Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat από την εξέταση του δείκτη τιμών σε 25 βασικές κατηγορίες τροφίμων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα σημειώνει το υψηλότερο ποσοστό ανατιμήσεων σε συνολικά έντεκα προϊόντα, μεταξύ των οποίων το κρέας, τα φρούτα, το βούτυρο, το τυρί, τα αυγά και το λάδι.
Αναλυτικότερα προκύπτει ότι η κατανάλωση κρέατος και λαδιού εξελίσσεται σε ακριβό «σπορ» αφού οι αυξήσεις όπως αναφέρονται στον εναρμονισμένο δείκτη τιμών διαμορφώθηκαν τον Ιούνιο στο 11,3%, όταν στην Ε.Ε. κυμάνθηκαν στο 9,6%. Το εγχώριο μοσχάρι έχει ανατιμηθεί μέσα σε τρία χρόνια κατά 6 ευρώ το κιλό και τις τελευταίες ημέρες έχει ξεπεράσει τα 15 ευρώ το κιλό. Αντίστοιχα η τιμή του χοιρινού κρέατος είναι υψηλή, καθώς στην Ελλάδα τον Ιούνιο καταγράφηκε αύξηση κατά 14,8% έναντι 11,1% στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ανάλογα υψηλότερες είναι στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε. οι τιμές κιλού στο κατσίκι και το αρνί, με το ποσοστό ετήσιας αύξησης τον Ιούνιο να διαμορφώνεται στο 7,8% και το ευρωπαϊκό 7,1%.
Αντίθετα στο τυρί και στο βούτυρο οι αυξήσεις στην Ελλάδα κινούνται με σημαντικά υψηλότερους ρυθμούς, αφού τον Ιούνιο του 2023 οι τιμές του βουτύρου αυξήθηκαν σε ετήσια βάση κατά 7,7%, όταν στην Ε.Ε. μειώθηκαν κατά 2,5%, ενώ στο τυρί η αύξηση στο εγχώριο ράφι έφτασε στο 18,1% και στην Ε.Ε. κυμάνθηκε στο 17,6%.
Ράλι αυξήσεων χωρίς όρια καταγράφεται στις τιμές στο λάδι -«χρυσάφι» της ελληνικής γης, με το έξτρα παρθένο το Μάιο του 2023 3,5 ευρώ το κιλό και τον Ιούνιο 2023 να φτάνει τα 8 ευρώ το κιλό, ενώ η ξέφρενη ανοδική πορεία της τιμής του λαδιού στην Ελλάδα συνεχίζεται.
Στο ελαιόλαδο μολονότι η αύξηση είναι κάτω από τα ευρωπαϊκά επίπεδα, διατηρεί υψηλά επίπεδα αύξησης της τάξης του 21,9%.
Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στοιχεία επιδόσεις «πρωταθλητισμού» στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ανατιμήσεων διατροφικού στίβου καταγράφονται στην Ελλάδα, βάζοντας «φωτιά» στα ράφια των καταναλωτών και στον οικογενειακό προϋπολογισμό των Ελλήνων πολιτών.
Στην αρχή του τρέχοντος έτους είχε φανεί μια σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στη χώρα μας και τώρα όπως δείχνουν τα πράγματα μπαίνουμε σε ένα νέο γύρο ανατιμήσεων, όχι μόνο στα προϊόντα διατροφής αλλά και σε υπηρεσίες. Η κυβέρνηση προς το παρόν δεν φαίνεται να κάνει κάτι σημαντικό για να σταματήσει το φαινόμενο όπως είχε πράξει για τους ίδιους λόγους πέρυσι, με μικρή αλλά σημαντική για τα οικονομικά δεδομένα επιτυχία, την περίοδο έκρηξης των τιμών από την ενεργειακή κρίση. Καλή ήταν η ιδέα για το «καλάθι του νοικοκυριού», θετικό ήταν και το Market Rass, αλλά δεν μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να ισοσκελίσουν τη ζημιά για τη μεσαία τάξη και τα ευάλωτα νοικοκυριά.
Έχουμε φθάσει σε μια κατάσταση που ο καθένας πουλάει ό,τι θέλει σε όποια τιμή θέλει. Ελεύθερη οικονομία ψηφίζουμε, σε ελεύθερη ασυδοσία μεταμφιέζεται, ελεύθερη κερδοσκοπία ζούμε.
Οι συγκρίσεις των τιμών με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες αποκαλύπτουν το μέγεθος της αισχροκέρδειας και το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο συγκρίνοντας τους μισθούς της Ελλάδας με των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών. Έλεγχοι γίνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες, αλλά όπως φαίνεται τα πρόστιμα που επιβάλλονται υπολείπονται κατά πολύ των κερδών από τις ασύδοτες ανατιμήσεις παραγωγών, εμπόρων, μεσαζόντων και λοιπών παραβατών.
Οι πολίτες αντιμετωπίζουν ένα αδικαιολόγητο πληθωριστικό τσουνάμι παρόμοιο με εκείνο της μεταβατικής περιόδου που έζησε η χώρα το 2002, όταν η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ, με ειδοποιό διαφορά ότι οι μισθοί και οι συντάξεις δε αυξάνονται σήμερα με τον ίδιο ρυθμό. Είναι βέβαιο ότι για την αντιμετώπιση της ακρίβειας δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, ούτε μπορεί να θεωρηθεί διέξοδος για τους καταναλωτές η κρατική μέριμνα για τη μείωση των έμμεσων φόρων, αφού η ελάφρυνση που θα προκύψει είναι προσωρινή και θα εξαϋλωθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Έχουμε διαπιστώσει ότι αυτή η κυβέρνηση έχει διαχειριστεί τα τελευταία χρόνια πολλών ειδών κρίσεις, όμως αυτή η κρίση ακρίβειας ίσως να αποβεί μοιραία και οι επιπτώσεις της μπορούν να προκαλέσουν κρίση πανικού, γιατί πρόκειται για φαινόμενο ακραίο ελληνικού πληθωριστικού παραλογισμού.