Περίοδος του μεσοπολέμου και οι μέρες περνούν ζεστές και κουρασμένες. Απαραίτητος σχεδόν για όλους ο μεσημεριανός ύπνος και το βράδυ είναι σίγουρη η αναζήτηση λίγης δροσιάς μήπως και μετριασθεί ο καθημερινός κόπος της ζωής. Μεγάλη κοσμοσυρροή στο Μπεντενάκι, όπου γινόταν ο συνηθισμένος περίπατος. Εκεί όλη σχεδόν η πόλη έδινε το «παρ΄ψν» πάντοτε, χειμώνα-καλοκαίρι. Όμως τα βραδινά του καλοκαιριού, γέμιζε από παιδιά, γυναίκες και άνδρες.

Φυσικά γεμάτη από ζωή και κίνηση και η απέραντη παραλία που εκτείνονταν περίπου από το νέο λιμάνι, απέναντι από του Φυτάκη έως το Μαντράκι, όπου πλήθος περιπατητών πάσης τάξεως και ηλικίας, πηγαινοερχόταν τις απογευματινές ώρες, ιδίως μετά από την πτώση της ζέστης στο λιόγερμα της δύσης.

Βέβαια οι Ηρακλειώτες δεν έχαναν την ευκαιρία να απολαύσουν τα μπάνια τους στις ακτές που άρχιζαν από το παλιό ηλεκτρινό εργοστάσιο, το σημερινό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ή μπροστά στο Μέγαρο του Φυτάκη αλλά και στην ολοκάθαρη παραλία της Τρυπητής με τα απότομα βράχια της σε κάποια σημεία και τις φιλόξενες για τους τρωγλοδύτες σπηλιές της, μέχρι τον Πόρο και το Μαντράκι (βορεινά της εκκλησίας του Αγίου Φανουρίου).

Παλιότερα τα αγόρια και οι άνδρες είχαν το προνόμιο να απολαμβάνουν τις χαρές της θάλασσας. Αργότερα βέβαια και με το δίκιο τους ξεθάρρεψαν και οι γυναίκες, διεκδικώντας την δροσιά και την απόλαυση της θάλασσας μακριά βέβαια από τα πονηρά βλέμματα των ανδρών. Δεν έλειπαν βέβαια και οι νεαροί αλητόπαιδες που πόζαραν κινικώτατα κυλιόμενοι επί της άμμου προκαλώντας και χωρίς να φέρουν ούτε αυτό το απαραίτητον φύλλον συκής.

Σχεδόν  στο κέντρο της πόλης ο μικρός λοφίσκος της Βίγλας, με τα ανάριθμα πεύκα του, με τα άλλα δέντρα και φυσικά με τα πανέμορφα λουλούδια, περικλείοντας στη μέση “το Ηρώον”. Πραγματική όαση για τους ανθρώπους του μόχθου τα μικρά καφενεδάκια σ’ όλες τις γειτονιές με ατέλειωτες συζητήσεις για το μεροκάματο του εργάτη, την έλλειψη εργασίας, την φτώχεια, την πολιτική, τα κομματικά, τον φανατισμό!

Βέβαια υπήρχαν και οι διακρίσεις στα στέκια. Ήταν εκείνα που προορίζονταν για τον “καλό κόσμο”. Σίγουρα είμαι αντίθετος μ’ αυτή την έκφραση, που συχνά επαναλαμβανόταν εκείνη την εποχή… Αυτά βρίσκονταν απέναντι από τα δικαστήρια, τη Νομαρχία, την πλατεία Ελευθερίας και γενικότερα προς το άγαλμα του Ανγώστου Στρατιώτη. Συχνές ήταν οι καταχωρήσεις μέσω του τοπικού Τύπου για ζήτηση και ενοικίαση θερινών οικημάτων σε διάφορα χωριά ή και σε περίχωρα, προκειμένου κάποιες οικογένειες να παραθερίσουν.

Βέβαια οι πιο ευκατάστατοι Ηρακλειώτες συνήθως είχαν εξοχική κατοικία γύρω από την πόλη, αλλά και σε κοντινά χωριά. Εκεί έμεναν οι μανάδες με τα παιδιά τους το καλοκαίρι για διακοπές, ενώ ο πατέρας παρέμεινε στην πόλη για τις δουλειές του και τους επισκεπτόταν την Κυριακή. Συχνό φαινόμενο στα “μεγάλα σπίτια” και η παρουσία των οικιακών βοηθών που θεωρούνταν  μέλη της οικογένειας.

Πολλές φορές ήταν τα θύματα και οι αποδέκτες παρατηρήσεων και φωνών, προσβολών και κακομεταχείρισης των κυριών, συνήθως αυτών που είχαν δει νωρίς τον ασκιανό τους, εκείνων των… θησαυρών καλωσύνης που όπως συχνά ισχυρίζονταν ότι τις είχαν κάνει νευρασθενικές και για όλα έφταιγαν αυτά τα… αναθεματισμένα δουλικά! Πολλοί όμως ήταν εκείνοι οι οποίοι ήταν λάτρεις των θεαμάτων και της διασκέδασης γενικότερα. Μια τέτοια λύση ήταν τα σινεμά. Τρία ήταν εκείνη την εποχή, αλλά το καθένα ήταν πιστό στον τύπο του, αλλά και στην παράδοσή του. Ένα από αυτά ήταν του Πουλακάκη!

Κομψό, ευχάριστο, προσφέροντας ένα αίσθημά άνεσης και ανακούφισης. Ανάλογο με το περιέχον ήταν και το περιεχόμενο. Καλός κόσμος και καλά έργα, από τα καλύτερα της κινηματογραφικής παραγωγής με άριστη διεύθυνση και εξαίρετο προσωπικό.

Επίσης το Αλκαζάρ το οποίο ήταν το πιο δροσερό σινεμά. Ψηλό, σε καλή θέση, δεχόμενο τη δροσιά της θάλασσας και οι θεατές καθισμένοι στις άνετες και αναπαυτικές καρέκλες του ένιωθαν  πάνω τους τον έναστρο ουρανό. Τέλος υπήρχε και το σινεμά “Βόσπορος” με το δικό του στυλ και τη γνωστή του πελατεία. Με καλά έργα στο είδος του να διασκεδάζουν το απαιτητικό του κοινό.

Με τα τρια αυτά σινεμά τελειώνει ένας κύκλος διασκέδασης.

Υπάρχουν βέβαια και άλλες λύσεις όπως εκείνη του Παπακαλιάτη που ήταν εξίσου απαιτητική η πελατεία του για τις βραδινές κυρίως ώρες. Υπήρχαν όμως και οι νυχτερινές διασκεδάσεις, όπως η Νεράιδα, ο Μασταμπάς, Κοκκίνη και άλλες…

Θα κλείσω βέβαια το σημερινό μου πόνημα με μια καταχώρηση της ηρακλειώτικης καθημερινής ειδησεογραφικής εφημερίδας “Ελευθέρα Σκέψις” που αφενός απευθύνεται σε τολμηρούς και σε όσους επιθυμούν να επισκεφθούν την λουτρόπολη των Μεθάνων, των οποίων φυσικά θα έπρεπε “να βροντάει η τσέπη των”, αφού η παροχή υπηρεσιών για την εποχή ήταν μοναδική!

ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣ... ΤΕΤΟΙΑ ΛΟΓΙΑ! Εκείνα τα καστρινά βράδια του καλοκαιριού
«ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ ΜΕΘΑΝΑ “ΑΙΘΡΑ”

Το μοναδικόν ξενοδοχείον εν τη λουτροπόλει Μέθανα με επίπλωσιν εντελώς καινουργή.

Κείται εν μέσω εκτεταμένου Πάρκου, με θέαν μαγευτικήν προς την θάλασσαν. Διαθέτει 100 Δωμάτια με τρεχούμενα νερά και όλα τα κονφόρ. Ιδιόκτητος εγκατάστασις Ηλεκτροφωτισμού, Καφενείον, Ζαχαροπλαστείον, Μπαρ και Εστιατόριον.

Κουζίνα εκλεκτή και σύμφωνον προς την δίαιταν των λουομένων.

Συγκοινωνία Τακτική εκ Πειραιώς δις της ημέρας».

Και η καταχώρηση της διαφήμισης έκλεινε με την παρακάτω υποσημείωση: “Το διευθύνουν δύο αγαπητά πρόσωπα ο γυιος και ο γαμπρός του περιφήμου Μπαϊρακτάρη Χατζή Γιακουμιδάκη κατά την Επανάσταση του 1866. Ο Γιακουμιδάκης ήτο σημαιοφόρος του Ντεντιδάκη και στη συνέχεια του Ηρακλή Κοκκινίδη”. Τέλος προορισμός των τότε Καστρινών ήταν και η ονομαστή λουτρόπολη της Αιδηψού με την οποία η πόλη μας συνδεόταν ακτοπλοϊκά, κάθε Σάββατο απόγευμα δια της κατ’ ευθείαν γραμμής: Ηράκλειο-Πειραιάς-Αιδηψός-Θεσσαλονίκη.