Πάνε πολλά χρόνια πίσω, στην καθημερινότητα της τάξης η κυρία Άννα, μια όμορφη και γλυκιά δασκάλα, με φακίδες κάτω απ’ τα μάτια της και διαρκώς ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της ένα ανεπιτήδευτο χαμόγελο, γνωρίζει τους μαθητές της και τους απευθύνει την «αθώα» ερώτηση, «τι επάγγελμα σας αρέσει για να το ασκήσετε όταν μεγαλώσετε;»

Τα παιδιά της τάξης ενθουσιάζονται από την ερώτηση και με παρορμητισμό διεκδικούν καθένα για το μέλλον του το επάγγελμα που τα γοήτευε στη φαντασία τους. Άλλωστε ποιο παιδί δεν ονειρεύεται τα πιο αλλοπρόσαλα πράγματα για τον εαυτό του σ’ αυτήν την ηλικία; Η κυρία Άννα δίνει το λόγο σε όλα τα παιδιά και τα ενθαρρύνει σε ό,τι κι αν λένε δικαιώνοντας το δικαίωμα στο όνειρο.

«Γιατρός», λέει ο Γιωργάκης, «πιλότος» Νίκος, «δικηγόρος» η Αλεξάνδρα με σοβαροφανή χρειά στη φωνή της, «επιχειρηματίας» ο ζωηρός Παναγιώτης και η εκπαιδευτική ώρα προχωρά με το σύνολο των παιδιών να δείχνει και να είναι ενθουσιασμένο απ’ τη διαλογική μορφή της συζήτησης. Δίπλα στο παράθυρο του δυτικού τοίχου της τάξης, ένα αγοράκι παρακολουθεί «ζαρωμένο» τα τεκταινόμενα, σαν να υποφέρει από πόνο στην κοιλιακή χώρα.

Μορφάζει στενάχωρα, τα μάτια του γέρνουν θλιμμένα και δείχνει να ανυπομονεί να τελειώσει το «μαρτύριό» του. Τότε στις σχολικές τάξεις δεν υπήρχαν παιδιά οικονομικών μεταναστών, δυστυχισμένων προσφύγων ή άλλων αναξιοπαθούντων, αλλά ο όμορφος Στέλιος, φορώντας πάντα παλιά, αλλά πεντακάθαρα ρούχα σε εντελώς διαφορετικό νούμερο από το δικό του, μάλλον «αποφόρια» κάποιου άλλου μεγαλύτερου παιδιά, συλλογίζεται πως δεν είχε δικαίωμα να εκφράσει και το ίδιο άποψη, γιατί ο πατέρας του ήταν οδοκαθαριστής.

Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, όλοι ήξεραν την κάθε οικογένεια και φυσικά αυτή του Στέλιου δεν ήταν η εξαίρεση.

Η κυρία Άννα  δεν αργεί να εντοπίσει τη δυσαρμονία στη διάθεση του μικρού Στέλιου με αυτήν των άλλων παιδιών και παίρνει το λόγο, για να αποκαταστήσει το κλίμα στην τάξη.

«Να ξέρετε παιδιά μου», λέει «πως υπάρχουν επαγγέλματα που αν και τα θεωρούμε κατώτερα είναι ίσως τα σημαντικότερα όλων» συνεχίζει κοιτώντας κατάματα το Στέλιο που παίρνει θάρρος και παρακολουθεί πλέον με ενδιαφέρον τη συζήτηση.

«Στο κάτω-κάτω δεν τιμά το επάγγελμα τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος το επάγγελμά του», λέει «αφού ένας έντιμος, υπεύθυνος και ηθικός οδοκαθαριστής προσφέρει στην κοινωνία πολύ περισσότερα απ’ ότι ένας ανήθικος, διεφθαρμένος και κυνικός επιστήμονας» κορυφώνει τη διάλεξή της η κυρία Άννα.

Εκείνες τις στιγμές επικρατεί αμηχανία μέσα στην τάξη και ο Στέλιος πια νιώθει τόσο μα τόσο περήφανος, όταν σιγουρεύεται πως η αγαπημένη του δασκάλα έκανε μια ολόκληρη αγόρευση για χάρη του, για να τον ικανοποιήσει και να τον κάνει να νιώσει περήφανος για τον πατέρα του και το επάγγελμά του.

«Λοιπόν, ποιος δεν μας είπε τι επάγγελμα θα μπορούσε να κάνει, έστω κι αν δεν θεωρείται σπουδαίο;» Τα βλέμματα διασταυρώνονται πλέον και δασκάλα και μαθητής αναμετριούνται σε έναν αγώνα επιβίωσης! Ο μικρός Στέλιος είναι πια σίγουρος… Με επιβλητική φωνή, κοιτώντας κατάμα τη δασκάλα του λέει: «ΔΑΣΚΑΛΟΣ, θέλω να γίνω, ΔΑΣΚΑΛΟΣ…»