Ο εφετινός Δεκαπενταύγουστος βρήκε την πατρίδα μας βυθισμένη σε μια πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά χρόνια κατάσταση: οικονομική κρίση, πανδημία και τώρα οι μεγάλες πυρκαγιές, που αποτέφρωσαν μεγάλο μέρος του δασικού πλούτου της χώρας και άφησαν χωρίς σπίτι και περιουσία χιλιάδες ανθρώπους. Δεν είναι, λοιπόν, η εφετινή μεγάλη εορτή της Παναγίας ευκαιρία για γλέντι και ξεφάντωμα, αλλά καιρός για περισυλλογή και επιστροφή στο αληθινό νόημα της γιορτής, ώστε να λάβουμε από εκεί τα μηνύματα που θα μας βοηθήσουν να σταθούμε όρθιοι μέσα στο θολό τοπίο του παρόντος.

Η εορτή της Κοιμήσεως της Παναγίας είναι από τις εορτές εκείνες που ο λαός μας κατεξοχήν τιμά και σέβεται. Και τούτο, γιατί είναι η εορτή της Παναγίας, της Μητέρας του Θεού. Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του σεβασμού, εκτός από τις πάμπολλες εκκλησίες που τιμώνται στο όνομα της Παναγίας, είναι και όλες εκείνες οι φράσεις, που μαζί με πολλές άλλες φράσεις από την εκκλησιαστική γλώσσα, έχουν περάσει στην καθημερινή λαϊκή γλώσσα.

Αναφέρω μερικές από αυτές: «Χριστός και Παναγία!», «Έλα, Παναγία μου», «Παναγία μου!», «Η Παναγιά μαζί σου», «Στην ευχή του Χριστού και της Παναγίας», «Μα την Παναγία» κ.ά. Οι φράσεις, αυτές που τις ακούμε να λέγονται ή τις λέμε εμείς οι ίδιοι σε διάφορες περιστάσεις της ζωής, δηλώνουν πόσο οικείο είναι το σεπτό πρόσωπο της Παναγίας στο λαϊκό άνθρωπο, πόσο πολύ τη νιώθει κοντά του, ως πρόσωπο δικό του, πρόσωπο αγαπημένο, στο οποίο μπορεί να προστρέξει κάθε στιγμή και να λάβει παρηγοριά, ελπίδα, υπομονή, δύναμη. Η Παναγία για τον πιστό δεν είναι απλώς ένα πρόσωπο του μακρινού παρελθόντος. τη νιώθει παρούσα, ζωντανή, να βρίσκεται δίπλα του, να τον σκεπάζει με τη χάρη Της, να του δίδει κουράγιο στις δύσκολες στιγμές της ζωής.

Διότι, όπως δηλώνει η εορτή της Κοιμήσεως, η Παναγία μπορεί να πέθανε και να θάφτηκε, ακολουθώντας την κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων, αλλά την τρίτη μέρα μετά τη θανή Της «μετέστη προς την ζωήν», επειδή είναι «Μήτηρ της ζωής», δηλαδή του ίδιου του Θεού, ο οποίος σαρκώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η Παναγία είναι η «μετάὰ θάνατον ζώσα», όπως λέγει ο υμνωδός, η οποία δεν εγκατέλειψε τον κόσμο μετά την Κοίμησή Της. Βρίσκεται κοντά μας, μας προστατεύει, μας σκεπάζει, μας γεμίζει με ελπίδα και πρεσβεύει για μας, γιατί είναι η εν πρεσβείαις ἀκοίμητος Θεοτόκος».

Μπορεί, βέβαια, ο λαός μας να μη γνωρίζει σε βάθος τη θεολογική πλευρά της εορτής, μπορεί να μην έχει διαβάσει την υμνολογία της ημέρας ούτε τις ομιλίες των Πατέρων της Εκκλησίας για το γεγονός της Κοιμήσεως. Εκείνο, όμως, που γνωρίζει πολύ καλά είναι πως η Παναγία είναι Μητέρα: η Μητέρα του Θεού και Μητέρα όλων. Ως Μητέρα τη νιώθει, ως Μητέρα τη θέλει, ως Μητέρα την επικαλείται.

Γιατί η μάνα, η μητέρα, είναι ό, τι πιο ιερό έχουμε σε τούτο τον κόσμο, επειδή αυτή μας έφερε στον κόσμο, αυτή μας χάρισε τη ζωή, το αίμα της κυλάει στις φλέβες μας, το γάλα της βυζάξαμε. Αυτή η βαθιά βιολογική, κοινωνική, συναισθηματική και πνευματική σχέση με τη μάνα είναι σχέση ιερή, που καμιά δύναμη δεν μπορεί να διασπάσει. Αυτή τη σχέση της μάνας με το παιδί βλέπουμε και στη σχέση μας με ο πρόσωπο της Παναγίας: η Παναγία είναι η μεγάλη Μητέρα μας, αυτή που θα μας ακούσει, ακόμη κι όταν βρισκόμαστε μακριά από τη βιολογική μητέρα μας.

