ηΟ κυρ Βασίλης στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του Σαράντα  υπηρετούσε στα βουνά της Αλβανίας ως τηλεφωνητής. Στην Θεσσαλονίκη είχε αφήσει την νεαρή γυναίκα του και το μικρό του παιδί, ένα αγοράκι. Υπηρεσία του ήταν να απλώνει καλώδια για τηλεφωνική σύνδεση μεταξύ των μονάδων του ελληνικού στρατού.

Σ’ ένα βουνό ένας συνάδελφός του ξετύλιγε από την μπομπίνα καλώδιο για σύνδεση της μονάδας τους με το Κέντρο. Οι Ιταλοί από απέναντι τον είδαν, έβαλαν και τον σκότωσαν. Έμεινε εκεί στο υψωματάκι ο στρατιώτης σκοτωμένος και η μπομπίνα καταγής. Ο λοχαγός διέταξε έναν άλλο στρατιώτη να πάει να αποτελειώσει την δουλειά. Ήταν «επείγον». Μόλις όμως αυτός  ανέβηκε στο υψωματάκι, οι Ιταλοί από απέναντι έριξαν ριπή και τον τραυμάτισαν άσχημα. Γύρισε ο στρατιώτης καταματωμένος, κρατώντας τον ώμο του. Τότε ο λοχαγός διέταξε.

– Βασίλη, πήγαινε εσύ!

Ο Βασίλης είχε δείξει τόλμη και σε άλλες περιστάσεις. Χωρίς δισταγμό, όρμησε γρήγορα, άρπαξε την μπομπίνα, πήδηξε σε ένα χαντάκι από οβίδα και, πλαγιασμένος εκεί, ξετύλιξε αρκετό καλώδιο, χωρίς οι Ιταλοί από απέναντι να πάρουν χαμπάρι. Ξανά τρεχάτος γύρισε στο οχύρωμα της μονάδας του σέρνοντας το ξετυλιγμένο καλώδιο. Αυτή την φορά οι Ιταλοί τον πρόσεξαν και πυροβόλησαν. Αλλά δεν τον πέτυχαν. Και έγινε η σύνδεση της μονάδας τους με το Κέντρο.

Ο λοχαγός πρότεινε για παράσημο τον τηλεφωνητή Βασίλειο. Και παρασημοφορήθηκε για την ανδρεία του. Τελευταία φορά που τον είχα δει στην Θεσσαλονίκη ο κυρ Βασίλης είχε ξεπαραχώσει από μια κασετίνα παλιά κειμήλια. Ανάμεσά  τους  ήταν  και το παράσημο. Και το κοίταζε σκεφτικός. Τον ρώτησα τι έκανε και τον παρασημοφόρησαν. Και ταπεινά μου απάντησε.

– Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Οι άλλοι δύο ήταν ανόητοι. Προσπαθούσαν να ξετυλίξουν καλώδιο από την μπομπίνα στα φανερά, όρθιοι, επάνω  στο ύψωμα. Εγώ το άρπαξα και το ξετύλιξα πλαγιασμένος μέσα στο λάκκο από μια οβίδα. Τίποτα σπουδαίο…

Τώρα ο κυρ Βασίλης έχει ξαναγίνει χώμα και αυτός, από το οποίο όλοι είμαστε πλασμένοι.