Πόσα χρόνια με πήγε πίσω εκείνος ο όμορφος Άη Βασίλης της γειτονιάς μου! Τι αναμνήσεις πέρασαν από το μυαλό μου, όταν για αρκετή ώρα τον παρατηρούσα να επιμένει να αναρριχηθεί από εκείνη την τόσο λεπτή ανεμόσκαλα στο παραδιπλανό μπαλκόνι της πολυκατοικίας προσπαθώντας να γαντζωθεί για να μπει στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου.

“Κοίτα ένα θράσος που έχουν και οι Άγιοι” είπα μέσα μου αφού συνέχιζα να τον κοιτάζω και να θαυμάζω τα ατσαλάκωτα άλικα ρούχα του καθώς και την πλούσια λευκή γενειάδα του, παρόλα τα κάμποσα χρόνια που κουβαλούσε μαζί με το χιλιόβαρο και γεμάτο δώρα σακούλι του.

“Πόσο τυχερά είναι τα σημερινά παιδιά, ειδικά εδώ στην Κρήτη αφού ούτε τα χιόνια ούτε οι αντίξοες καιρικές συνθήκες εμποδίζουν τον ερχομό του” είπα μέσα μου. Όλα αυτά με πήγαν  πίσω, μου θύμισαν πολλά, κάνοντάς με να αισθανθώ και εγώ παιδί της δεκαετίας του εξήντα. Μέσα εκείνης της δεκαετίας, όταν σε ηλικία πέντε χρονών περίπου είχα “γνωρίσει” τον Άη Βασίλη.

Ένας διαφορετικός, ψηλός, κούκλος, από σκληρό πλαστικό με μαύρες μπότες. Ένας κουμπαράς Άη Βασίλης. Αυτός ήταν όλος κι όλος. Δύο χρόνια αργότερα στη δεύτερη τάξη του δημοτικού με πλησίασε “ένας πιο χαμογελαστός Άη Βασίλης μέσα από ένα παιδικό χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Το ίδιο παραμύθι από εκείνα τα παλιά όμορφα, εικονογραφημένα παραμύθια το συνάντησα σαράντα δύο χρόνια αργότερα, στο δανειστικό τμήμα της Βικελαίας Βιβλιοθήκης.

Μοναδικά παραμύθια ως προς την εκδοτική τους φροντίδα και ως προς τη σύνθεση των χρωμάτων τους, που δυστυχώς άλλοι αναγνώστες επιθυμούν την αντικατάστασή τους με τα σημερινά καινούργια. Ας είναι όμως, επανέρχομαι στη μορφή του Άη Βασίλη, για τον οποίο η γιαγιά μου η μακαρίτισσα, η Θεσσαλία, μου έλεγε ατελείωτες ιστορίες: “ότι αν είναι στεγνό το ρέμα και δεν έχει βρέξει πολύ, ανηφορίζει ο Άη Βασίλης με το γεμάτο σακούλι του από παιχνίδια, πλησιάζει το κάθε σπίτι, ανεβαίνει στην καμινάδα και σιγά σιγά κατεβαίνει απ’ αυτή, ενώ εμείς κοιμόμαστε για να μας αφήσει ό,τι είχαμε ζητήσει”.

Μη φανταστείτε και πολλά πράγματα, απλά δωράκια. Δεν υπήρχαν τότε αυτα τα λούτρινα ζωάκια, οι χαριτωμένοι μεγαλόσωμοι αρκούδοι ή τα τόσα ηλεκτρονικά παιχνίδια, που τρέχουν, μιλούν, λάμπουν και γενικά στολίζουν τα σημερινά ράφια και τις βιτρίνες των πολυόροφων πολυκαταστημάτων. Θυμάμαι που ρωτούσα συχνά τη γιαγιά μου:

“Και αν δεν μου φέρει ό,τι του ζήτησα;” Και εκείνη μου απαντούσε: “Πώς να έρθει κι αυτός ο καημένος; Τόσα χιόνια, το χωριό αποκλεισμένο, ούτε λεωφορείο, ούτε άλλα αυτοκίνητα δεν έρχονται”. Πράγματι, τέτοιες μέρες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ο αποκλεισμός των χωριών του Πηλίου. Χάρη σε αυτόν τον αποκλεισμό αποκτά το Πήλιο αυτή την σπάνια ομορφιά.

