Όπως για πολλούς ανθρώπους έτσι και για μένα η Λογοτεχνία ήταν πάντοτε η άλλη πλευρά του εαυτού μου. Κι αν η καθημερινή μου ζωή έχει να επιδείξει κάτι θετικό θα πρέπει εν πολλοίς να το αποδώσω σε αυτήν την πλευρά του εαυτού μου, στην Λογοτεχνία.
Αυτήν που ξέρει να εξευγενίζει. Και με έθελγαν πάντα οι ωραίες σκέψεις και οι ιδέες που απέπνεαν τα λογοτεχνικά κείμενα, πεζά ή ποιητικά, η καλλιέπεια της γλώσσας που επιτυγχάνουν χωρίς να το επιδιώκουν και η ευγένεια της ψυχής που καλλιεργούν.
Πρέπει να ομολογήσω επίσης ότι το διήγημα συγκαταλεγόταν πάντοτε στο αγαπημένο μου λογοτεχνικό είδος. Είναι σύντομο, αυτοτελές και ολοκληρωμένο και αφήνει τη δική του γεύση το καθένα.
Από την άλλη πλευρά έτρεφα πάντοτε μεγάλη συμπάθεια στην Ηρακλειώτισσα Έλλη Αλεξίου. Η καταγωγή της από ηρακλειώτικη οικογένεια λογίων, ασκούσε πάντα μεγάλη γοητεία επάνω μου.
Κόρη του γνωστού Στυλιανού Αλεξίου, δημοσιογράφου, λογοτέχνη και διανοούμενου, είχε αδέλφια τον ποιητή Λευτέρη Αλεξίου και την Γαλάτεια, ενώ ο έτερος αδελφός της Ραδάμανθης, μηχανικός, διακρινόταν στη μουσική.
Με την οικογένεια Αλεξίου και το πνευματικό της περιβάλλον συνδέονταν στενά ο Νίκος Καζαντζάκης, μετέπειτα σύζυγος της αδελφής της Γαλάτειας, ο ποιητής Κώστας Βάρναλης, ο επίσης γνωστός λογοτέχνης Μάρκος Αυγέρης κ.ά. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος γράφει: «Καθένα από τα πρόσωπα της συντροφιάς ήταν και μια ιδιοφυΐα».
Η μετέγκαταστασή της μετέπειτα στην Αθήνα και ο εν πολλοίς περιπετειώδης βίος της ανά την Ευρώπη (Ανατολική και Δυτική) δεν μπορούσε να παρέλθει χωρίς σοβαρές επιρροές στο πρόσωπο και το έργο της. Παρά τη γενικότερη γοητεία λοιπόν που μου ασκούσαν όλα αυτά, δεν είχα μια συνολική εικόνα για το έργο και το πρόσωπό της.
Και μολονότι καλλιέργησε σε μεγάλο βαθμό το αγαπημένο μου λογοτεχνικό είδος, το διήγημα, είχα κι εδώ μόνο αποσπασματική εικόνα. Και ξαφνικά λαμβάνω περιχαρής από την εκλεκτή συνάδελφο Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έναν ογκώδη και ευπρόσωπο τόμο 850 σελίδων με όλα τα διηγήματα της Έλλης Αλεξίου, από το πρώτο (1923) έως το τελευταίο (1983). Εξήντα χρόνια περιπλάνησης ανά την Ευρώπη, εξήντα χρόνια σοβαρής δημιουργίας· πρόκειται για 105 διηγήματα που έχουν εκδοθεί σε οκτώ συλλογές.
Το βιβλίο αρχίζει με μια μακροσκελή, αξιοπρόσεκτη και σοβαρή προσέγγιση του συνολικού έργου της Έλλης Αλεξίου από την Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου. Σε ειδικό παράρτημα αναδημοσιεύονται επίσης μια κριτική μελέτη από τον Φώτο Πολίτη, ένας παλαιότερος πρόλογος του Μάρκου Αυγέρη και μια παρουσίαση της ζωής και του έργου της συγγραφέως από την Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη.
Η συζήτηση που ακολουθεί εδώ στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην πρώτη συλλογή του τόμου, «ΣΚΛΗΡΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΖΩΗ» (1923). Πρόκειται για 15 αυτοβιογραφικά διηγήματα της Έλλης Αλεξίου, που εργαζόταν τότε ως δασκάλα στο σχολείο θηλέων Ηρακλείου.
Σε αυτά η Έλλη Αλεξίου περιγράφει τη χαμοζωή της φτωχολογιάς, που ο ξεριζωμένος Ελληνισμός έπρεπε να διαχειριστεί μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, για να επιβιώσουν όσοι κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στην μητροπολιτική πατρίδα.
