Μετά την διπλή και τραυματική εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και την συνακόλουθη παραίτηση Τσίπρα, στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έπεσαν τίτλοι τέλους για μια εποχή που άφησε κι αυτή το αποτύπωμά της στην πολιτική ζωή του τόπου. Εκ των πραγμάτων λοιπόν δρομολογήθηκαν οι διαδικασίες για μια ανοικτή εκλογή νέας ηγεσίας, επιδιώκοντας αυτή να διαμορφώσει μια σαφή και πειστική προοπτική για τις ανάγκες της επόμενης μέρας.

Οι δυο βασικοί διεκδικητές της αρχηγίας είναι, η Έφη Αχτσιόγλου και ο Στέφανος Κασσελάκης. Η κ. Αχτσιόγλου υπόσχεται μία Αριστερά ισχυρή, ενδυναμωμένη, που μπορεί να αντιπαρατεθεί με όρους πολιτικούς και, τελικά, να κερδίσει τη Δεξιά.

Ο κ. Κασσελάκης, είναι ένας άνθρωπος που ασχολείται για πρώτη φορά με την πολιτική, και οραματίζεται μια «σύγχρονη Αριστερά» που θα προκύψει μέσα από αναγκαία «ανασυγκρότηση». Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά της «σύγχρονης Αριστεράς» δεν έχουν σαφώς διευκρινιστεί, ενώ η πολιτική, όπως την ξέραμε μέχρι τώρα, φαίνεται να παραχωρεί πλέον τη θέση της στην «μεταπολιτική», που ασκείται με όρους «εικόνας και ήχου».

Ωστόσο, μια διαδικασία ανασυγκρότησης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα μόνο λαμπερό ηγετικό πρόσωπο και στην ομάδα που έχει συγκροτήσει, αλλά θα πρέπει να αφορά ευρύτερες συνέργειες.

Δεν μπορεί επίσης να ξεκινήσει οποιαδήποτε συζήτηση ανασυγκρότησης στον ΣΥΡΙΖΑ, αν πρώτα δεν προβεί το κόμμα σε μια ουσιαστική αυτοκριτική, την οποία δεν έχει κάνει μέχρι σήμερα. Δηλαδή σε μια αυστηρή αξιολόγηση των πεπραγμένων, των παραλείψεων και των αδυναμιών του.

Με ειλικρίνεια όμως και με πολιτικό θάρρος αυτή τη φορά και χωρίς εξωραϊστικές λογικές που συνήθως καταλήγουν αδιέξοδες. Οφείλει ο ΣΥΡΙΖΑ να διδαχθεί από το εκλογικό αποτέλεσμα του 2023, καθώς αυτό συνδέεται άμεσα, τόσο με τον τρόπο που πολιτεύθηκε ως αντιπολίτευση τα τελευταία τέσσερα χρόνια, όσο και με την κυβερνητική εμπειρία του 2015-2019, έτσι όπως αυτή κατανοείται και αξιολογείται εκ των υστέρων από την κοινωνία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία δεκαετία, έχασε μια τεράστια ευκαιρία να εδραιωθεί ως ένα μαζικό και λαϊκό κόμμα της Αριστεράς, επειδή απουσίαζε η βούληση και η αναγκαία οργανωτική κουλτούρα, αλλά και γιατί κάθε προσπάθεια εξουδετερώθηκε από τους ισχυρούς ανταγωνισμούς των πολλών και διαφόρων τάσεων που αναπτύχθηκαν.

Όντας φορέας μια χαλαρής οργανωτικής παράδοσης, βρέθηκε ξαφνικά στην εξουσία με περιορισμένη οργανωτική επιρροή, αναντίστοιχη όμως, ποιοτικά και ποσοτικά, εκείνης της διευρυμένης εκλογικής του επιρροής.

Η πολυπόθητη «διεύρυνση» κατανοήθηκε με ποσοτικούς όρους και δεν υπήρξε καν συζήτηση για την δυνατότητα ένταξης περισσότερων ανθρώπων στο εσωτερικό του κόμματος, αδυνατώντας παράλληλα να δοθεί και να διατηρηθεί  και ένα στίγμα αριστερής λογικής. Τα τελευταία χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ εισήλθε σε μια περίοδο απόλυτης στασιμότητας, ενώ έχασε κάθε επαφή με τις συλλογικότητες, τα επιμελητήρια, τα σωματεία και τις τοπικές κοινωνίες.

Έτσι, έφτασε το κόμμα στη σημερινή θλιβερή κατάσταση, που παραμονές εκλογών να μην έχει συγκροτημένες αυτοδιοικητικές παρατάξεις, και με διχασμένες οργανώσεις μελών να αναζητούν πρόχειρες λύσεις της τελευταίας στιγμής και αμφιβόλου ποιότητας.

Αποτιμώντας τη διαδικασία εκλογής νέας ηγεσίας, θα έλεγα ότι επρόκειτο για μια διαδικασία πολύ χαμηλών τόνων, η οποία αντιμετωπίστηκε από την κοινή γνώμη με περιορισμένο ενδιαφέρον, μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε ως υποψήφιος ο Στέφανος Κασσελάκης και έφερε τα πάνω κάτω.

Ο «αυτοδημιούργητος εφοπλιστής», άρτι αφιχθείς εξ Αμερικής, εισέβαλε ξαφνικά την τελευταία στιγμή στην προεκλογική κούρσα και τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα μιας διαδικασίας που μέχρι τότε περνούσε σχεδόν απαρατήρητη. Νέος, ωραίος, πλούσιος με γραβάτα, με επικοινωνιακό χάρισμα και με ιδιαίτερες προτιμήσεις.

Στοιχεία τα οποία μπορεί μεν να μην ταιριάζουν με την κουλτούρα ενός αριστερού κόμματος, αλλά αυτή ακριβώς η αντίθεση ίσως να κέντρισε – μεταξύ άλλων – και το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, που τον προέβαλαν καθημερινά είτε με θετικά είτε με αρνητικά σχόλια.

Ο Στέφανος Κασσελάκης έχει προσδιοριστεί από πολλούς ως ένας «φυτευτός» εξωτερικός παράγοντας που έχει αποστολή να προξενήσει τη «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ.

Αγνοούν βεβαίως το γεγονός, κάποιοι σχολιαστές αλλά και κομματικοί αναλυτές που επικαλούνται τον κίνδυνο «μετάλλαξης» του ΣΥΡΙΖΑ, ότι αυτή η «μετάλλαξη» έτσι όπως τουλάχιστον εκείνοι την εννοούν, έχει ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα και ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτή να αποτελεί μια μη αναστρέψιμη εξέλιξη.

Το γεγονός ότι κατέστη δυνατή μια τέτοια υποψηφιότητα, που σαφώς κινείται εκτός της παραδοσιακής κουλτούρας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ελληνικής Αριστεράς γενικότερα, αποτελεί απόρροια των οργανωτικών παθογενειών που εδράζονται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ολοένα και περισσότεροι πηγαίνουν στο στρατόπεδο Κασσελάκη
Ο κ. Γιάννης Τσικανδηλάκης
Είναι σαφές πάντως ότι η εν λόγω υποψηφιότητα επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε αρκετά υπαρκτά διλήμματα που έχουν δημιουργήσει οι αντικειμενικές ανεπάρκειες του ΣΥΡΙΖΑ, και με αυτήν την έννοια νομιμοποιείται σε μια μεγάλη μερίδα οπαδών του κόμματος.

Ή μεγάλη αποδοχή του νέου «Αλεξη-πτωτιστή» πολιτικού από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, καταδεικνύει το μέγεθος της απογοήτευσή τους για το παλιό προβληματικό κράτος, για την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, και αποδοκιμάζει τους παραδοσιακούς μηχανισμούς του κόμματος, που αποδείχθηκαν αναποτελεσματικοί να αναδείξουν μια ρεαλιστική πρόταση εξουσίας.

Στο πρόσωπο του Κασσελάκη αναζητούν μια τελευταία ίσως ευκαιρία να βγει το κόμμα από την «εντατική», με οποιονδήποτε μάλιστα τρόπο, και να διεκδικήσει ξανά την εξουσία.

Ο κόσμος θέλει μια άλλη νέα Αριστερά, μακριά από αγκυλώσεις και παρωχημένα συνθήματα. Ο στείρος καταγγελτικός λόγος και οι κραυγές εναντίον όλων εκείνων που σήμερα «παίζουν μόνοι τους μπάλα» και που πράγματι καταστρέφουν τη χώρα, δεν αρκούν στον κόσμο, ο οποίος απαιτεί τώρα νέες κοινωνικές προτάσεις που να έχουν αντίκρισμα στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας.

Ο Κασσελάκης, μπορεί μεν να μην διαθέτει πολιτικό στίγμα, ούτε κομματική και πολιτική εμπειρία, όμως μιλά μια άλλη σύγχρονη γλώσσα, δεν δείχνει να φοβάται τη ρήξη και αυτοπροσδιορίζεται ως, «εκείνος που μπορεί να κερδίσει τον Μητσοτάκη», με πολλαπλά επικοινωνιακά «πυροτεχνήματα» και με αρκετές «αμερικανιές» βεβαίως – όπως του καταλογίζουν οι επικριτές του – ωστόσο, διαθέτει στα βιντεάκια που κυκλοφορούν στα κοινωνικά δίκτυα, εκείνο ακριβώς το στοιχείο που λείπει από την άκαμπτη παραδοσιακή κομματική τακτική.

Την οργάνωση και την αμεσότητα με όρους επικοινωνιακής στρατηγικής. Αυτήν, που απελπιστικά λείπει σήμερα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτήν, που διαθέτει σε περίσσεια η τωρινή κυβέρνηση, για να την «ξελασπώνει» διαρκώς από τις αλλεπάλληλες γκάφες της, πείθοντας τον κόσμο πως, «ο γιαλός είναι στραβός…».

Στην μετά Τσίπρα εποχή, ο ΣΥΡΙΖΑ, από κόμμα τάσεων μετετράπη σε κόμμα μηχανισμών.

Η κατάθεση των τεσσάρων υποψηφιοτήτων από την έναρξη κιόλας της διαδικασίας θεωρήθηκε από πολλούς αναλυτές, κατάλληλη συνθήκη για το ξέσπασμα εμφύλιου σπαραγμού στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ. Με την κατάθεση της πέμπτης υποψηφιότητας η συνθήκη αυτή ενισχύθηκε πολύ περισσότερο. Ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η πρώτη ψηφοφορία ήταν απίθανο να αναδείξει πρόεδρο.

Η επαναληπτική ψηφοφορία της ερχόμενης Κυριακής υποδεικνύει την ανάγκη δημιουργίας μιας ξεκάθαρης πλειοψηφίας, η οποία θα κρίνει σε σημαντικό βαθμό τη μελλοντική πορεία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Όποιος ή όποια κι αν κερδίσει τις εκλογές την ερχόμενη Κυριακή, έχει δύσκολο έργο να επιτελέσει, αφού θα πρέπει να δώσει μια νέα προοπτική, να ενώσει, να συντονίσει, αλλά κυρίως να εμπνεύσει έναν κόσμο απογοητευμένο, για να ενεργοποιηθεί ξανά και να συνεχίσει να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο.

Η ελπίδα επέστρεψε και φοράει γραβάτα. Έχω την αίσθηση ότι, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ προσήλθαν μαζικά σε τούτη την εκλογική διαδικασία, όχι τόσο για να εκλέξουν την επόμενη ηγεσία του κόμματος, όσο για να επιλέξουν τον επόμενο πρωθυπουργό της χώρας.

https://moschonas.wordpress.com