Αλλά και πολλά μέρη της πατρίδας μας, όταν απομονωθούν για λίγες μέρες, προσδίδουν κάτι το ξεχωριστό και το πρωτόγνωρο στον επισκέπτη. “Δεν είναι όμως λόγος να φταίει η συγκοινωνιακή απομόνωση και να χάσω το δώρο του Άη Βασίλη” είπα μέσα μου. Θα δω τι θα κάνω, αφού πλησίαζε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς! Στο χωριό μου υπήρχε το Πολυμαγαζάκι του κυρίου Ρήγα, αφού συγκέντρωνε πολλές δραστηριότητες. Κουρείο, ψιλικατζίδικο, με είδη περιπτέρου, ταχυδρομείο και ό,τι ήθελε να ζητήσει κάποιος εκεί το έβρισκε

. Τύφλα να ‘χουν τα σημερινά πολυκαταστήματα. Αφού είπα τα κάλαντα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, σχεδόν όλες οι εισπράξεις πήγαν στο πρωτοχρονιάτικο δώρο, το οποίο ήταν ένα αυτοκινητάκι με μπαταρίες που αναβόσβηναν τα φώτα του. Τότε βέβαια τα χρήματα που μας έδιναν στα κάλαντα ήταν ελάχιστα, η συνήθης αμοιβή μας ήταν αμύγδαλα, σταφίδες, ξερά σύκα και στα κάλαντα του Λαζάρου πολλά ήταν τα σπίτια που μας έδιναν αυγά ως φιλοδώρημα.

Σήμερα τα πολλά εκχιονιστικά μέσα αλλά και τα παντός καιρού  μέσα μεταφοράς διευκολύνουν αρκετά τον ερχομό του φίλου των παιδιών, ακόμα και αν οι καιρικές συνθήκες είναι αντίξοες. Ο Άη Βασίλης εύκολα φτάνει στον προορισμό του, καμιά φορά και από αέρος, για να κερδίσει χρόνο αλλά και τα σημερινά παιδιά τον βρίσκουν ευκολότερα. Στον άμεσο εντοπισμό του βέβαια βοηθούν και τα σημερινά μέσα επικοινωνίας που είναι τόσο σύγχρονα.

Χάρη σ’ αυτά επικοινωνούμε με τους απ’ έξω και με τους μακράν από εμάς εύκολα, αλλά έχουμε χάσει δυστυχώς χάρη σ’ αυτά την μεταξύ μας επικοινωνία. Έτυχα προχθές σε μια καφετέρια που ένα νεανικό ζευγάρι έπινε τον καφέ του και ο καθένας μετά την ρουφιά ξάνοιγε και ασχολούνταν με το κινητό του, ζώντας στιγμές εντελώς αντίθετες απ’ αυτές που έπρεπε να ζουν (πάντα κατά τη γνώμη μου) και να με συμπαθάτε για τις σκέψεις μου αυτές. Επανέρχομαι όμως στον Άγιο και φίλο των παιδιών, ο οποίος δεν βρίσκει σήμερα εμπόδια να κάνει αυτό που ο ίδιος θέλει, αλλά και αυτό που τα παιδιά περιμένουν.

Τα παιδιά είναι σίγουρα πως είναι αδύνατο να τα ξεχάσει, αντίθετα με την δική μας εποχή και εκείνους τους καιρούς, τότε που εμείς σαν παιδιά να είχαμε κάποιες γλυκόπικρες αναμνήσεις από εκείνες τις πρωτοχρονιές που παρήλθαν!