Ως Μητέρα η Παναγία προσέφερε στον Υιό Της, τον Ιησού Χριστό, ό, τι προσφέρει κάθε μάνα στο παιδί της: Του έδωσε σάρκα από τη σάρκα Της, Τον γέννησε στη φάτνη, Τον ανάθρεψε και Του έδωσε το γάλα των μαστών Της, Τον είδε να μεγαλώνει, να ανδρώνεται, να διδάσκει και τέλος να υφίσταται άδικα βασανισμούς, να υποφέρει και να πεθαίνει εξευτελιστικά πάνω στο σταυρό. Η Παναγία, λοιπόν, είναι η μάνα που γνωρίζει τι σημαίνει πόνος, τι σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει υπομονή, τι σημαίνει ελπίδα, τι σημαίνει φτώχεια.

Έτσι Τη γνωρίζει ο λαός μας: ως τη μάνα στην οποία μπορεί να καταφύγει ο κάθε πονεμένος, ο κάθε απελπισμένος, ο κάθε αμαρτωλός, ο κάθε κυνηγημένος και να βρουν όλοι την πάραμυθία, την ελπίδα, την κατανόηση, την αγάπη. Δεν είναι τυχαίο πως οι υμνογράφοι Την αποκαλούν «προστασίαν καὶ σκέπην», «πρεσβείαν θερμήν», «ελέους πηγήν», «τοῦ κόσμου καταφύγιον», «προστάτιδα της ζωής» και «φρουράν ασφαλεστάτην», «μεταβολήν των θλιβομένων καὶ απαλλαγήν των ἀασθενούντων», «θλιβομένων χαράν», «ἀδικουμένων προστάτιδα», «πενομένων τροφήν», «ξένων παράκλησιν καὶ βακτηρίαν τυφλών», «ασθενούντων ἐεπίσκεψιν», «καταπονουμένων σκέπην καὶ ὀορφανών βοηθόν».

Γι’ αυτό ο πιστός Την αγαπά, Την τιμά και Τη σέβεται και τρέχει στους ναούς Της κι ανάβει το κερί του και αναπέμπει τις προσευχές του και κάνει τα τάματά του και περιμένει από αυτήν το θαύμα, την παρηγοριά την ελπίδα, όπως θα την ανέμενε από τη μάνα του.

Και Της φωνάζει και Την παρακαλεί μαζί με τον Δαβίδ: «άκουσον, θύγατερ, καιὶ ἴδε καὶ κλίνον τους σου». Ζητάει από Αυτήν να δεχτεί τα δάκρυα και τις προσευχές του, να γεμίσει την κάρδιά του με χαρά, να τον φωτίσει με τις ακτίνες του φωτός Της. Κι εκείνη, ως Μεγάλη Μάνα, τον ακούει, ακούει τις προσευχές μτου στέκεται δίπλα του και πρεσβεύει αδιαλείπτως γι’ αυτόν και για όλους. Διαφορετικός, όπως είπαμε και στην αρχή του κειμένου, ο εφετινός Δεκαπενταύγουστος, λόγω των θλιβερών γεγονότων της πανδημίας και των καταστροφικών πυρκαγιών.

Η οργή, η θλίψη και η απελπισία έχουν κυριέψει τις ψυχές των Ελλήνων. Μα η Παναγία είναι εδώ κι έχει να μας πει πολλά με την Κοίμησή Της και την παρουσία Της. Έχει να μας πει ότι Εκείνη είναι η ελπίδα, η παρηγοριά και η καταφυγή, στην οποία μπορούμε να προστρέξουμε‧ πως οι δοκιμασίες και οι δυσκολίες της ζωής δεν πρέπει να μας καταβάλλουν, όσο κι αν μας θλίβουν και μας απελπίζουν στην αρχή, διότι μετά το σταυρό ακολουθεί η ανάσταση‧ πως πρέπει να σταθούμε όρθιοι με πίστη και θάρρος, γιατί Εκείνη δεν ξεχνά τα πλάσματα του Θεού, αλλά στέκεται δίπλα τους και τα στηρίζει, αρκεί να το θελήσουν και να ζητήσουν τη βοήθειά Της.

Ας γίνει, λοιπόν, ο εφετινός Δεκαπενταύγουστος, η εφετινή μεγάλη εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, απαρχή ενός διαφορετικού τρόπου σκέψης και ζωής, που στο κέντρο του θα είναι η ελπίδα και η πίστη πως οι δοκιμασίες, οι δυσκολίες, η απογοήτευση, το κακό, ο θάνατος δεν έχουν τον τελευταίο λόγο. Η Παναγία μάς λέει πως ο κόσμος αλλάζει, αρκεί να μην αφήσουμε να μας καταβάλει η απελπισία και πως ο άνθρωπος, ως συνεργός του Θεού, μπορεί με τον αγώνα του να αναγεννήσει τον κόσμο γύρω του μέσα από τις στάχτες.