Σήμερα άνοιξα ξανά τον υπολογιστή μου μετά από επτά ολόκληρες ημέρες απραξίας, δικής μου και δικής του. Ένα περαστικό, ευτυχώς, προσωπικό πρόβλημα υγείας μάς κράτησε μακρυά τον έναν από τον άλλον για το παραπάνω χρονικό διάστημα, όπως και εμένα από τον έξω κόσμο με τα μονίμως ενδιαφέροντα γεγονότα του.
Είναι όλα εκείνα τα τεκταινόμενα που εδώ και πάνω από μια δεκαετία μου δίνουν, όπως και πολλών άλλων, τα ερεθίσματα να γράφω και να κοινοποιώ δημοσίως τις βαθύτερες σκέψεις και απόψεις μου σε θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος και προβληματισμού και όχι αποκλειστικώς στα του επαγγελματικού μου οίκου, με τη στενότερη βεβαίως έννοια του όρου.
Αναπόφευκτο ήταν να αναλογισθώ, σε κάποιες στιγμές ηρεμίας, γιατί γράφουμε ή ακόμα περισσότερο αν προσφέρουμε κάτι στο γενικότερο σύνολο κοινοποιώντας κάτι απ’ όλα αυτά που στο κάτω-κάτω της γραφής απασχολούν στην πραγματικότητα εμάς, εκ πρώτης βέβαια όψεως. Την επικίνδυνη περίοδο της επέλασης του κορονοϊού, το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης επικεντρώθηκε στις αγωνίες των πολιτών για την υγεία τους και παράλληλα σε ότι αφορούσε τις συνθήκες εργασίας οι οποίες δείχνουν να αλλάζουν βήμα-βήμα σε διεθνές επίπεδο.
Τα κείμενα όλων των, επαγγελματιών ή ερασιτεχνών, αρθρογράφων που αφορούσαν είτε τον χώρο της πανδημίας είτε σε ότι άλλο διαμειβόταν στον κοινωνικό περίγυρο, φιλοδοξούσαν και επεδίωκαν να υπενθυμίσουν και να τονίσουν πως πέρα από τις όποιες προσωπικές, οικογενειακές, κοινωνικές και οικονομικές απώλειες, η ζωή συνεχίζεται και μας επιθυμεί να είμαστε ακόμα παρόντες και ενεργοί πολίτες.
Πολλά απ’ αυτά τα κείμενα που γράφουμε για συγκεκριμένα ζητήματα που απασχολούν εμάς, στην ουσία είναι προβλήματα γενικότερου ενδιαφέροντος και δημοσιεύονται είτε σε συγκεκριμένα έντυπα, όπως είναι ετούτη η ιστορική και πάντα φιλόξενη εφημερίδα που κρατάτε στα χέρια σας, είτε αναρτώνται επωνύμως σε κάποιες άλλες ηλεκτρονικές ιστοσελίδες και μέσα ενημέρωσης. Το περιεχόμενό τους φυσικά εστιάζεται σε κοινωνικά ζητήματα που ερεθίζουν την καθημερινότητα των πολιτών, άμεσα ή έμμεσα.
Είναι άρθρα στα οποία υπεισέρχονται κάποιες γραμμές ανασκόπησης, σχόλια και κριτικές, τα οποία μπορεί να έχουν δημοσιευτεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία, αλλά δεν παύουν παράλληλα να αποτελούν μια καταγραφή των τεκταινομένων στην πολιτική ζωή του τόπου, να έχουν ένα είδος διαχρονικότητας και να αφορούν και το σήμερα εάν τα προβλήματα δεν έχουν επιλυθεί, είτε να αποτελούν μέρος της πολύχωρης και πολύξερης ιστορίας, προσωπικά του καθενός εξ’ ημών.
