– Σε λίγα χρόνια, Κωσταντή, και να μου το θυμάσαι, δα θεωρείς αθρώπους στο δρόμο και δα τσοι ρωτάς: “Έλληνες είσαστε;”. Ίντα λες και του λόγου σου;

– Συμφωνώ, Διογένη. Και σου λέω κιόλας ότι ήδη έχει φτάσει αυτή η ώρα. Σε πολλά χωριά, όπως και σε τουριστικά μέρη, έχεις αρχίσει να ρωτάς! Ένας από το Οροπέδιο Λασιθίου μού έλεγε ότι τα 18 χωριά έχουνε τώρα μόνο ένα Δημοτικό Σχολείο, από τόσα σχολεία που είχανε! Το Οροπέδιο γέμισε Πακιστανούς και είναι, λέει, περισσότεροι από τους ντόπιους! Αφού το Λασίθι, λέει, το βγάλανε… Πακιστάν!

– Ντα, εγώ λέω, μπρε Κωσταντή, πως είναι πιο καλά να γεμίσουνε πάλι τα χωριά με ξενομπασάρηδες, παρά να είναι άδεια, ε;

– Να σου πω: Από τη μια, είναι καλά, για να μη ρημάξουνε εντελώς οι περιουσίες και για να παράγουνε εισοδήματα προς όφελος της εθνικής οικονομίας κ.λπ.

– Ντα, μόνο ‘κειονά, μπρε; Ντα, δε δα τωσέ πουλούμε τσι περιουσίες μας, απού, ετσέ κι αλλιώς, είναι άχρηστες; Τσι κάμανε και… βοσκότοπους οι βοσκοί και κιανείς δε δίδει σημασία! Δε με νοιάζει, μπρε, μόνο να μην τσοι γρικώ να λένε κουζουλάδες! Να ξαναγιαγύρουνε, λέει, οι νέοι μας στα χωριά, να γεμίσουνε, να μην είναι άδεια και να πλουτίσουνε κιόλας, μαθές!

– Αυτοί, Διογένη, που τα λένε ή κάθονται σε υψηλές καρέκλες και ονειρεύονται μια ωραία φύση στην εξοχή ή έρχονται και παρθερίζουνε μια ‘βδομάδα το καλοκαίρι. Και ποιος δεν πέρασε ωραία στις διακοπές; Αν ξέρανε με τι κόπο και πόνο βγαίνει το ψωμί του χωραφιού μια φορά το χρόνο και όχι κάθε 29!

Με τι αγώνες κι αγωνίες, με τι θεομηνίες, με τι έξοδα και που στο τέλος πολλές φορές ο αγρότης τα χάνει όλα και το ψωμί γίνεται πολύ πικρό! Όχι μόνο δεν θα του βάζανε 22% φόρο από το πρώτο κιλό ‘δά κιόλας, αλλά, αν ήτανε ενημερωμένοι πώς βγαίνει το πικρό και ελάχιστο ψωμί, θα έπρεπε να τσοι βοηθούνε, αντί να τσοι μαδούνε.

-Ναι, ναι… Μα δε μου λες: Ίντα δα πογενούμενε με τσοι μετανάστες και τσοι ΣΥΡΙζέους, όι του ΣΥΡΙΖΑ, απού τη Συρία, μπρε; Άμα ‘ρθούνε όλοι, βάνει τσοι η Ελλάδα;

– Ε, άμα έρθουνε όλοι, Διογένη, δεν είναι άσκημα, θα έχουμε μετά μαζί τη Συρία!

– Καλά δα νά ‘ναι. Να τωσέ πούνε να ‘ρθούνε, να γενούμε ένα κράτος! Μα με τσοι Τούρκους να ‘χομε θέλει πόλεμο όπου νά ‘ναι; Καλλιά ‘ναι να μη βρούνε πετρέλαιο, μπας και ησυχάσουνε, ε; Αυτοί δεν παραιτούνε, αν δεν τωσέ δώσομε μια ολιά θάλασσα, Κωνσταντή, ε;

– Άσ’ τους, Διογένη, να κάμουνε πρώτα τις έρευνες και, άμα δεν βρούνε υδατάνθρακες, τότε θα το… σκεφούν.

– Με τσοι μετανάστες, κατέχεις ίντα σκέφτηκα; Να βάλομε μια σειρά δίχτυα στη θάλασσα, να μην περνούνε. Ίντα λες και του λόγου σου;

– Δε συμφωνώ, Διογένη, γιατί θα πηγαίνουνε μετά οι Τούρκοι να μαζεύουνε τα… ψάρια μας!