Αύγουστος, εκεί που τελειώνει η Ελλάδα, σε εννιαθέσιο βαν, έξι άνθρωποι.

Σε αυτό το ποτάμι της εξορίας για τους φαντάρους, της γραμμής του τέλους για την πατρίδα, του μπλουζ των κουνουπιών…

Του Έβρου…

Εκεί που δε φυτρώνουν μύθοι και παραμύθια ούτε νεράιδες με μακριά ξανθά μαλλιά, ούτε κήποι με λουλούδια και πρασινάδες.

Του Έβρου των φθηνών τσιγάρων.

Του Έβρου των ορίων πατρίδας, συνόρων και προκαταλήψεων.

Ο σερβιτόρος που συναντήσαμε στην Αλεξανδρούπολη, μας ανταπέδωσε με πληροφορίες ταξιδιού, τη συνταγή του κρητικού ντάκου που του δώσαμε.

“Πηγαίνετε Τουρκία, φθηνά ποτά και τσιγάρα στα αφορολόγητα, φθηνά καύσιμα, ρούχα και μια εμπειρία. Θα περάσετε εύκολα τα σύνορα, μη φοβάστε”.

Και βρεθήκαμε πάνω στον Έβρο, που πριν γίνει ποτάμι ήταν πριγκιπόπουλο της Θράκης που το κατάπιε το ρέμα κυνηγημένος από τον Βασιλιά πατέρα του.

Εκεί που η γαλανόλευκη κυματίζει παράταιρα δίπλα σε άσπρα φεγγάρια και αστέρια, εκεί που οι φαντάροι μας φυλάνε σύνορα τόπους και ανθρώπους δίπλα σε άλλους φαντάρους που φυλάνε αλλά σύνορα, άλλους ανθρώπους.

Οι Τούρκοι συνοριοφύλακες του τελωνείου δε μας καλοδέχτηκαν.

Δύο ώρες μας ταλαιπωρούσαν μέχρι να μας αφήσουν να περάσουμε στην Τουρκία.

Βγήκαν όλα τα χαρτιά στα χέρια μας.

Όλες οι ταυτότητες και τα διαβατήρια ανέμιζαν και πηγαινοέρχονταν από χέρια σε χέρια.

Όταν επιτέλους με τα σπαστά ελληνικά τους μας έδωσαν το ελεύθερο για τα ενδότερα της Τουρκίας η έξαψη της περιπλάνησης είχε σβήσει και τα στερεότυπα που μας μεγάλωσαν διαιωνίστηκαν και θρόνιασαν λαμπερά έσω μας, την ώρα που τα κουνούπια του Έβρου ρουφούσαν το αίμα μας.

Το GPS αποσυντονίστηκε, τουλάχιστον στον χρόνο και αντί για την πόλη Κεσάν μας οδήγησε σε ένα τουρκικό χωριό.

Σε τέτοια χωριά πρέπει να μεγάλωσαν οι προ παππούδες και παππούδες μας με μόνη διαφορά το ηλεκτρικό ρεύμα που το φώτιζε άχνα με κάποια φεγγάρια και αστέρια κατά μήκος του, λες και εκεί είχαν Χριστούγεννα τον Αύγουστο.

Τα σπίτια φτωχά και χαμηλά, τα καφενεία γεμάτα άνδρες, γυρολόγοι με πραμάτειες να διαλαλούν μαζί με τον ιμάμη!

Μια αρχέγονη γεύση μακρινών καιρών, ένα χωριό δεσμώτης του χρόνου, δίπλα στα σύνορα!

Ξαναγυρίσαμε αμήχανοι στο παρόν και κατευθυνθήκαμε στο εμπορικό της Κεσά.

Ο ενθουσιασμός είχε αρχίσει να επανέρχεται αφού τα παιδιά στο πίσω κάθισμα του βαν άρχισαν να μετρούν το χαρτζιλίκι τους και έκαναν υπολογισμούς και ισολογισμούς τουρκικής λίρας και ευρώ.

Κατέληξαν σε 17 τουρκικές λίρες το ένα ευρώ και σε ένα εκκωφαντικό ουαουυυ!

Ένιωσαν πλούσια ξαφνικά!

Συνάλλαγμα δεν προλάβαμε να κάνουμε οπότε ό,τι θα αγόραζαν έπρεπε να δώσουν ευρώ.

Μόνο σουτζούκ λουκούμ, ξηρούς καρπούς και ένα παιχνιδιάρικο παγωτό μπήκε στις αποσκευές της επιστροφής…

την ώρα που τα κλειδιά του βαν είχαν εξαφανιστεί!

Η προοπτική να μείνουμε κι άλλο Τουρκία φάνταζε εφιαλτική πια…

Κάποια παιδιά, εβηφάκια που μεγαλώνουν στην Κεσάν μάς είδαν ανήσυχους και μας είπαν σε σπαστά αγγλικά ότι βρήκαν τα keys και τα παρέδωσαν στον φύλακα του εμπορικού.

Μπορεί και χορεύοντας να ταχτοποιηθήκαμε στο αυτοκίνητο …

Ήταν πριν τα μεσάνυχτα όταν συναντήσαμε τους φαντάρους μας στη γέφυρα του Έβρου να καρπίζουν τη μέρα που τελείωνε με ένα “Καλώς ήρθατε“

Τα παιδιά μας!

Οι φαντάροι οι δικοί μας!

Βάλαμε όπισθεν, πλησίασαν στο τζαμί και τους αφήσαμε δύο πακέτα από τα φθηνά τσιγάρα, και τα αγκαλιάσαμε νοερά για μια στιγμή με τα μάτια μας γεμάτα συγκίνηση την ώρα που η Ζουγανέλη τραγουδούσε στα “Δεύτερα κλειδιά“

“Πήγαινε με σπίτι”…