Κι αν σε παλιότερες εποχές ήταν δύσκολο να κοινοποιήσεις τη γνώμη σου, ή να μεταδώσεις τη γνώση σου, σήμερα πολλά πράγματα έχουν ήδη αλλάξει δραματικά. Η παλιά Αγορά των Αθηνών, οι συζητήσεις που ελάμβαναν χώρα εκεί και οποίες προκαλούσαν πονοκέφαλο, αγανάκτηση και ταραχή στην εκάστοτε εξουσία, έχουν μείνει πλέον στις σελίδες των βιβλίων της ιστορίας. Οι γνωστές εφημερίδες τοίχου του Πεκίνου, μισό αιώνα πριν, που αποσκοπούσαν στην επιμόρφωση του κινεζικού λαού, ότι είχαν να προσφέρουν το έκαναν, είτε από τη μια, είτε από την άλλη μεριά της εξουσίας.
Σήμερα, δεν χρειάζεται να μεταβούμε και να κατασκηνώσουμε με εκρηκτικό τρόπο σε πλατείες και δημόσιες συναθροίσεις, ούτε να τεντωθούμε με γελοίο τρόπο σε δρόμους προκαλώντας την μήνιν των αστυνομικών για προφανείς λόγους δημοσιότητας. Η τεχνολογία μας προμήθευσε αφειδώς με υπολογιστές, εύχρηστα τάμπλετ και κινητά τηλέφωνα, όπου μπορούμε εύκολα να διαβάσουμε τους άλλους και γιατί όχι να διαβάσουν και άλλοι εμάς.
Η βαθύτερη αιτία τελικά όλης αυτής της εμπλοκής μας και ενασχόλησης με τα γεγονότα, αποτελεί και την απάντηση στο ερώτημα αν μπορείς να δεχτείς ως κοινός πολίτης τις απόψεις και ακόμα περισσότερο τις πρακτικές των άλλων ασχολίαστες, χωρίς ίχνος κάποιου κριτικού πνεύματος. Κι αν σε εφημερίδες που αντανακλούν την κομματική τοποθέτηση και τις απόψεις συγκεκριμένου πολιτικού σχηματισμού κάτι τέτοιο φαίνεται από μια σκοπιά αποδεκτό, σε άλλες μάλλον όχι.
Εδώ φυσικά υπεισέρχονται και οι πολύπλευρες έννοιες των στρατευμένων δημοσιογράφων και λογοτεχνών που τόσα πολλά μάθαμε διαχρονικά γι’ αυτούς. Στις μέρες μας, ενοχλεί η καθημερινότητά μας όταν αυτή καθορίζεται από ανθρώπους επιπόλαιους, χωρίς γνώσεις, αξίες και στόχους στο έργο τους, και ακόμα χειρότερα από ανθρώπους με εμφανή ή υφέρπουσα ιδιοτέλεια.
Η σωστή στάση, σήμερα, τουλάχιστον μεγάλης μερίδας αρθρογράφων, είναι πέρα από τη διαχείριση προσωπικών πολιτικών επιλογών, να φέρουν στο προσκήνιο, με τη δική τους πάντα οπτική γωνία, μια διαφορετική προσέγγιση, άποψη, ανάλυση και τεκμηρίωση μιας υπόθεσης.
Σε πολλά κείμενα αναγκαστικά ξεχειλίζει κάποιος θυμός, ίσως αγανάκτηση, λύπη, χαρά, ενθουσιασμός, έκπληξη για τα δρομολογούμενα, άγχος για τα μελλούμενα, και πολλά άλλα συναισθήματα, τα οποία όμως οφείλεις να διαχειριστείς έχοντας ως βάση και όπλο όχι την υστεροβουλία, αλλά τις γνώσεις και την όποια πείρα διαθέτεις. Κι όπως δήλωναν οι κυνικοί φιλόσοφοι, πολλούς αιώνες πριν, η στάση μας απέναντι στην εξουσία πρέπει να είναι ίδια με τη στάση απέναντι στη φωτιά. Τουτέστιν να μην στέκεσαι ούτε πολύ κοντά και καείς, ούτε πολύ μακρυά και ξεπαγιάσεις!