Η ανάπτυξη είναι το κλειδί» τόνισε ο πρόεδρος της Ν.Δ., ενώ υπογράμμισε ότι το πρόγραμμα περιλαμβάνει «καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για 800.000 άτομα και 1 δισ. ευρώ ετησίως». Η παραπάνω πρόταση είναι τυπική της σύγχρονης πολιτικής ρητορικής.
Συνδυάζει έναν γενικώς αποδεκτό στόχο με μια πολιτική, η οποία είναι αντίθετη με τον συγκεκριμένο στόχο. Το ότι δύο αντικρουόμενα στοιχεία συνδυάζονται στην ίδια πρόταση σημαίνει για τον πολιτικό που την εκστομίζει ότι οι όποιες αντιφάσεις έχουν απαλειφθεί. Η ιδέα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος άρχισε ως ένας πολιτικός συμβιβασμός.
Η αναδιανομή του πλούτου και το κράτος πρόνοιας θεωρήθηκαν μια αμετάβλητη πολιτική πραγματικότητα και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ήταν ένας τρόπος να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και να μειωθούν όλες οι αρνητικές συνέπειες.
Υποτίθεται ότι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα θα αντικαθιστούσε όλες τις ενισχύσεις του κράτους, έμμεσες και άμεσες, σε όλους τους τομείς. Θα είχαμε, δηλαδή, την αναδιανομή του πλούτου και το κράτος πρόνοιας, αλλά χωρίς τη γραφειοκρατία και τον κρατικό πατερναλισμό. Βέβαια, η πρόταση του κ. Μητσοτάκη δεν έχει καμία σχέση με τη βασική αρχή και την ιδέα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με την απλή πρόσθεση μιας νέας κρατικής δαπάνης σε ένα ήδη ογκώδες και χρεοκοπημένο κράτος. Είναι η εφαρμογή μιας πολιτικής αφού έχουν αφαιρεθεί όλες οι μεταρρυθμιστικές της καινοτομίες, μετατρέποντάς τη σε μια επιπλέον παροχή. Ο κ. Μητσοτάκης θέλει να προσθέσει μια νέα παροχή σε μια ήδη υπερφορολογημένη οικονομία.
Τα τελευταία οχτώ χρόνια μόνο οι άμεσοι φόροι αυξήθηκαν κατά 94%. «Επίσης, οι φόροι στην παραγωγή το 2015 έφτασαν στο 16,1% του ΑΕΠ από 12,7% και η Ελλάδα είναι τρίτη στη λίστα με τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. με τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές και μια από τις χώρες με τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές».
Την εβδομάδα που ο κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε την παραπάνω πολιτική, η Φινλανδία γνωστοποίησε ότι τερματίζει τον πειραματισμό της με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Το πρόβλημα για τους Φινλανδούς ήταν ότι αυτή η πολιτική δημιουργούσε ένα ισχυρό αντικίνητρο για συμμετοχή στην αγορά εργασίας.
Στην Ελλάδα, στην οποία ο κάθε εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα συντηρεί 2,8 άτομα, «που είτε δεν εργάζονται είτε απασχολούνται στο Δημόσιο», ο κ. Μητσοτάκης έρχεται να προσθέσει ένα νέο σημαντικό αντικίνητρο για τη συμμετοχή στην παραγωγή. Ως αν το ερώτημα στην Ελλάδα του 2018 να ήταν πώς να βρούμε νέους τρόπους για να αυξήσουμε τους φόρους στον ιδιωτικό τομέα και να δημιουργήσουμε μια καινούργια εξάρτηση στο κράτος για όσα τμήματα του πληθυσμού δεν είναι ακόμα κρατικοδίαιτα.