Παρατηρείται σήμερα δυστυχώς μια υποχώρηση των ανθρωπιστικών σπουδών στα μεγάλα Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αλλά και στα διακόσια χρόνια από τη σύσταση του Νεοελληνικού κράτους ελάχιστοι Έλληνες κατόρθωσαν να αναδειχτούν διεθνώς. Αναφέρω μόνο τον Αδαμάντιο Κοραή και τον δάσκαλό μου Ι. Θ. Κακριδή για τη συμβολή του στην ερμηνεία των Ομηρικών Επών. Στην ερμηνεία και της αρχαίας και της νεοελληνικής γραμματείας συνέβαλαν σημαντικά οι Γάλλοι, οι Άγγλοι και οι Γερμανοί. Εκείνων οι κριτικές εκδόσεις είναι ακόμα οι εγκυρότερες, αλλά και οι μεταφράσεις και οι αναλύσεις τους έχουν προωθήσει τη φιλολογική επιστήμη.

Αφορμή για τις σκέψεις αυτές είναι μια συλλογή δοκιμίων του Άγγλου Πανεπιστημιακού δασκάλου Πήτερ Μάκριτζ, λαμπρού νεοελληνιστή που κυκλοφόρησε από τον ιστορικό εκδοτικό οίκο ΕΣΤΙΑ, που έχει προσφέρει πλούσιο έργο στα γράμματά μας με την ποιότητα και το εύρος των εκδόσεών του. Τίτλος του είναι ΕΚΑΜΓΕΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ – ΣΟΛΩΜΟΣ, ΚΑΒΑΦΗΣ, ΣΕΦΕΡΗΣ.

Εκμαγείο βέβαια σημαίνει μια εύπλαστη μάζα επάνω στην οποία μπορεί να αποτυπωθεί μια μορφή, είναι δηλαδή το πιστό ομοίωμα μιας μορφής. Είναι ευρηματικός τίτλος για ένα έργο, όπου συγκεντρώνονται 13 μελέτες στις οποίες εξετάζονται τα έργα των τριών μεγαλύτερων ποιητών του Νεοελληνικού κράτους. Η επιλογή τριών κορυφαίων κάθε είδους ήταν μια μεθοδολογική αξιολόγηση από τα Αλεξανδρινά και Βυζαντινά χρόνια.

Έτσι, ως κορυφαίους τραγικούς ποιητές θεωρούμε τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη. Θα αναρωτηθούμε φυσικά, αν η ποίηση έχει μορφή, ώστε να την αποτυπώσουμε σε ένα εκμαγείο, αλλά και με ποια κριτήρια μπορούμε να συγκροτήσουμε μια τριάδα Νεοελλήνων ποιητών, ώστε να τους θεωρήσουμε ως κορυφαίους. Ίσως διαφωνήσουν αρκετοί και με το δίκιο τους, αφού παραλείπονται ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Ελύτης και άλλοι.

Προσωπικά συμφωνώ με τον συγγραφέα. Οι μελέτες του είναι υποδειγματικές στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το έργο των ποιητών, γιατί διαθέτει μια στέρεη φιλολογική και γλωσσολογική υποδομή, όπως φαίνεται απο το πλούσιο έργο του μέχρι σήμερα. Δεν ακολουθεί την Προκρούστια μέθοδο μιας θεωρίας, αλλά εξετάζει προσεκτικά κάθε ποίημα, συσχετίζει και ερμηνεύει, αφού με ταπεινότητα δηλώνει ότι ο κριτικός έχει κύριο χρέος του να βοηθήσει τον αναγνώστη να κατανοήσει το ποίημα και να απολαύσει τη δημιουργία και την αγωνία του ποιητή να εκφράσει τα βιώματα και τις ιδέες του.

Κοινό στοιχείο μεταξύ των τριών θεωρεί ότι γεννήθηκαν στην περιφέρεια του ελληνισμού και είχαν σχεδόν μητρική τους μια άλλη γλώσσα. Ο Σολωμός την ιταλική, ο Καβάφης την αγγλική και ο Σεφέρης τη γαλλική. Αναδεικνύει τον αγώνα τους να βρουν το δικό τους ύφος γραφής και να υπηρετήσουν την τέχνη τους με μια γλώσσα που δεν προδίδει το στόχο τους.

Στο Σολωμό αναφέρεται στην περιπέτεια και στις εκδοτικές δυσκολίες και θεωρεί ότι ίσως μόνο το ποίημα Ο Κρητικός είναι ολοκληρωμένο. Στον Καβάφη συσχετίζει σωστά ποιήματα διαφορετικών περιόδων και αποκρυπτογραφεί αρκετά στοιχεία που αναφέρονται στην εποχή του και τα προβάλλει στην ιστορική τους διάσταση.

Ιδιαίτερα για τον Σεφέρη αναφέρεται η προσπάθειά του να κατανοήσει τον Καβάφη και να τον αποδεχτεί. Εξαιρετικά είναι τα δοκίμια για τον ηδονικό και καβαφικό Σεφέρη, αλλά και μια προφητική αίσθηση που υπάρχει σε αρκετά ποιήματά του.

Θα κλείσω συνιστώντας ανεπιφύλακτα το βιβλίο με δυο παραγράφους από τον πρόλογο.

«Πιστεύω ότι πολλές φορές η θεωρία της λογοτεχνίας προχωρεί σε υπερβολικές γενικεύσεις, που επισκιάζουν την ατομικότητα του συγκεκριμένου κειμένου».

«Οπωσδήποτε πιστεύω ότι ο κριτικός λόγος είναι ευτελής και δεν μπορεί να δημιουργήσει παρά μόνο εκμαγεία ποίησης: για μένα το ποίημα είναι «άγαλμα ελέφαντός τε και χρυσού», ενώ ο κριτικός λόγος είναι κάτι «το κεραμεούν τε και φαύλον».

 

*Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος