητας ισχυρίζονται πως οι θεσμοί των κυρίαρχων ομάδων μεροληπτούν υπέρ της πλειοψηφίας με αποτέλεσμα να βλάπτονται κυρίαρχα δικαιώματα των μειονοτικών ομάδων και σημαντικά ατομικά συμφέροντα.
Συμπεράσματα
Στο διάβα της ιστορίας, με τις επάλληλες μετακινήσεις μεγάλων ή μικρότερων πληθυσμών, η φυλετική καθαρότητα που τόσο προβάλλει ο εθνικισμός έχει κυριολεκτικά χαθεί.
Η δημιουργία κοινοτήτων στον νέο τόπο εγκατάστασης των μετακινούμενων πληθυσμών είχε ως φυσικό επακόλουθο τις μίξεις και επιδράσεις μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων. Η κυριαρχία του εθνικισμού των δυο τελευταίων αιώνων άφησε την ανθρωπότητα βορά σε δυο καταστροφικούς πολέμους, δεκάδες περιφερειακές συρράξεις, και εκατοντάδες ανοιχτά μέτωπα βίαιων ή ήπιων εθνοτικών διεκδικήσεων.
Ως κατ’ εξοχήν πολυπολιτισμική ήπειρος, η Ευρώπη κλήθηκε να αντιμετωπίσει το ιστορικό της πεπρωμένο. Η ανάγκη να ξεπεραστούν οι εθνικιστικές ιδεοληψίες στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά και ως απάντηση στην παγκοσμιοποίηση οδήγησαν, με βάση τις φιλελεύθερες πολιτικές και οικονομικές αρχές, στη δημιουργία των υπερεθνικών δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επικαλούμενοι την ειρήνη, την ευημερία και την οικονομική ανάπτυξη έγιναν, τόσο από τα φιλελεύθερα έθνη- κράτη της Δύσης όσο και από τα σοσιαλιστικά κράτη του πρώην Ανατολικού μπλοκ, προσπάθειες ενσωμάτωσης των διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων στην κυρίαρχη εθνοτική ομάδα.
Οι συνέπειες των ενεργειών αυτών, της αλλαγής δηλαδή των κύριων χαρακτηριστικών των μειονοτικών ομάδων υπήρξαν αμφιλεγόμενες. Στο όνομα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας κρύβει τους δικούς της κινδύνους. Στην πολιτική της εθνικής οικοδόμησης εκφράζεται ο φόβος πως στο όνομα της παγκοσμιοποίησης και της ανοιχτής κοινωνίας ίσως περισταλούν οι ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολυπολιτισμικών κοινωνιών.
Οι σκεπτικιστές από την άλλη διατυπώνουν την άποψη πως η πολυπολιτισμικότητα ενδέχεται να παρουσιάσει τα ίδια πολιτικά χαρακτηριστικά με τον εθνικισμό, του οποίου υποτίθεται αποτελεί απάντηση. Ίσως η μόνη απάντηση για την πολυπολιτισμικότητα σε αντιδιαστολή με τον εθνικισμό να είναι η γνώση:
«ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ. (Τω δίδει τον κατάλογον των φαγητών) ορίστε· εδώναι γραμμένα τα φαγιά που ούχουμεν.
ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ. Αυτά είναι γραμμένα φιράγκικα — εγώ ντε μπορώ ντιαβάσω.
ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ. Ρωμαίικα ναι γραμμένα, μόν’ εσείς εν τα βγάνετεν θέτενε να σας τα διαβάσω;»
O κ. Μανώλης Βραχνάκης είναι πολιτισμολόγος – συγγραφέας