Η Αροδαμιά του Ξενοφού, δεν σκοτίζεται πια για τα πολιτικά και τους πολιτικούς.
Την ενδιαφέρουν πιο πολύ τα «δρώμενα» στην οικογένεια και στη γειτονιά της.
Διαβάζει χωρίς γυαλιά τις καθημερινές αγγελίες στις κολόνες της ΔΕΗ στη γειτονιά για μνημόσυνα και αποδημίες εις Κύριον και σχολιάζει χαμηλόφωνα μόνη της:
-Ε, μεγάλος ήτανε. -Ε ντα ακόμη ζούσε τούτη; -Ε το κακομοίρη, εξεκουράστηκε… (για το καθένα έχει και το λεκτικό «κουστούμι» έτοιμο, σύμφωνα και με την αναμφισβήτητη πληροφόρηση της, για την όμορφη ορεινή κωμόπολη όπου ζει κοντά ένα αιώνα τώρα).
Έχει όμως και την καθημερινή έγνοια, εκτός από το να ξεδιαλέξει και να καταπιεί τα χάπια των γιατρών, να ζητήσει την ενημέρωσή της από τον πρωτότοκο κανακάρη της για την υγεία όλων των μελών της οικογένειας, παιδιών, εγγονών και δισέγγονων. Μια συνήθεια που κρατεί απαραβίαστη, «μητριαρχικώ δικαίω» από τότε που ο συχωρεμένος ο άντρας της ο Ξενοφών, της κληρονόμησε με το μισεμό του, την ευθύνη της οικογένειας…
Πρωί πρωί τη Κυριακή των εκλογών, πήρε με το κινητό της (!) τον κανακάρη της να πάει να της δείξει ήντα ψηφοδέλτιο δα βάλει στο φάκελλο και πως δα κάμει τη δουλειά, να μην τα κάμει πάλι θάλασσα σαν τις εκλογές του Μάη, που πέρασε για κάλπη το καλάθι μέσα στο παραβάν, όπως ήταν γεμάτο ψηφοδέλτια και πέταξε κι εκείνη μέσα ό,τι της είχε δώσει προηγουμένως η δικαστική αντιπρόσωπος.
Είδε κι ήπαθε να ξεκαθαρίσει, μόνη της, τη κατάσταση αφού ο κανακάρης της, περίμενε έξω απο το εκλογικό κέντρο και παρακολουθούσε γελώντας αμήχανα από το τζάμι της πόρτας, τα καμώματα της Ρωφίλης…
– Εκειονέ με το μισό ήλιο, θωρείς το; Εκειονά δα πάρεις και δα το βάλεις στο φάκελλο που δα σου δώσει η κοπελιά που είναι στο γραφείο κι ύστερα δα το ρίξεις στη κάλπη από τη χαραμάδα που έχει στην απάνω μπάντα. Εντάξει; εντάξει.
Μπαίνει η Ροδαμιά στο εκλογικό κέντρο αγέρωχη, ακουμπώντας στο μπαστούνι της και περίμενε δυο άλλους ηλικιωμένους που ήταν πριν από εκείνη. Ξεχάστηκε με την καθυστέρηση αλλά πλησίασε στο γραφείο της εφορευτικής επιτροπής και κοίταζε τα ψηφοδέλτια αραδιασμένα πάνω του, αναζητώντας τον μισό ήλιο που της είχαν ορμηνέψει. Η δικαστική αντιπρόσωπος κατάλαβε την αδυναμία και τη σύγχυση της για επιλογή και τη ρώτησε:
– Εσείς γιαγιά τι θέλετε;
– Τίποτα… απάντησε αιφνιδιασμένη η Ροδαμιά που νόμισε πως τη πιάσανε να κόβει κεράσια στο Κουτσουνάρι τ’´Αβρακόντε, από του Κουρούπη τη πετροκερασά…
Μα κατάλαβε αμέσως πως ήθελε να τη βοηθήσει στην επιλογή της. Οντέ της έδειξε το ψηφοδέλτιο με τον ήλιο της φώναξε δυνατά:
– Στοπ, ετούτο θέλω. Βάλε μου το στο φάκελλο… Η δικαστική αντιπρόσωπος εκτέλεσε την εντολή της με αργές καθαρές κινήσεις και δίδοντας της το φάκελλο να τον ρίξει στη κάλπη της είπε με εγκάρδιο χαμόγελο: – Μπράβο γιαγιά!
Στην έξοδο την περίμενε ο γυιός της για να τη γυρίσει στο σπίτι και η Ροδαμιά του φώναξε πασίχαρη από μακρυά:
– Εβρήκα τονε Μανώλη τον ήλιο και τον ήβαλα στη κάλπη και μούπενε και μπράβο η κοπελιά!…