Σ’ ένα μέρος που δεν υπάρχει, ζούσε ένα κορίτσι που δεν είχε όνομα. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και αποφάσισε να στείλει ένα γράμμα στον Άι Βασίλη.

«Φέτος ήμουν το καλύτερο παιδί, έγραφα τα μαθήματά μου, βοηθούσα τη μαμά στις δουλειές του σπιτιού, χτένιζα τον Γκουχ, το κριάρι μας με αγάπη. Αξίζω ένα δώρο. Θέλω επιτέλους ένα όνομα.

Δικό μου».

Δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε σε έναν παραλληλόγραμμο φάκελο με κόκκινες και μπλε σφραγίδες. Βγήκε στη χιονισμένη αυλή, σφύριξε στο γέρικο κριάρι, πήδηξε στη ράχη του και ξεκίνησαν για την πόλη.

«Γκουχ, πόσο τέλεια θα ήταν να μας έκλειναν σ’ έναν φάκελο και να ταξιδεύαμε παντού στη γη!

Μα μήπως τα πιο μακρινά ταξίδια, σε χαρτί δε γίνονται;» Το κριάρι ρουθούνισε ευτυχισμένο. Παιδί και ζώο βρήκαν το επιβλητικό κτίριο με την ταμπέλα του ταχυδρομείου. Εκεί, οι υπάλληλοι αφού πρώτα θα κολλούσαν κάτι τετράγωνα -με δόντια- χαρτάκια πάνω στο φάκελο, θα τον φόρτωναν σ’ ένα τρένο κι έπειτα σ’ ένα καράβι και μετά σ’ ένα αερόστατο μέχρι να φτάσει στο μαγικό εργοστάσιο δώρων του Άι Βασίλη. Ένας αδύνατος καραφλός τύπος με αστεία γυαλιά και μουστάκι τούς κούνησε απαγορευτικά το δάχτυλο: «Τα γραφεία μας δε δέχονται πλέον γράμματα για τον Άγιο.

Λάβαμε επείγουσα ειδοποίηση πως ο γέροντας νοσεί με κορωνοϊό στην πιο παλιά κλινική της πόλης και είναι στα τελευταία του, αδίκως τα ξωτικά φυσούν μέσα στο στόμα του, μάταια οι τάρανδοι του κουβαλούν χιόνι και φρέσκο αέρα. Ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει καμία απολύτως παιδική επιθυμία.» Το κορίτσι χωρίς όνομα βούρκωσε.

«Μα τι είναι κορωνοϊός;» ρώτησε το κριάρι. Ο Γκουχ χαμήλωσε το κεφάλι στο πεζοδρόμιο και τα κουδούνια στον σβέρκο του αντήχησαν απ’ άκρη σ’ άκρη στην έρημη πόλη.

Ο υπάλληλος φορώντας την καμπαρντίνα του και μια αστεία χρωματιστή μάσκα στο πρόσωπο, τους είπε συνωμοτικά, λες και υπήρχε περίπτωση να τους ακούσουν:

«Είναι μια μικρή, τοσοδούλικη αράχνη που ζει στις σκιές και τα σκοτάδια. Ανθρώπινο μάτι δεν τη βλέπει. Στον ιστό της πιάνονται όλες οι χαρές, οι βόλτες των παιδιών, τα χάδια των παππούδων και των γιαγιάδων, οι αγκαλιές, τα γέλια, τα φιλιά, τα φτερά των ανθρώπων, η ελευθερία. Κάνει τις ώρες τεράστιες και τα βράδια μικρά που τα όνειρα πια δε χωράνε. Φεύγω τώρα, έχω διαταγή να

επισκεφτώ τον άρρωστο στο νοσοκομείο. Φύγετε κι εσείς, δεν πρέπει να σας δουν να κυκλοφορείτε!».

Το κορίτσι δίχως να το σκεφτεί, πήρε στο κατόπι τον ταχυδρομικό υπάλληλο. Το κριάρι πήρε στο κατόπι το κορίτσι.

Έφτασαν κάποτε σ’ αυτό το νοσοκομείο, και πλησίασαν το μισοφωτισμένο παράθυρο στον θάλαμο του Άι Βασίλη. Είδαν τον γεράκο ξεσκούφωτο με τα μάτια κλειστά να βαριανασαίνει.

Γύρω του η αράχνη είχε υφάνει τον ιστό της. Το κορίτσι πάτησε στη ράχη του ζώου, έσπρωξε το τζάμι και πήδηξε στο δωμάτιο. Έβγαλε από την τσέπη τον πολύτιμο φάκελο και τον έχωσε κάτω από τα σκεπάσματα. Ο θόρυβος τρόμαξε την αράχνη που έγινε μια μπίλια και γλίστρησε στο πάτωμα. Το μωσαϊκό μεμιάς την κατάπιε.

Το χαρτί τρύπησε τον ιστό και οι όμορφες γιορτινές στιγμές που περίμεναν με ανυπομονησία τα παιδιά ολόκληρου του κόσμου ξεχύθηκαν στο κρεβάτι. Τα φωτάκια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο του διαδρόμου αναβόσβησαν. Κόρνες από φορτηγά που κουβαλούσαν κιβώτια έσκισαν την ησυχία της νύχτας κι έδιωξαν μακριά τις αραχνιασμένες μέρες.  Ο γέροντας άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε μια το φάκελο και μια το κορίτσι, πήρε μετά από καιρό μια βαθιά ανάσα και φώναξε: Ελευθερία!

Η νοσοκόμα που αποκαμωμένη λαγοκοιμόταν σε μια γωνία, ξύπνησε και τους χαμογέλασε. Ο Γκουχ χοροπηδούσε ανάμεσα σε χάρτινα κιβώτια, άσπρες μπαμπακερές ποδιές και χαμόγελα από ζάχαρη άχνη.

«Εσύ κάνεις τη ζωή και τα θαύματα να συμβαίνουν» της ψιθύρισε ο Άι Βασίλης στο αυτί. Το κορίτσι τον αγκάλιασε. Του φόρεσε ξανά τον σκούφο με τη μπάλα από χιόνι στην άκρη του. Ύστερα τον αποχαιρέτησε μ’ ένα φιλί στο μάγουλο που αμέσως πήρε το ίδιο χρώμα με το κόκκινο πανί.

Ανέβηκε στο κριάρι και έφυγαν πετώντας σχεδόν για το σπίτι. Στο δρόμο της επιστροφής η μικρή Ελευθερία τραγουδούσε τα κάλαντα και γελούσε. Τα κουδούνια στα μαλλιά του Γκουχ βροντούσαν χαρμόσυνα. Ο ουρανός γέμισε φλόγες και αστέρια. Κι εκείνη είχε το ωραιότερο όνομα που υπήρχε!

*Η Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη είναι συγγραφέας