Η συλλογή αρχίζει με τον Φραντζέσκο. Ο μικρός Φραντζέσκος, τεσσάρων μόλις χρόνων, ακολουθεί την αδελφή του στο σχολείο θηλέων. Το παιδί δεν είναι για σχολείο, μα η δασκάλα το κράτησε, γιατί η μάνα ξενόπλενε όλη μέρα και δεν υπήρχε άλλη λύση. Ο Φραντζέσκος που λειτουργεί για τις μαθήτριες σαν η μασκοτίτσα της τάξης, μια έρχεται μια δεν έρχεται. Στα χεράκια του, στα ποδαράκια του είναι αποτυπωμένες οι πληγές, οι γρατζουνιές και όλα τα πεσίματα. «Κοντολογίς όλες οι κακουχιές των παιδιών της φτωχολογιάς».
Κι όταν η διευθύντρια δίνει στη δασκάλα τρία κομμάτια λινό ύφασμα ως πασχαλινό δώρο για τρία κορίτσια, τα πιο φτωχά, εκείνη επιλέγει να δώσει το ένα στον Φραντζέσκο. Και τότε αρχίζει η πίεση της διευθύντριας να το πάρει πίσω, γιατί ο Φραντζέσκος δεν είναι κανονικός μαθητής. Και πώς να το πράξει αυτό η δασκάλα που ξέρει ότι από τη στιγμή που ο Φραντζέσκος έλαβε το λινό το κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του και δεν το αφήνει από τα χέρια του μέρα νύχτα; Και σ’ αυτήν την εσωτερική σύγκρουση της δασκάλας, στη σύγκρουση ανάμεσα στο νόμιμο και το ηθικό, θα δώσει λύση η μοίρα με δραματικό τρόπο.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το διήγημα «Τα μάτια της Γιαννούλας», όπου τα αρρωστημένα από τις κακουχίες ματάκια της Γιαννούλας δεν μπορούν να ατενίσουν τον ήλιο. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το μεγάλο τάλαντο της ζωγραφικής να αναδυθεί και τη Γιαννούλα να μεγαλουργεί σε σχέση με τα άλλα παιδιά. Και ο γιατρός είπε πως «άμα μεγαλώσει θα γιάνουν». Και όλοι νοιάζονταν για τα ματάκια της Γιαννούλας, μη τυχόν και χαθεί το ταλέντο της. «Μα ο νόμος των φτωχών παρακολουθούσε κι αυτός από κάπου κρυφά τα ματάκια της Γιαννούλας· και κάποια στιγμή τα ‘κλεισε».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το διηγήμα «Η Φρόσω», που από τα έξι της και πριν ακόμη μάθει να λέει το γράμμα θήτα έπρεπε να μάθει να πλένει και να χτενίζει τα δυο μικρότερα αδελφάκια της αφού σ’ αυτή τη χαμοζωή η μάνα ξενόπλυνε νυχθημερόν. «Η Θεοδώρα», καθώς και το διήγημα «Τα τρία αδέλφια» κινούνται σε παρόμοια κατεύθυνση. Καθένα ωστόσο με το δικό του συναρπαστικό περιεχόμενο. Και τι να πεις για το διήγημα «Η ιστορία του Δημητράκη»; Μια κραυγή κατά των διακρίσεων· των πάσης φύσεως διακρίσεων που διαιρούν, παρά τη θέληση και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Αυτή η αγνόηση του εσωτερικού κόσμου και η αντιμετώπιση των ανθρώπων ως να πρόκειται για άψυχα υλικά, αποτελεί μέγα πρόβλημα για την Αλεξίου. Και φτάνει στην κορύφωσή του στο διήγημα «Οι τελευταίες περιπέτειες της Μίκας». Πρόκειται για μια μαϊμού που ξέφυγε από το οργίλο ύφος και τα μαστιγώματα του Γύφτου και βρέθηκε ξαφνικά σε ένα πλουσιόσπιτο όπου φιλιώθηκε με το μικρό κοριτσάκι της οικογένειας και η ζωή της έγινε παραμυθένια. Παιχνίδια, αγκαλιές, φιλιά, ζωή ονειρεμένη. Η παιδική αθωότητα δεν κάνει διακρίσεις. Ακόμη και ο αναγνώστης αρχίζει να ξεχνά ότι η Μίκα είναι πιθηκάκι. Στην πορεία των σχέσεων φαντάζει κι ο πίθηκος να γίνεται παιδί.
Ώσπου χωρίς να ρωτήσει κανείς, τη Μίκα την έδωσαν ξαφνικά σε ένα κοριτσάκι φιλικής οικογένειας. Κι η Μίκα έπεσε σε κατάθλιψη. Ούτε έπαιζε, ούτε χαιρόταν, ούτε έτρωγε, ούτε έπινε, ώσπου ήρθε αυτό που κανείς δεν λογάριαζε.
Αυτό περίπου είναι το μοτίβο μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται τα διηγήματα της Έλλης Αλεξίου: Κοινωνικο-πολιτικό.
Η Αλεξίου, όπως και οι περισσότεροι Λογοτέχνες του μεσοπολέμου, απομακρύνεται από την ηθογραφία. Τώρα ο παγκόσμιος πόλεμος και η συνακόλουθη Μικρασιατική Καταστροφή, έχουν συσσωρεύσει νέα προβλήματα.
Η Αλεξίου στρέφεται προς αυτά και προσπαθεί να ανιχνεύσει τις εσωτερικές ψυχικές επιπτώσεις που επιφέρουν στον άνθρωπο, υποδεικνύοντας έτσι τις κοινωνικές μεταβολές που θα απαιτούσε. Γράφει αυτά που πιστεύει και πιστεύει αυτά που γράφει. Γι’ αυτό και έμεινε πιστή στην πολιτική της τοποθέτηση. Γράφτηκε το 1928 στο ΚΚΕ και παρέμεινε πιστή ως το τέλος.
Διαβάζοντας Αλεξίου διαπίστωσα ακόμη μια φορά αυτό που είχα γράψει παλαιότερα για τον Σταύρο Καλλέργη, πατέρα του ηθοποιού Λυκούργου Καλλέργη, έναν από τους πρώτους σοσιαλιστές στην Ευρώπη. Πρόκειται για τον άνθρωπο που καθιέρωσε την εργατική Πρωτομαγιά. Όποιος μελετήσει προσεκτικά το έργο και τη δράση του, διαπιστώνει πως ο δικός του σοσιαλισμός δεν έχει να κάνει με υλιστικές θεωρίες, διαλεκτικό υλισμό και τα τοιαύτα. Πρόκειται για έναν ρομαντικό και βαθειά ανθρώπινο, σχεδόν ουτοπικό σοσιαλισμό.
Αυτό ακριβώς διαπιστώνεται και στην Έλλη Αλεξίου και ίσως το θέμα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μιας πιο συστηματικής μελέτης στο μέλλον. Πριν κλείσω ας μου επιτραπεί μια ακόμη διαπίστωση. Η Αλεξίου θέτει στο επίκεντρο του έργου της τη φτώχια και τους φτωχούς, όπως ο Ντοστογιέφκι και ο Παπαδιαμάντης. Όμως ανάμεσά τους υπάρχει διαφορά.
Οι φτωχοί του Ντοστογιέφκι παρουσιάζουν μιαν εξαθλιωμένη εικόνα, σου προκαλούν οίκτο· οι φτωχοί του Παπαδιαμάντη είναι τίμιοι και περήφανοι εργατικοί που προκαλούν τον σεβασμό σου. Οι φτωχοί της Αλεξίου δεν προκαλούν ούτε οίκτο, ούτε περηφάνια. Είναι κατά κανόνα φιλήσυχοι και αναξιοπαθούντες που αντιμετωπίζουν τη μοίρα τους με υπομονή και καρτερικότητα. Δέχονται τη χαμοζωή τους προσδοκώντας στην αλλαγή της μοίρας και διεγείρουν τη μέγιστη συμπάθεια και την ανθρωπιστική διάθεση στον αναγνώστη. Γι’ αυτό και το ανθρωπιστικό στοιχείο είναι έντονο στην Έλλη Αλεξίου. Δεσπόζει παντού.
Τελειώνοντας, επιθυμώ να αναφέρω ότι ο ανιψιός της Έλλης Αλεξίου, ο γνωστός μας Στυλιανός Αλεξίου, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, που πριν από λίγα χρόνια ήταν ακόμη κοντά μας, γράφει: «Η συλλογή αυτή ανασταίνει ολόκληρη την παλιά ζωή του Ηρακλείου. Κρατά στην ύπαρξη χαμένες ανθρώπινες μορφές, παιδιά που θα είχαν από καιρό πεθάνει». Όλα αυτά μας ξαναζωντανεύει η Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου και οι εκδόσεις Καστανιώτη με την επανέκδοση του βιβλίου. Θεωρώ ότι αυτό αποτελεί μεγάλη προσφορά και έχει χρέος να το διαβάσει κάθε Ηρακλειώτης, κάθε Κρητικός και κάθε Έλληνας.
* Ο Ι.Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής-πρ. Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης