Αν ψάχναμε για έναν λογοτέχνη-στιχουργό που το έργο του είναι ένα «βαλς» της λόγιας με την δημοτική παράδοση, με ζευγάρια που στροβιλίζουν στο χρόνο, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Διονύσιο Σολωμό με την Ευτυχία Παπαγιανοπούλου, τότε σίγουρα θα ανακαλύπταμε τον Μάνο Ελευθερίου.
Ο κόσμος του, καθαρά καρυωτακικός, δίνει την αίσθηση της παρακμής, όπως και ίδιος μελαγχολικά ομολογεί για τον θάνατο του λαϊκού τραγουδιστή Λάμπρο Χατζηαντωνίου (1999), «(…) και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους ποιητές άδοξοι που ‘ναι (…)» (Κ. Καρυωτάκης).
Οι αγαπημένοι του συνθέτες, εκτός των «αγίων» Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι, ήταν ο Χρήστος Λεοντής, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Άκης Πάνου και ο Γιώργος Ζαμπέτας. «Οι υπόλοιποι ήταν μάλλον καπνός και στάχτη», σύμφωνα με τον Μάνο. Η Σωτηρία Μπέλλου, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ο θρυλικός Στέλιος Καζαντζίδης ήταν οι αγαπημένοι του τραγουδιστές. Όλοι αυτοί πέρασαν στην αθανασία και «Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν περνά στην αθανασία χωρίς να ματώσει». (Μ. Ελευθερίου).
Ο Μάνος Ελευθερίου, όμως, τα κατάφερε και πέρασε στην αθανασία, ανέβηκε ήδη το πάνθεον των Ελλήνων λογοτεχνών και τραγουδοποιών. Ναι, είναι «Αρρώστια τα τραγούδια» (ο τίτλος του ομώνυμου βιβλίου εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2002), όπως λέει και ο Μάνος.
Γιατί, λοιπόν, πρέπει να γραφούν; Η απάντηση είναι μια εξομολόγηση του δημιουργού, «Ο μοναχικός στιχουργός που γράφει τραγούδια μόνο για την ψυχή του με γνώση και σύνεση και ανάβει το λιανό κεράκι του σ’ αυτό τον κόσμο, που συνοδεύει κάθε βδομάδα τον δικό του επιτάφιο, έχει πολλά να καταμαρτυρήσει γι’ αυτό το πάθος και την περιπέτεια».
Υπάρχουν και οι «Ώρες Ραδιοφώνου» που ο Μάνος Ελευθερίου έζησε για πολλά χρόνια ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Πρωταγωνιστής εδώ ήταν η φωνή.
Όταν η ζωή γίνεται αφήγημα χωρίς πρόσωπο τότε η φωνή λειτουργεί ως μαγικός πομπός συναισθημάτων, ακόμα κι όταν η ζωή φεύγει από το γερασμένο κορμί, γι’ αυτό ο Μάνος λέει: «Και ξέρω ανθρώπους που έχουν ερωτευτεί πραγματικά τη φωνή μιας εκφωνήτριας (…)όταν εκείνος ή εκείνη παραφυλάει το ίνδαλμα με τη βραχνή εκρηκτική φωνή, φεύγει με τρόμο και δεν θέλει ποτέ πια να ξαναδεί αυτό το ρημαγμένο κορμί (…)».
Έφυγε και τελικά δεν πήρε τίποτα μαζί του∙ τα άφησε όλα σε μας, την ίδια του την ψυχή που ήταν το έργο του κι αυτός μίσεψε παντοτινά αφήνοντας απραγματοποίητο το όνειρό του, το «καφενεδάκι», που είχε αφιερώσει στην Άννα τον Σεπτέμβρη του 2002 (διήγημα από τη συλλογή «Είναι αρρώστια τα τραγούδια»)…
*Ο Αγησίλαος Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος