Μπρε κακό που μας ξαναβρήκε. Στην εκκλησία άκουγα τον παπά από μικρός να λέει ευχές και είχα συγκρατήσει μερικές, χωρίς να καταλαβαίνω τις πιο πολλές, όπως … να σώζει ο Θεός, όλες τις πόλεις, όλες τις χώρες, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, επιδρομής αλλοφύλων … Τούτη τη δεκαετία μας βρήκαν όλα αυτά τα κακά, όχι βέβαια με τη σειρά που λέει ο παπάς.
Τώρα έχει τη σειρά του ο λοιμός, η ασθένεια, ο κορωνιός. Αυτός ο κορωνιός δεν έχει καμιά σχέση με τις φράσεις ή λέξεις που λέμε: Τον έχει, την έχει κορώνα στο κεφάλι, έχει μπάρμπα στην Κορώνη. Τελείωσε το λόγο του ή το τραγούδι με κορώνες, νόμισμα χωρών, εθνόσημο, έμβλημα, πουλί της θάλασσας και της ξηράς (καρακάξα, κουρούνα) κλπ.
Αυτό που έχει σχέση είναι: “Μας παίζει τη ζωή μας κορώνα-γράμματα”, ο κορωνιός. Διαλέγεις και παίρνεις, χάνεις-κερδίζεις, ζεις-πεθαίνεις, χωρίς καμιά προειδοποίηση, χωρίς καμπανάκι και ούτε διαθήκη προλαβαίνεις να κάνεις, ούτε να παραγγείλεις. Αδίστακτος ο κορωνιός. Θυμούμαι κάτι επιδημίες, ιλαράς, κοκκύτη, ανεμοβλογιάς, μαγουλάδες, που ευχόμαστε να τις βγάλομε, για να μην πηγαίνομε στο σχολειό.
Έτσι όμως κάναμε ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα, ενώ σήμερο, μή βήξει, μη κλάσει, μή στραβοκατουρήσει το παιδί και κατευθείαν στο γιατρό για εμβόλιο, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν ευάλωτοι οργανισμοί. Τα’χασα για μια στιγμή την προηγούμενη βδομάδα, που φθάνοντας στο χωριό, με πλησίασαν δυο δικοί μου και γελώντας, φώναζαν: Τα’μαθες με τον κορωνιό, μας την έκανε ο κορωνιός, τι θα γίνομε με τον κορωνιό;
Θυμήθηκα λοιπόν τον Κορωνιό (παρατσούκλι) τον μπάρμπα Γιάννη, τον κοντόχοντρο μεγαλομπακάλη της εποχής, που πουλούσε από βελόνα μεχρι αυτοκίνητα (που λέει ο λόγος). Όταν πήγαινε η μάνα μου ή καμιά θειά μου να ψωνίσει, μ’ έπαιρναν από το χέρι και μετά τα ψώνια μού γέμιζε την τσέπη καραμέλες. Καλή του ώρα… Κανείς δεν ξέρει γιατί τον είχαν βγάλει Κορωνιό.
Λέτε να φθάσαμε στα άκρα με τις ασυδοσίες, τις καταχρήσεις και τις υπερβάσεις; Μήπως η φύση έφτασε στα όριά της από τον υπερπληθυσμό και τον εκφυλισμό; Μήπως ο Θεός, αφού είδε την κατάσταση πού είχε φτάσει, έπιασε τη Γη και την έβαλε στη φούχτα τού ενός χεριού και με τα δάχτυλα τού άλλου αντί να κουκίσει λίγο αλάτι στους ανθρώπους να συνειφέρουν και να νοστιμίσουν, έπιασε κατά λάθος το κουτί που είχε τον κορωνιό και μας πασπάλισε; Ή μήπως σκόπιμα από αγανάκτηση… επί δικαίων και αδίκων (παρασύρα); Άστοχη κίνηση.
Όπως όμως και να ‘χει γίνει το πράγμα, τόσες ανακαλύψεις έχουν γίνει, όπου να ‘ναι θα πάρουν συνέντευξη ακόμη και του Θεού, δεν μπορούν να κατασκευάσουν ένα κομπιουτεράκι και όταν συναντούν ένα άτομο με τον κορωνιό, ν’ αρχίσει να ουρλιάζει; Έτσι θα μαζέψουν όλους τους φορείς και θα περιοριστεί η εξάπλωση. Άμα περιμένεις το εμβόλιο… βάλε μας λιβάνι.
Πανώλη τέλη του 1800: Αυγουστί χωριό (οικισμός του οροπεδίου Λασιθίου), πόρτες (οικογένειες) 72 και στο γύρισμα του χρόνου κύρης και γιος.
Να με δικαιολογήσετε που αναγκάζομαι να γνωστοποιήσω σύντομα την τραγωδία της γιαγιάς μου από τη μάνα μου. Της γιαγιάς, που με μεγάλωσε στο σπίτι της, που λάτρευα, που δεν έμαθα ποτέ μέχρι που μεγάλωσα, τον πόνο, που έκρυβε μέσα της.
Από υπονοούμενα και ψιθύρους στο χωριό, μεγάλο παιδί πια, κατάλαβα ότι κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί σ’ αυτή την αρχοντογυναίκα. Στην επιμονή μου, μια μέρα μ’ έβαλε να καθίσω σ’ ένα σκαμνί και εκείνη κάθισε στη χαμηλή της καρέκλα. Έσκυψε το κεφάλι, το σκεπασμένο από το μαύρο τσεμπέρι, σαν κατηγορούμενος και άρχισαν να μιλούν τα σωθικά της, η ψυχή της: Στη γρίπη του 1918 ήμουν παντρεμένη μ’ ένα μπεσαλή, κουμαντάρη άντρα, μια σκίζα δυο μέτρα. Είχαμε τέσσερα παιδιά από οχτώ χρονώ και κάτω.
Σε μια βδομάδα μέσα έχασα τα τρία μου παιδιά και τον άντρα μου. Αυτή η βδομάδα με γέρασε, με σούφρωσε, έχασα τα μαλλιά μου, αλλά άντεξα, γιατί μούχε μείνει η Κατερίνα μου. Με τον καιρό, επειδή δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα, ξαναπαντρεύτηκα και έκανα τη μάνα σου και τη θειά σου. Μεγάλωσε η Κατερίνα, την πάντρεψα και μούκανε δυο εγγόνια.
Όταν η Μαρία ήταν δυο χρονών και ο Κυριάκος πέντε μηνών, πεθαίνει και η Κατερίνα μου, η μάνα τους. Τα ορφανά εγγόνια μου τα μεγάλωσε ένα καλοπόταγο πρόβατο, που είχαμε στο κοπαδάκι μας. Μόλις έφτανε από το βουνό, σταματούσε έξω από την πόρτα, βγάζαμε τα παιδιά έξω, τα βάζαμε κάτω από το στήθος του και βύζαιναν, έτσι μεγάλωσαν.
Όταν γέρασε το πρόβατο, δεν το σφάξαμε, αλλά το αφήσαμε και ψόφησε, όπως μας είχε πει ο παπα-Γιάννης, γιατί είχε μεγαλώσει δυο παιδιά. Έτσι όπως ήταν σκυμμένη σηκώθηκε όρθια, σήκωσε τα χέρια της ψηλά, σηκώθηκα και εγώ, μ’ αγκάλιασε, μ’ έσφιξε, έτρεξε έξω, πήγε στο αλώνι και ακούμπησε το κεφάλι της και τα χέρια της σ’ ένα τοίχο.
Αρκετή ώρα έμεινα όρθιος, αποσβολωμένος, δεν ήξερα, είμαι ξύπνιος ή ονειρεύομαι. Μάθημα πολύ σκληρό για την ηλικία μου και πολύ περισσότερο για τα επόμενα χρόνια. Προβληματίζομαι, γιατί να εξαντλήσει η φύση σ’ αυτή τη γυναίκα όλη της την αυστηρότητα. Η γιαγιά έζησε 92 χρόνια
Ουφ … ΜΕΣΑ, ΜΕΣΑ το κάνει ο χοχλιός το ξύγκι. Αισιοδοξία και ελπίδα για ένα κόσμο πιο ώριμο.
*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής