Λένε πως τα τραγούδια τους ακούγονταν μέχρι το πρωί, απ’ άκρη σ’ άκρη της σκλαβωμένης Αθήνας, απ’ το Χαϊδάρι, μέχρι τον Πειραιά, την Καλλιθέα, την Κοκκινιά, το Παγκράτι, την Καισαριανή, στις ταράτσες των σπιτιών, στους δρόμους και στα σοκάκια τους.

 Λένε πως και οι περίπολοι των Γερμανών σταμάτησαν να ακούσουν και πως στην Καλλιθέα και την Κοκκινιά, οι αδικοσκοτωμένοι από τα μπλόκα, σηκώθηκαν από τους τάφους τους και σαν σκιές στους τοίχους, χόρευαν και τραγουδούσαν μαζί με τους διακόσους.

Από το απόγευμα της προηγούμενης υπήρχε μια αναστάτωση στο στρατόπεδο, ψίθυροι από εδώ και από εκεί και μια παγωμάρα – όπως η παγωμένη ανάσα του θανάτου πάγωνε τα σώματα- στένευε το μυαλό.

Έτσι όπως το κορνιαχτό του χάροντα που ανεμίζει με το μακρύ δρεπάνι του, έτοιμος να πάρει ψυχές. Ψίθυροι, κάποιος αγωνιστής στα λουτρά άκουσε τους Γερμανούς αξιωματικούς να μιλούν για 200 εκτελέσεις την επόμενη μέρα 1η του Μάη.

Ναπολέο, τρέχα να μάθεις, ενημέρωσέ μας.

Πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, ο Καρλ Φίσερ ένας Ναζί αδίστακτος, ένα  τέρας των  SS– διοικητής του στρατοπέδου – που δεν δίστασε να σκοτώσει ο ίδιος τον καλύτερό του φίλο επειδή αμφισβήτησε τις ενέργειες των SS- διέταξε να τον φέρουν στο γραφείο του, του είπε να καθίσει, τον κέρασε τσιγάρο, του μίλησε για ένα φίλο που είχε και ότι του έμοιαζε, ότι  ήθελε να εξιλεωθεί για τον θάνατο του φίλου του, επειδή εκείνος είχε δώσει την διαταγή της εκτέλεσής του.

 Ο καημένος ο Χανς, του μοιάζεις, του είπε- μου τον θυμίζεις.

Εδώ είναι η λίστα με 200 ονόματα, ανάμεσα τους κι εσύ, αλλά εσύ δεν θα πας, εσύ θα μείνεις εδώ γιατί σε χρειάζομαι.

Απλά δώσε μου ένα όνομα, όποιο θέλεις εσύ, ένα γέρο, ένα σακάτη, ένα τρελό, δεν με νοιάζει, μόνο ένα όνομα θέλω από σένα.

Εμείς οι δυο μοιάζουμε, του είπε, έχουμε μεγάλη πίστη στις ιδεολογίες μας, άνθρωποι σαν κι εσένα έπρεπε να είναι μαζί μας.

Προσπαθείς να με εξευτελίσεις στους συντρόφους μου, να με κάνεις να υποχωρήσω, του είπε ο Ναπολέων, το ίδιο έκανες και πριν μερικούς μήνες, όταν κάλεσες την Χαρά, εδώ για να μας δελεάσεις στέλνοντάς μας στη Γερμανία, για δουλειά και ελεύθερη ζωή.

Δεν υπάρχουν διλλήματα για μένα, κύριε διοικητά, αν η λίστα γίνει 199, δέχομαι.

Θα έβαζες εσύ στη θέση μου τον πιο άχρηστο Γερμανό Στρατιώτη; Όχι!!!

Πώς μου ζητάς να βάλω στην θέση μου ένα  Έλληνα Πατριώτη;

Ο Φίσερ δεν μίλησε, του έδωσε τη λίστα και τον έβαλε να φωνάξει τα ονόματα από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου.

Προσοχή, όσοι ακούσουν το όνομά τους, να ετοιμαστούν γιατί αύριο το πρωί θα μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο..

 Απ’ τους πρώτους που ακούστηκε το όνομά τους ήταν ο Βλάσης Βαλασόπουλος, ο Σκλάβαινας  και ο νεαρός σπουδαστής του Πολυτεχνείου Θανασάκης Τούμπας, που πέταξε ψηλά το μπερέ του και φώναξε: «Ζήτω η λευτεριά»…

Στο τρίτο πενηντάρι, φώναξε και το όνομα του Αντώνη Βαρθολομαίου, του χιλίαρχού τους, που ήταν ο ψηλότερος άντρας του Χαϊδαριού, τον Μαριακάκη, τον γεωπόνο από τα Χανιά, τον Κορνάρο, τον Θρασύβουο Καλαφατάκη  και τον Μαμαλάκη. Πέντε Κρητικοί, πέντε Κρητικόπουλα, πώς θα μπορούσε να λείπει η Κρήτη από τα μαρτύρια από τον Λαϊκό αγώνα;

Αμέσως μετά το δικό του: «Σουκατζίδης Ναπολέων!».

 

Ο Ναπολέος σταμάτησε για λίγο, ξεροκατάπιε, μα συνέχισε απτόητος να φωνάζει τα ονόματα, τελείωσε και την τελευταία πενηντάδα και γύρισε στο προαύλιο μαζί με τους συγκρατούμενους.

Όλοι χλόμιασαν στο άκουσμα του ονόματος του παληκαριού που τόσο καιρό τους κρατά όρθιους με την στάση του, την αισιοδοξία του, το χαμόγελό του και την καλοσύνη του, αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.

Οι κρατούμενοι ήξεραν, ήταν οι ψίθυροι, ο παγωμένος αέρας, η μουντάδα της μέρας, η παγωμένη ανάσα του θανάτου. Ήξεραν οι κρατούμενοι ότι οι διακόσιοι θα πήγαιναν για εκτέλεση.

Αγκαλιάζονταν μεταξύ τους, εύχονταν καλή λευτεριά, άλλοι έκλαιγαν, άλλοι δεν μιλούσαν, αλλά κανείς δεν έπεσε στα γόνατα, κανείς δεν λύγισε, κανείς δεν υποχώρησε, κανείς δεν παρακάλεσε για τη ζωή του.

Δεν ήταν δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, πενήντα, μα διακόσοι νοματέοι, διακόσα παληκάρια, δυνατά σαν τα ψηλά βουνά, όρθια σαν τα κυπαρίσια, αγωνιστές του λαού και της πατρίδας. Διακόσιοι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό καταχτητή.

Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, τα αγκαλιάσματα, τις συγκινήσεις και τους αποχαιρετισμούς, κάποιοι πιάνουν τις κιθάρες, να σπάσουν τούτη τη φοβερή ατμόσφαιρα, μαζί και ο Φώτης Σαντομοίρης με το βιολί του.

Κι ανοίγουν το χορό του Ζαλόγγου. «Στη στεριά δε ζη το ψάρι, ούτ’ ανθός στην αμμουδιά…». Ο Γιώργος ο Γκότσης πρώτος, και ξοπίσω, σε μεγάλο κύκλο, ο Νικολόπουλος, ο Γεωργακούνης, ο Κατσανιώτης, ο Κουλαμπάς, ο Βλάσης και άλλοι. Σε λίγο πιάνουν οι Κρητικοί τον πεντοζάλη. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης πρώτος κι αγκαλιαστά οι άλλοι φτεροπόδαροι Κρητικοί, ο Μαμαλάκης, ο Τσιτήλος, ο Παναγιώτης Κορναρος, ο Βαλεντάκης, ο Μαριακάκης, χορεύουν και τραγουδούν.

Οι μελλοθάνατοι τραγουδούν και χορεύουν, όλοι σφιγμένοι μια γροθιά, με ακλόνητη πίστη ότι η θυσία τους, δεν θα πάει χαμένη.

 Αυτό δεν έχει ξαναγίνει, οι Γερμανοί τους ακούν έκπληκτοι. Ο Κάρλ Φίσερ, έμπειρος αξιωματικός των SS, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, απορούσε, δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Δεν έχει ξαναγίνει πουθενά αυτό, φώναζε εκνευρισμένος, πουθενά μέχρι τώρα, αυτοί οι Έλληνες Κομμουνιστές βάλθηκαν να μας εξευτελίσουν, μα δεν φοβούνται τον θάνατο, δεν φοβούνται ούτε εμάς;

Aπό το 1936, τη δικτατορία του Μεταξά χρόνια μαρτυρίας, βασανισμών και εξευτελισμών. Από την Ανάφη, στα Τρίκαλα, στην Αίγινα, την Κέρκυρα, τη  φρικτή Ακροναυπλιά και τώρα, εδώ στο στρατόπεδο του Χαϊδαριού,   παραδομένοι από την  κυβέρνηση Μεταξά σιδεροδέσμιους στους Γερμανούς καταχτητές. Όλοι πίστευαν πως έφτασαν στο τέλος της διαδρομής, οι νίκες του κόκκινου στρατού, η συνεχής υποχώρηση των Γερμανών, η κατάληψη της Ιταλίας από τους συμμάχους, όλα έδειχναν ότι η λευτεριά ήταν κοντά, όλοι ονειρεύονταν την λευτεριά, την επιστροφή επιτέλους στα σπίτια τους, στους αγαπημένους τους.

….Κάνε υπομονή αγαπημένη μου Χαρά, λίγο ακόμη και όλα θα τελειώσουν, θα φύγουμε Χαρά, θα πάμε στην Κρήτη, εκεί θα στήσουμε το σπιτικό μας…

…Πατερούλη, λίγο ακόμη κι έφτασε η λευτεριά…

Ποιο  μεγαλείο  ψυχής τους φέρνει μέχρι εδώ κι αντί να κλαίνε, να γελάνε, χλευάζοντας τον θάνατο, ποια δύναμη κρατάει τούτο το σμάρι ενωμένο, συνειδητά πειθαρχημένο, φέρνει τα πάνω κάτω, στη ροή των γεγονότων κι από θύματα γίνονται νικητές;

Μα η δύναμη του συλλογικού  αγώνα – ποια άλλη αλήθεια – η πίστη για το καινούριο αύριο που ξημερώνει, όχι μόνο για την λευτεριά της πατρίδας μας, μα και για την λευτεριά του ανθρώπου, το άνοιγμα- νέων δρόμων και εποχών στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων,  που είπε και ο Νίκος Μπελογιάννης.

Όλη νύχτα κράτησε τούτο το γιορτολόι, όλη νύχτα τραγουδούσαν και χορεύανε μελλόγαμπροι που ντύσαν τα καλά τους, στο γάμο με τον χάροντα.

Και σαν ξημέρωσε, αγέρωχοι, περήφανοι, όρθιοι και αξιοπρεπείς παρατάχθηκαν για αναφορά.

Ο Βαρθολμιός φώναξε δυνατά προσοχή και έδωσε αναφορά:

Και οι διακόσοι παρόντες !!!!!

Ο Φίσερ επιθεώρησε τους κρατούμενους και στάθηκε μπροστά στον Ναπολέο.

Όχι εσύ Ναπολέων, του ξαναείπε:

Το παλικάρι αγέρωχο, τον κοιτάζει κατάματα, σηκώνει τους ώμους ψηλά και με περισσό μίσος και απαξίωση, του απαντά:

Προσπαθείς να με εξευτελίσεις και εδώ, μπροστά στους συντρόφους μου;

Το ίδιο έκανε και με τον Βαρθολομιό και πήρε την ίδια απάντηση.

Τους φόρτωσαν σε πέντε φορτηγά κατά εικοσάδες, ο δρόμος για τον τοίχο της Καισαριανής μακρύς κι ατέλειωτος, πριν απ’ αυτούς χιλιάδες εκτελεσμένοι, -άνθρωποι απλοί μεροκαματιάρηδες που δεν αγάπησαν τίποτε άλλο παρά την  λευτεριά και την Ειρήνη.

Σε όλη τη διαδρομή τραγουδούσαν και έγραφαν σημειώματα για τους δικούς τους, τα πετούσαν έξω από τα καμιόνια, να τα βρουν οι περαστικοί να μάθουν οι δικοί τους, να μάθει, η σκλαβωμένη Αθήνα, όλη η Ελλάδα, όλος κόσμος, το άδικο, ότι όλοι τούτοι προδόθηκαν από απορρίμματα δικά μας.

Είκοσι είκοσι τους έστηναν στον τοίχο, είκοσι είκοσι έπεφταν τα παλικάρια με υψωμένες τις γροθιές και το πολυβόλο κροτάλισε και το πολυβόλο θέριζε τα στήθια τούτων των παιδιών, του λαού μας, ξανά και ξανά και ξανά.

Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα «ναι» να έλεγε του Γερμανού, θα είχε γλυτώσει.

Κι όταν απόκαμαν πια, όταν χόρτασα από το αίμα που έχυσαν οι αιματοπότες εκτελεστές, όταν συντελέστηκε ετούτο το απάνθρωπο έγκλημα, το αίμα τούτων των περήφανων παλικαριών που έτρεξε άλικο, καθαγίασε τούτο το αιματοβαμμένο χώμα, στο όνομα – όχι του Θεού- μα όλων των λαϊκών μαρτύρων, όλης της ανθρωπότητας, όλων  των λαϊκών αγωνιστών, στο όνομα της ζωής, της λευτεριάς και της Ειρήνης.

Το μνημειώδες χαρακτικό του Α.Τάσσου

 

Και το αίμα τους που έτρεχε από τα φορτωμένα των νεκρών παλικαριών  καμιόνια στο δρόμο για το Γ΄ Νεκροταφείο, έγινε η σπορά, η σπορά για το καινούριο αύριο που θάρθει.

Ζευγάδες αυτοί που φύγανε περήφανοι, αφήνοντας πίσω τους τούτη την τεράστια παρακαταθήκη της αξιοπρέπειας και της θυσίας.

Η αυτοθυσία τους πρωτόγνωρη σε όλο τον κόσμο, είναι το υπέρτατο, το πιο συγκλονιστικό παράδειγμα, ανθρώπινης αντοχής και αξιοπρέπειας.

Η πληροφορία, έφτασε νωρίς το πρωί της 26 Απρίλη 1944, στην έδρα της 3ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου: Ο Στρατηγός Φρανς Κρεχτ διοικητής της 41ης μεραρχία οχυρών θα επιθεωρούσε τη φρουρά της Μονεμβασιάς, την ίδια μέρα και την επομένη το πρωί 27 Απρίλη θα επέστρεφε στην Τρίπολη. Η  διαδρομή ήταν Τρίπολη, Μολάοι, Μονεμβασιά και επιστροφή από τον ίδιο  δρόμο.

Η διαταγή για την εκτέλεση του Γερμανού Στρατηγού, δόθηκε από τον ίδιο τον Νίκο Μπελογιάννη, ήξερε ότι θα την πλήρωναν αθώοι και δικοί μας άνθρωποι, αλλά δεν γινόταν αλλιώς, το χτύπημα για τους ΝΑΖΙ θα ήταν πολύ μεγάλο.

Την επιχείρηση ανέλαβε το 8Ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ Λακωνίας, η ενέδρα  στήθηκε αργά τη νύχτα 26 Απρίλη, έξω από τους Μολάους.

Ξημερώματα οι αντάρτες του 8ου συντάγματος του ΕΛΑΣ χτύπησαν τη γερμανική φάλαγγα με απόλυτη επιτυχία. Ο στρατηγός μαζί με δέκα Γερμανούς στρατιώτες ήταν νεκρός.

Οι Γερμανοί εξέδωσαν την παρακάτω ανακοίνωση, εκεί που λέει για Έλληνες εθελοντές, αναφέρεται στους ταγματασφαλίτες του Παπαδόγκωνα.

Ο Ναπολέος γεννήθηκε στη Προύσα της Μικράς Ασίας, είδε με τα μάτια του την μικρασιατική καταστροφή και το κάψιμο της Σμύρνης, τον πόνο και την τραγωδία των προσφύγων, τον θάνατο και την εγκατάλειψη, τη μοίρα της γενιάς του.

Δεκατριών χρονών ήρθε ξεριζωμένος στην Ελλάδα με τους γονείς του και μέσα από ταλαιπωρίες και βάσανα, βρήκαν νέα πατρίδα στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου. Εκεί στήσαν το νέο  τους σπιτικό. Σπουδάζει στην εμπορική σχολή του Ηρακλείο.

Και όπως λέει και ο ίδιος: «Είχα μπλέξει με πολλά και κοντά σ’ αυτά και η πολιτική. Το κόμμα, η Αριστερά. Εκεί γαλουχήθηκα, εκεί έμαθα τον κόσμο, μέσα από τις τραγωδίες που έζησα. Μέσα από τη σκληρή καθημερινότητα τοποθετήθηκα πολιτικά. Βιώματα από τη γειτονιά που μεγάλωσα, από τους μεροκαματιάρηδες που καθημερινά έβλεπα, από την ίδια μου την οικογένεια, από τα τραγούδια που άκουγα, από την αδικία που έζησα. Αυτά με έκαναν να συνειδητοποιήσω την τάξη που βρισκόμουν. Πίστεψα πραγματικά στην αλλαγή του κόσμου, στο σοσιαλισμό. Σε κάθε μου βήμα. Στις διαδηλώσεις, στις απεργίες, στις συνελεύσεις, στις φασαρίες, στις αντιπαραθέσεις, στις ολονύχτιες συζητήσεις. Ακόμα και σήμερα, συνεχίζω να πιστεύω στον ίδιο ιερό σκοπό, στον άνθρωπο».

Εργάζεται ως λογιστής στην Ιεράπετρα, εκεί γνωρίζει την αγαπημένη του φίλη και αδελφή, την γλυκιά και αδάμαστη δασκάλα Μαρία Λιουδάκη, που η πολύτιμη προφορά της στην λαογραφία της Κρήτης, η βράβευσή της από την ακαδημία Αθηνών για το έργο της, μα και η αγωνιστική της διάθεση, η βοήθεια της στους φτωχούς μαθητές της και η προτροπή στους γονείς να αγωνιστούν και να  διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες και καλύτερο σχολείο για τα παιδία τους και οι δυο κομμουνιστές, τον συνεπήρε. Την αγάπησε αμέσως, σαν μια μεγάλη αδελφή που δεν είχε ποτέ

Συνεργάστηκαν μαζί για την ανάδειξη του λαϊκού πολιτισμού στην Κρήτη, συνέγραψαν μαζί βιβλία, έμαθε πολλά από την αγαπημένη του Μαρία.

Από αυτήν γνώρισε  και τον μεγάλο έρωτα της ζωή του, την αδελφή της Μαρίας Λιουδάκη την αρραβωνιαστικιά του Χαρά.

Αχ η Χαρά, του στάθηκε παλικαρίσια μέχρι τέλους, δεν λύγισε ούτε κι αυτή, δεν το παρακάλεσε να ζήσει, δεν του στάθηκε εμπόδιο.

Η  Μαρία Λιουδάκη, μαζί με την συντρόφισσα της Μαρία Δανδράκη, πιάστηκαν από τους παρακρατικούς του Μπαντουβά τον Μάιο του 1947 κι αφού βιάστηκαν και βασανίστηκαν απάνθρωπα στους στάβλους των Μπαντουβάδων και στην ασφάλεια Ηρακλείου, τις αποκεφάλισαν και πέταξαν τα κορμιά τους σε μία χαράδρα έξω από τα Ηράκλειο.

Τον Ναπόλεο τον συνέλαβαν τον Ιούλιο του 1936, μετά από μεγάλες απεργίες στο Ηράκλειο, κυρίως των σταφιδεργατών. Εργαζόταν αρχιλογιστής στην εμπορική τράπεζα Ηρακλείου και ήταν πρόεδρος της ένωσης εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου.

Στην αρχή τον εκτόπισαν στην Ανάφη για ένα χρόνο, αλλά η δικτατορία του Μεταξά τον ξανασυνέλαβε και τον έστειλε στις φυλακές Τρικάλων, από εκεί στη μαρτυρική Ακροναυπλία και από εκεί  τους παρέδωσαν σιδεροδέσμιους στους Γερμανούς καταχτητές.

Οι Γερμανοί τους μετέφεραν στο Χαϊδάρι, άλλο κέντρο βασανισμού εκεί, άλλα βάσανα. Ο Ναπολέος, ευμαθής από μικρός μιλούσε επτά γλώσσες, ανάμεσα τους και γερμανικά. Ο Βαρθολομαίος αυτός ο γλυκός άνθρωπος αγωνιστής και καθοδηγητής των κρατουμένων αγωνιστών τον ξεχώρισε αμέσως.

Πρέπει να δεχτείς του είπε την πρόταση που σου έκανε ο Φίσερ να γίνεις ο νέος διερμηνέας, δες το σαν κομματικό καθήκον, από αυτή τη θέση μπορείς να βοηθήσεις πολλούς αγωνιστές να ξεφύγουν το θάνατο, αλλά και εμάς εδώ τους ίδιους, για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.

Γράφει η λογοτέχνις Βούλα Δαμνιανάκου, συγκρατούμενή του στο Χαϊδάρι:

«Μόνο ένας τεχνίτης μεγάλος θα μπορούσε να ζωγραφίσει την όψη του τη χαμογελαστή.  Όψη που να χορεύουν πάνω της αγκαλιασμένες η πίστη και το θάρρος, η σεμνότητα και η αξιοπρέπεια, η ευγένεια και η μεγαλοσύνη, η αγάπη και η συγκατάβαση και πάνω απ’ όλα η καλοσύνη.  Τίποτα δεν είχε για όλους εμάς τους συγκρατουμένους του, τόση γοητευτική δύναμη, όσο το φωτεινό του χαμόγελο που το σκόρπιζε άφθονο σε φίλους και εχθρούς, σε άδικους και δίκαιους. Δεν ήταν κρατούμενος που να μην ένιωσε το χάδι απ’ το βλέμμα του, τη ζέστα απ’ το χαμόγελό του, την προθυμία της απεριόριστης συγκατάβασής του. Ήταν σα να μάγευε και να θεράπευε μαζί».

Όταν ήρθε η πολυπόθητη απελευθέρωση, οι εργαζόμενοι του Ηρακλείου ανασυγκρότησαν το Εργατικό Κέντρο Ηρακλείου με πρόεδρο τον Στρατή Περγαλίδη ξάδελφο του Ναπολέο και το στέγασαν στο κτήριο της Ιταλικής αρχαιολογικής σχολής, οι εργάτες για να τιμήσουν τη αυτοθυσία, την ανιδιοτέλεια και την αλύγιστη στάση του δικού τους παλικαριού, έδωσαν σε μια αίθουσα το όνομα του και ψηλά στο δοκάρι τοποθέτησαν με περηφάνια  μια φωτογραφία του.

Τον Ιούνη 1947 μετά από αλλεπάλληλες απεργιακές κινητοποιήσεις του ΕΚΗ συλλαμβάνουν, τον Στρατή Περγαλίδη και τον γενικό γραμματέα του ΕΚΗ Ανδρέα Σταυρουλάκη, για ηθική αυτουργία στο φόνο ενός απεργοσπάστη.

Ο Περγαλίδης δολοφονήθηκε κάτω από φριχτά βασανιστήρια στα μπουντρούμια της ασφάλειας, εκεί στην οδό Ρούσου Χούρδου, ενώ ο Σταυρουλάκης μεταφέρθηκε ετοιμοθάνατος στο στρατιωτικό νοσοκομείο.

Την ίδια μέρα δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ οι αδελφοί Χατζηγιώργηδες, στελέχη του ΚΚΕ, πρόεδρος ο ένας και ο άλλος γεν. γραμματέας του σωματείου τσαγκαράδων, από πυρά αστυνομικών.

Ο Σταυρουλάκης λύγισε και πέρασε στην αντίπερα όχθη, υπηρετώντας καλά τους βασανιστές του, σαν πρόεδρος του ΕΚΗ, μέχρι το τέλος της Χούντας.

Γράφει ο βετεράνος κομμουνιστής και αυτός που στρατολόγησε τον Σουκατζίδη στο ΚΚΕ.

Αξέχαστος Παπαδομιχελάκης Στέλιος.

¨…..Μετά την απελευθέρωση ήρθε στο Ηράκλειο και με βρήκε ο πατέρας του Ναπόλεο.

Δεν ήρθα να σε βρω μου είπε για να σε κατηγορήσω ή να σου ρίξω ευθύνες για το θάνατο του γιού μου.

Ξέρω ότι το παιδί μου αυτό τα δρόμο θα ακολουθούσε, έζησε πολύ πόνο, είδε τον πόλεμο και τον θάνατο με τα μάτια του, την αδικία, την εκμετάλλευση, τον πόνο και την θηριωδία των εκμεταλλευτών, την έζησε στο πετσί του.

Έτσι κι αλλιώς αυτόν το δρόμο θα διάλεγε, μα να ήθελα να σε γνωρίσω και να σου πω να είμαι γέρος, δεν μπορώ να πάρω τη θέση του, μα κάπως να βοηθήσω κι εγώ.

Τον βάλαμε και βοηθούσε στο Αρκαλοχώρι την εκεί κομματική οργάνωση, καμιά προκήρυξη τον Ριζοσπάστη και τα οικονομικά.

Ερχόταν αρκετές φορές στο Ηράκλειο, στο εργατικό κέντρο, εκεί όλοι τον ήξεραν τον καλοδεχόταν πάντα με αγάπη και πολύ χαμόγελο.

Εκείνος δάκρυζε κρυφά και καθόταν μαζί τους για ένα καφέ, ενώ συλλογιζόταν βαθιά μέσα του, ότι η θυσία του παιδιού του δεν πήγε χαμένη.

Κρυφογελούσε η καρδιά του πικραμένου πατέρα. Σίγουρος πια ότι τίποτα δεν πάει χαμένο.

Μετά την απάνθρωπη δολοφονία του Στρατή Περγαλίδη και αφού είχε αναλάβει πρόεδρος ο Σταυρουλάκης, νάτος μια μέρα σκυθρωπός με βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα, ήρεμος, με τεράστια υπομονή να κατευθύνεται στην αίθουσα με τη φωτογραφία του παιδιού του.

Ούτε που άκουγε τις φωνές πίσω του που του φώναζαν όπως κάθε φορά:

Έλα μπάρμπα Φώτη, έλα, τι κάνεις, έλα να πιούμε το καφεδάκι μας.

Ο μπάρμπα Φώτης βλοσυρός και αγέλαστος, έτσι όπως άρμοζε στην περίσταση μπήκε στην αίθουσα ανέβηκε σε ένα τραπέζι, ξεκρέμασε τη φωτογραφία του γιού του, έβγαλε από την τσέπη του ένα άσπρο πανί, την τύλιξε με δέος και βαδίζοντας προς την έξοδο, μονολογούσε φωναχτά να τον ακούσουν όλοι:

-Άργησα παιδί μου να έρθω να σε πάρω, άργησα, συγχώραμε, η θέση σου, δεν είναι πλέον εδώ, όταν το εργατικό κέντρο γίνει πάλι δικό μας, εγώ πάλι θα σε φέρω πίσω.

Λένε πως κάθε Πρωτομαγιά, εκεί στο Υμηττό, ο ήλιος σπιθίζει πιο δυνατά και οι χρυσοκκόκινες ακτίνες του πέφτουν πάνω ακριβώς στον μαρτυρικό τοίχο της Καισαριανής.

Τούτοι δω κι όχι μόνο αυτοί, δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια λαϊκοί αγωνιστές σε όλο τον κόσμο δώσανε ανυστερόβουλα την ζωή τους για έναν καινούριο κόσμο χωρίς πείνα και πόλεμο.

Σήμερα, μέσα από τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ΝΑΤΟ, ΕΕ ΡΩΣΙΑΣ, ΚΙΝΑΣ κ.λπ.,  ακόμη πιο έντονα κυριαρχεί το αντίθετο, η πείνα, ο πόλεμος, η γενοκτονία ολόκληρων λαών, η αλλαγή συνόρων.

Στις καπιταλιστικές κοινωνίες, κυριαρχεί η φτώχεια, η πείνα, η εκμετάλλευση, η κατάργηση όλων των εργατικών δικαιωμάτων που κερδήθηκαν με αίμα τον 20ο αιώνα: Οκτάωρο, συλλογικές συμβάσεις, δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, όλα έχουν παρθεί πίσω. Η υπερεντατικοποίηση  της δουλειάς, τα ωράρια «λάστιχο», η ακρίβεια, τα χαμηλά μεροκάματα και συντάξεις, η καταστολή έχουν σαν αποτέλεσμα -εκτός  των άλλων-  και την ενδοοικογενειακή βία, την εφηβική εγκληματική συμπεριφορά, τις άγριες δολοφονίες εν ψυχρώ, την σεξουαλική εγκληματικότητα, την απαξίωση ης ανθρώπινης ζωής. Αυτή είναι η σαπίλα και η βρομιά που αναδύεται από το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.

Αν εκείνοι έδωσαν τη ζωή τους τόσο ανυστερόβουλα για ένα καινούριο αύριο, είναι καιρός να πάρουμε σήμερα εμείς τη σκυτάλη η νέα γενιά, για εκείνο το καινούριο αύριο που και εκείνοι ονειρεύτηκαν, ένα κόσμο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνία χωρίς πείνα και πόλεμο.

Στο χέρι μας είναι, να φυτρώσει η σπορά και να ανθίσουν τα καινούρια λουλούδια, της δικαιοσύνης, της Ειρήνης και του πολιτισμού.

Μόνο έτσι όλοι εκείνοι θα δικαιωθούν θα βρούνε ανάπαυση.

Και πού ξέρετε, ίσως εκεί στον Άδη, αφού θα έχουμε κι εμείς εκπληρώσει το καθήκον μας όπως εκείνοι, μας κλείσουν το μάτι χαμογελώντας.

 

Τα τελευταία σημειώματα του Ναπολέοντα Σουκατζίδη.

«Φώτην Σουκατζίδην, Αρκαλοχώρι, Ηρακλείου Κρήτης.
Πατερούλη,
Πάω για εκτέλεση, νάσαι περήφανος για το μονάκριβο γιό σου. Ν’ αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδελφούλα μου, κι οι δυό μεγάλοι άνθρωποι. Γειά
γειά πατερούλη».

«Δίδα Χαρά Λιουδάκη, καθηγήτρια Αναμορφωτικής Σχολής Θηλέων, Δρομοκαΐτιον, Αθήναι.
Η τελευταία μου σκέψη μαζί σου. Θάθελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο της ζωής σου άξιό σου άξιό μου.
Κάτι ενθύμια θα σου δώσει ο Ζήσης».

«Δίδα Μαρία Λιουδάκη. Ιεράπετρα Κρήτης.
Αδελφούλα μου, πάω για εκτέλεση. Σε λάτρευα πολύ, όσο λάτρευα και τη γυναίκα μου. Δεν μπόρεσα να σάς κάνω ευτυχισμένες. Λίγη αγάπη στον μπαμπά όσο να ζει. Γειά σου, γειά σου λατρευτή μου αδελφούλα.
Ναπολέων 1-5-44».

 

Πηγες: Ιστορικό Αρχείο ΚΚΕ, Ριζοσπάστης, Ημερόδρομος, Κατούσια.

Αρχείο εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ (για τις δολοφονίες των Μαρία Λιουδάκη και Μαρία Δανδράκη, Στρατή Περγαλίδη και αδελφών Χατζηγιώργη.)

Βιβλιογραφία: Θέμος Κορνάρος, Σπύρος Τζόκας, Δημήτρης Ψαθάς.

Φωτογραφίες: Ιστορικό αρχείο ΚΚΕ