Τις τελευταίες εβδομάδες είχαμε κάποια σημαντικά γεγονότα στην πολιτική ζωή, τα οποία εκ πρώτης όψεως αφορούσαν αποκλειστικώς τα ενδότερα του χώρου  της  ελάσσονος αντιπολίτευσης, συγκεκριμένα του ΚΙΝΑΛ.

Το ένα απ’ αυτά ήταν η ασθένεια της προέδρου  του, της κ. Γεννηματά, με τα αμέτρητα και ανθρώπινα μηνύματα συμπαράστασης απ’ όλες  ανεξαιρέτως τις γωνιές  του πολιτικού μας χάρτη. Και αμέσως μετά, ο αναμενόμενος αλλά άδικος θάνατός της.

Παράλληλα, ήρθε στο προσκήνιο και άπαντες άρχισαν αίφνης να ασχολούνται  με τις από καιρό δρομολογημένες εξελίξεις στο Κίνημα Αλλαγής, μια πορεία η οποία θα δώσει την ευκαιρία στο πρώην ΠΑΣΟΚ, και νυν ΚΙΝΑΛ, να αναμετρηθεί με τον εαυτό του, την ιστορία του, τις αστοχίες και τις βλέψεις του, να έρθει σε επικοινωνία και επαφή με τους πρώην ψηφοφόρους του με αντικειμενικό και απώτερο σκοπό την ανανέωση της σχέσης τους. Όμως, δεν πρέπει να υποτιμάμε ούτε και να λησμονούμε, ταυτόχρονα,  τα όσα διημείφθησαν στο ενδιάμεσο και διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, θετικά και αρνητικά.

Είναι λοιπόν παράδοξο και περίεργο ένας πολιτικός σχηματισμός που στις τελευταίες εκλογές, καθώς και σε όλες τις δημοσκοπήσεις που διενεργούνται κατά καιρούς, αδυνατεί να υπερκεράσει το πλαφόν των 8% των ψηφοφόρων συνολικά της επικράτειας, να προκαλεί τόσες συζητήσεις και αντεγκλήσεις όχι μόνο στο εσωτερικό του αλλά και σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα και βεβαίως της κοινής γνώμης.

Ένα ποσοστό που δυσκολεύεται εμφανώς να υπερβεί και να οδηγηθεί σε διψήφιο και ελπιδοφόρο νούμερο αφού έχει βρεθεί συνεχόμενα ανάμεσα  στα πυρά της μακρόχρονης και λυσσώδους μάχης της ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, παρά τα παραπάνω αναγραφόμενα και γνωστά από την πολιτική μας ιστορία, οι εξελίξεις στο εσωτερικό του θα επηρεάσουν το μέλλον και θα αποβούν κρίσιμες όχι μόνον του εαυτού του αλλά και της χώρας.

Ήδη οι υποψήφιοι είναι γνωστοί, κάποιοι αποχώρησαν, ίσως το κάνουν και άλλοι έως τότε και ουδείς γνωρίζει επί του παρόντος τις πραγματικές τους προθέσεις. Όλες οι γενόμενες έως τώρα άφθονες αριθμητικά αναλύσεις στοχεύουν σε ένα βασανιστικό και εστιασμένο   ερώτημα το οποίο και απευθύνουν ευθέως οι δημοσιογράφοι στους υποψήφιους.

Είναι το θέμα της συμπόρευσης και σύμπλευσης με άλλους σχηματισμούς, εν όψει βέβαια και της απλής αναλογικής με την οποία θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές, όποτε αυτές διενεργηθούν.

Θα προχωρήσει σε συμβιβασμούς με τα άλλα κόμματα ή θα προτιμήσει αυτόνομη πορεία στοχεύοντας σε ανόρθωση του ηθικού των στελεχών του.  Εάν ακόμα αναγκαστεί από τις εξελίξεις να υποχωρήσει για να διατηρηθεί η κυβερνητική σταθερότητα ή όχι. Θα απαντήσει στην προτεινόμενη από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ‘‘προοδευτική’’ διακυβέρνηση, όρος φυσικά που χρησιμοποιεί κατά κόρον και δείχνει να πιστεύει ο ίδιος,  ή θα προτιμήσει άλλες ατραπούς;

Ο τελευταίος φυσικά μάλλον αρέσκεται να λησμονεί την ιστορία του, ότι δηλαδή συγκυβέρνησε με την ανοχή ενός κόμματος ακροδεξιού, το οποίο στη συνέχεια διαλύθηκε, ενώ σχετικά πρόσφατα  ο επικεφαλής του εκστόμισε αναρίθμητες  κατηγορίες εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή αρκετοί βουλευτές του κάποια δεδομένη στιγμή εξαγοράστηκαν, από πού άραγε και γιατί, ένα ερώτημα προς την κατεύθυνση του οποίου ακόμα δεν έστρεψε το ενδιαφέρον της, ως βεβαίως όφειλε, η ανεξάρτητη δικαιοσύνη.

Αλλά, φυσικά, αναρίθμητα ερωτήματα αναφύονται εν προκειμένω και αυτόματα. Πόσο προοδευτικός μπορεί να είναι ένας πολιτικός   σχηματισμός που συνεργάστηκε για να πετύχει τους κρύφιους στόχους του με εκείνον τον ακραίο, πολιτικά, σχηματισμό;

Τι είδους προοδευτικότητα μπορεί να ονομασθεί η συνεργασία με ένα κόμμα που χρησιμοποίησε τον απύθμενο λαϊκισμό για σημαία του, που προσπάθησε να χαλιναγωγήσει τα μέσα επικοινωνίας με όλα εκείνα τα αχαρακτήριστα τα οποία γνωρίσαμε, φυλακίζοντας με γελοίο και πρωτόγνωρο τρόπο τους εκπροσώπους τους για δύο ημέρες χωρίς επαφή με το περιβάλλον, σέρνοντας τα βαλιτσάκια με τα προσωπικά τους είδη τους στο συγκεκριμένο μέρος όπου κλείστηκαν;

Τι είδους προοδευτική διακυβέρνηση προσδοκά το όποιο ΠΑΣΟΚ με έναν σχηματισμό που όπως παρατηρούμε, σε συνεχόμενη βάση, προσπαθεί να απαξιώσει και καταπολεμήσει όλες τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που δρομολογούνται από την νυν κυβέρνηση;

Να αφήσει τους χώρους των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων χωρίς φύλαξη  και έρμαια και  ευένδοτα για όποια αλίευση μελλοντικών ψηφοφόρων του και στελεχών;

Έτσι για να επανέλθουμε, η αναζήτηση του επικεφαλής στο Κίνημα Αλλαγής, ή στο ΠΑΣΟΚ, θα πρέπει πρωτίστως να απαντήσει σε όλα αυτά τα ερωτήματα, αφού οι απαντήσεις τους θα επηρεάσουν και το μέλλον της πολιτικής στον τόπο μας.

* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι χειρουργός και διευθυντής του χειρουργικού τομέα στο ΠΑΓΝΗ