Μια μεγάλη σελίδα δόξας για την πατρίδα μας γράφτηκε τον Μάρτιο του 1941 στο ύψωμα 731 που, όπως αποδείχθηκε, ήταν μεγάλης σημασίας, γιατί άλλαξε τον ρου του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Το ύψωμα 731 βρίσκεται μεταξύ δύο ορεινών συγκροτημάτων (Τρεμπεσίνας-Τομόρι) των Αλβανικών Άλπεων. Ήταν το μοναδικό κομβικό σημείο, διότι απ’ αυτό μπορούσαν οι ιταλικές δυνάμεις να διεισδύσουν στην Ελλάδα.

Ένας τιτάνιος αγώνας διεξήχθη στο ύψωμα αυτό. Οι Ιταλοί ήταν καλά προετοιμασμένοι για την επίθεση κατά της Ελλάδας. Από τις τριάντα (30) ιταλικές μεραρχίες, έντεκα(ΙΙ) συμμετείχαν προοδευτικά στην εαρινή επίθεση. Ο ίδιος ο Μουσολίνι έχοντας μαζί του αξιωματούχους πήγε στο σημείο και μάλιστα σε απόσταση βολής από τα ελληνικά πυροβόλα να παρακολουθήσει τη μάχη, για να χαίρεται τη σφαγή των Ελλήνων, όπως ο Νέρων που χαιρόταν όταν καιγόταν η Ρώμη από τη φωτιά που ο ίδιος έβαλε. Ήθελε ο Μουσολίνι να ενημερώσει τον Χίτλερ για την πρώτη του νίκη. Να του πει ότι σε λίγες μέρες θα κάνει παρέλαση -περίπατο στην Αθήνα. Την 06.30 ώρα της 9-3-1941 άρχισε ανελέητος βομβαρδισμός με τέσσερις εκατοντάδες κανόνια και άλλα τόσα αεροπλάνα. Άδειαζαν φωτιά και σίδερο στο ύψωμα 731 που κρατούσε μια χούφτα Ελλήνων στρατιωτών.

Σκόνη, φωτιά, καπνός, ατμόσφαιρα βαριά και αποπνικτική. Ήταν δύσκολο να αναπνεύσει κανείς. Τα χαρακώματα ισοπεδώθηκαν. Οι πέτρες έγιναν ασβέστης. Έτρεμε η γη και σειόταν όλο το ύψωμα. Δένδρα ξεριζώθηκαν, κορμιά ανακατεύθηκαν με το χώμα αλλά οι λίγες ελληνικές ψυχές που είχαν απομείνει ατσαλώθηκαν, έμειναν όρθιες και είπαν: «Οι Ιταλοί δεν θα περάσουν». Και κράτησαν το θρυλικό ύψωμα από τις 9 Μαρτίου μέχρι 14 Απριλίου 1941. Οι Έλληνες στρατιώτες, όσοι είχαν επιζήσει, καλύπτονταν μέσα στις λακκούβες που είχαν ανοίξει οι εχθρικές οβίδες. Ο Στρατηγός Βραχνός από το πρωί της 9-3-1941 ευρίσκετο στο παρατηρητήριό       του παρακολουθώντας τον καταιγισμό των εχθρικών πυρών λέγοντας: «Εφόσον υπάρχουν ζωντανοί Έλληνες που χειρίζονται πολυβόλα, η τοποθεσία δεν θα πέσει».

Ο συντ/ρχης Θεμιστοκλής Κετσέας, διοικητής του υποτομέα των υψωμάτων 731 και Μπρέγκου Ραπίτ διέταξε: «τηρήσατε θέσεις σας μέχρι εσχάτων». Ο ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς, ο οποίος αμύνετο στο ύψωμα, έδωσε την απάντηση: «Δεν θα περάσουν». Τις λέξεις αυτές είχαν κατά νου όλοι οι Έλληνες μαχητές όλες τις ημέρες του επικού αυτού αγώνα.

Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Κασλάς επικοινώνησε με τους συντ/ρχες Κετσέα και Γεωργούλα. Η διαταγή που έλαβε ήταν «Επί των θέσεων σας αμυνθείτε μέχρι εσχάτων. Η πατρίς καθώς και η Ανωτάτη Διοίκηση απαιτεί να κρατήσετε ψηλά την τιμή των όπλων».

Απάντηση: «Δεν θα εγκαταλείψομε το ύψωμα και έχω την πεποίθηση ότι δεν θα περάσουν». Η εαρινή επίθεση τελείωσε με την περιφανή νίκη των ελληνικών όπλων. Η μεγάλη και πολυδιαφημισμένη εαρινή επίθεση (πριμαβέρα) του ιταλικού στρατού απέτυχε.

Ο Μουσολίνι ντροπιασμένος και ταπεινωμένος έφυγε μετά από είκοσι (20) ημέρες παραμονής του στο μέτωπο για τη Ρώμη, αφού πρώτα καθαίρεσε όλους τους στρατηγούς. Πριν τους καθαιρέσει ρώτησε έναν: «Πώς πάμε;» «Μέτρια» λέει ο στρατηγός. «Μηδέν» απάντησε ο Μουσολίνι.

Πολλοί ονόμασαν το ύψωμα 731 “Νέες Θερμοπύλες”. Οι στρατιώτες Γολγοθά. Άλλοι “ύψωμα και χαράδρα του θανάτου”. Το τίμημα το οποίο κατέβαλαν οι ελληνικές δυνάμεις για την απόκρουση της εαρινής επίθεσης των Ιταλών ανήλθε: Αξ/κοί 191, νεκροί στρατιώτες 1.196, τραυματίες στρατιώτες 3.872.

Μεγαλύτερες ήταν οι απώλειες των ιταλικών δυνάμεων. Υπολογίζονται 11.800 νεκροί. Ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Άγγελος Τερζάκης, πολεμιστής του 1940, γράφει: «ισάξιο το ύψωμα 731 των Θερμοπυλών, των Πλαταιών, των Σαλαμινομάχων».

Ο ακαδημαϊκός Δ. Κόκκινος σκιαγραφώντας την πρώτη ημέρα της μάχης, στο ύψωμα 731, στο ιστορικό του σύγγραμμα «Οι δύο πόλεμοι 1940-1941 (σελ. 410) την αποτυπώνει με το ακόλουθο παραστατικό κείμενο:

«Το χαρακτηριστικό της μάχης της ημέρας αυτής ήτο η εναντίον του 731 επίμονος επίθεσις. Πέντε έως εξ επιθετικαί έφοδοι ενηργήθησαν εντός της ημέρας κατά του υψώματος τούτου, κατά του οποίου κυρίως έβαλε και η ιταλική αεροπορία. Η περί το 731 περιοχή είχε καταστή τοπίο θανάτου, καταστροφής και θανασίμων προσπαθειών. Ενόμιζε κανείς ότι την μάχην είχεν οργανώσει εκατέρωθεν δαιμονικός σκηνοθέτης δια να δώση την αίσθησιν της φρίκης, του δέους, της αιματοχυσίας και του ηρωισμού. Παρείχετο η εντύπωσις ότι επί του φλεγομένου τούτου χώρου, τα ελληνικά τμήματα ή είχον κονιοποιηθή ή είχον διαλυθή. Άλλ’ όταν εφώρμα προς κατάληψιν του το ιταλικόν πεζικόν, αι Ελληνικαί δυνάμεις ανεφαίνοντο με τας κραυγάς «αέρα» που ήταν σαν να έφθαναν από όλην την Ελλάδα, ενισχυόμεναι από τους ήχους εκρήξεων και βολών και με τας αντεπιθέσεις των ηνάγκαζον τους Ιταλούς να στρέφωνται προς τα οπίσω και να βάλλωνται φεύγοντες από των νώτων».

Δεν φοβόμαστε τους Ιταλούς, έλεγαν οι Έλληνες στρατιώτες. Το κρύο, την πείνα, και τις ψείρες φοβόμαστε. Μια κουραμάνα (ψωμί των στρατιωτών) για οκτώ άτομα και για τρεις ημέρες. Οι ψείρες ρούφαγαν, στράγγιζαν το λιγοστό αίμα που είχε απομείνει στους υπερασπιστές της πατρίδας.

Παρ’ όλες τις κακουχίες άντεξαν και πολέμησαν με αυτοθυσία με ηρωισμό. Και νίκησαν τον εχθρό της πατρίδας.

Μέγας πρωταγωνιστής των επικών μαχών του υψώματος 731 ήταν ο Έλληνας στρατιώτης. Ο στρατιώτης τυφεκιοφόρος ο οποίος εχρησιμοποίησε εύστοχα τα “πυρά του, το κοντάκι και τη λόγχη, τη σκαπάνη, την ψυχή και το σώμα, την οργή, το πάθος και την ένταση της φωνής του φωνάζοντας τη θρυλική ιαχή «ΑΕΡΑ».

Ο στρατιώτης πολυβολητής που μετέφερε το βαρύ φορτίο του πολυβόλου. Ο στρατιώτης σαλπιγκτής, ο -αγγελιαφόρος, ο σκαπανέας, ο ημιονηγός. Αυτός ο στρατιώτης που υπέμεινε δίψα, πείνα, κακουχίες πάσης φύσεως, αυτός που διατήρησε μέχρι τέλους την πίστη του στη νίκη ήταν ο ήρωας, ο πρωταγωνιστής.

Οι μαχητές του υψώματος 731 δεν εγκατέλειψαν το ύψωμα. Θυσίασαν τις ζωές τους για χάρη της ελευθερίας της πατρίδας.

Οι λίγοι που επέζησαν, αφού πρώτα έσκυψαν και φίλησαν το αιματοβαμμένο χώμα και τα οστά των Ελλήνων συναδέλφων τους, φορτωμένοι με τα ανεκτίμητα παράσημα αλλά και με το κεφάλι ψηλά, δαφνοστεφανωμένοι αισθάνθηκαν υπερήφανοι, γιατί έπραξαν το καθήκον τους προς την πατρίδα σύμφωνα με τις προγονικές παρακαταθήκες. Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.