Πατέρας της Ιστορίας θεωρείται ο Ηρόδοτος αν και με τα σημερινά κριτήρια θα τον κατατάσσαμε καλύτερα στους εθνογράφους ή τους ανθρωπολόγους. Η Ιστορία του είναι γοητευτική και ευχάριστη. Αυτό άλλωστε του καταλογίζει ο Θουκυδίδης, ότι δηλαδή ήταν λόγια που ευχαριστούν την ακοή, ενώ το δικό του έργο είναι «κτήμα ες αεί», αιώνιος θησαυρός.
Μετά από 2.500 χρόνια φαίνεται ότι δικαιώνεται, αφού παρά τις νέες μεθοδολογικές και επιστημονικές μελέτες ο τρόπος που καταγράφει τα γεγονότα και αγωνίζεται να ανακαλύψει την αλήθεια είναι γενικότερα δεκτός.
Θα περιοριστώ στην δημηγορία του Διοδότου φωτίζοντας μερικά σημεία. Το 428 π.Χ. αποστατούν οι Μυτιληναίοι από την Αθηναϊκή συμμαχία. Η αποστασία καταστέλλεται και στην Εκκλησία του Δήμου αποφασίζεται να θανατωθούν όλοι οι άντρες και οι γυναίκες και τα παιδιά να πουληθούν ως δούλοι. Ήταν μια απόφαση πολύ σκληρή που πάρθηκε με εισήγηση του Κλέωνος, διαδόχου του Περικλή που είχε πεθάνει.
Όταν οι Αθηναίοι επιστρέφουν στα σπίτια τους αισθάνονται το βάρος και την υπερβολική σκληρότητα της απόφασής τους και την επομένη συγκεντρώνονται πάλι για να ξανασυζητήσουν το ίδιο θέμα. Ο Κλέων τούς κατηγορεί και επιμένει. Τον διαδέχεται στο βήμα ο Διόδοτος που προσπαθεί να μεταπείσει τους Αθηναίους.
Θα επικεντρωθώ σε μία παράγραφο, σημαντική και για το σημερινό ποινικό δίκαιο και για την ανθρωπογνωσία. “Πεφύκασι τε άπαντες και ιδία και δημοσία αμαρτάνειν, και ουκ έστι νόμος όστις απήρξει τούτου”. Μτφρ: Από τη φύση τους όλοι παρανομούν και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή και δεν υπάρχει νόμος που θα το εμποδίσει αυτό.
Στη συνέχεια αναφέρει ότι στην πορεία του χρόνου επέβαλλαν συνεχώς μεγαλύτερες ποινές, ώσπου για απλές παρανομίες η ποινή ήταν θάνατος. Όμως τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. Αναζητά επομένως ο ρήτορας τις αιτίες της παρανομίας. Ως πρώτη εντοπίζει την πενία που κάνει τους ανθρώπους τολμηρούς. Στη συνέχεια λέει «Ελπίς τε και Έρως επί παντί, ο μεν ηγούμενος η δε εφεπομένη». Μτφρ: Η ελπίδα και η υπερβολική επιθυμία για κάτι. Η επιθυμία προηγείται και ακολουθεί η ελπίδα ότι θα επιτύχεις να κατακτήσεις ότι αγαπάς.
Εντοπίζει και άλλες δευτερεύουσες αιτίες, οι σημαντικές όμως είναι αυτές.
Ο Θουκυδίδης φυσικά δεν είχε μαγνητόφωνο και οι δημηγορίες αποδίδονται από τον ίδιο με τον τρόπο που κάθε ρήτορας θα έπρεπε να μιλήσει τη συγκεκριμένη στιγμή. Όλες είναι κοσμήματα ρητορικής τέχνης και το ύφος και η γλώσσα του ιστορικού παρά τις δυσκολίες και την πυκνότητα της είναι πνευματικά επιτεύγματα αξιοθαύμαστα. Σήμερα, που συχνά πολλοί υποστηρίζουν την θανατική καταδίκη για ειδεχθή εγκλήματα, οι ανθρωπογνωστικές παρατηρήσεις του Διοδότου είναι διδακτικές.
Αν ο πολιτισμός είναι μία πορεία από τη βαρβαρότητα στη σύγχρονη ανθρωπιστική αντίληψη των προοδευτικών κρατών, αυτό οφείλεται σε πολλά. Στους επιστήμονες, στους φιλοσόφους, αλλά και σε μεγάλα πνεύματα, όπως ο Θουκυδίδης που αξίζει να τιμούμε και να ξαναδιαβάζουμε.
Η περιλάλητη Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν έργο λίγων ανθρώπων που οδήγησαν και οδηγούν ακόμη και σήμερα την ανθρωπότητα. Δυστυχώς ο φτηνός λαϊκισμός, όπως του Κλέωνα, παρασύρει και υπονομεύει τις αξίες και την αρετή, που παραμένει ζητούμενο συχνά των ανθρωπίνων κοινωνιών.
Προχωρούμε ίσως πολύ αργά. Ελπίζω, όμως, προς τη σωστή κατεύθυνση. Πάντως, ο συνδυασμός της ελπίδας και του έρωτα παραμένουν πάντα κρίσιμα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Αν δεν κυριαρχήσει «ο λόγος», η σύνεση και η αμοιβαία αποδοχή, ο άνθρωπος αποδεικνύεται το μεγαλύτερο θηρίο. Ευτυχώς ο Διόδοτος έπεισε τους Αθηναίους. Άλλαξε την απόφασή τους και τελικά τιμώρησαν μόνο τους πρωτεργάτες της αποστασίας.