Αγαπημένε θείε, πέρυσι στις 8 του Σεπτέμβρη, ακούγαμε απ’ τα χείλη σου σε ήχο τέταρτο την ψαλμωδία από το απολυτίκιο της γιορτής, στο Αστερουσιανό Μετόχι του παππού μας παπά-Αντώνη Επιτροπάκη: «Η γέννησίς σου Θεοτόκε … έδωκε την ευλογίαν, και καταργήσας τον θάνατον, εδωρήσατο ημίν ζωήν την αιώνιον».

Φέτος, ανήμερα της εορτής, κίνησες για το αιώνιο ταξίδι. Καλό κατευόδιο!

Έχεις πολλούς εκλεκτούς να συναντήσεις: Τους πάμπολλους φίλους σου. Την αγαπημένη μας θεία Ερωφίλη Πνευματικάκη, που έχασες τόσο νωρίς και απρόσμενα – μητέρα των παιδιών σου. («Όταν ήμουν ευτυχισμένος» ήταν η φράση που χρησιμοποιούσες κάθε που μιλούσες γι’ αυτήν την περίοδο της ζωής σου.)

Τον αγαπημένο μας, αδελφό της Μιχάλη Πνευματικάκη. Τους γονείς τους Νίκο και Αργυρώ – αναντικατάστατους παππούδες των παιδιών σου. Την αγαπημένη μας θεία Κούλα Κοκοσάλη-Επιτροπάκη. Τους γονείς σου: τον ιερέα πατέρα σου και τη μητέρα Γεωργία, που έχασες στα 18 σου χρόνια – άλλο ένα αναντικατάστατο κενό με την ευθύνη που σου άφησε ως μεγαλύτερου, ανάμεσα στα έξι σου μικρότερα αδέρφια.

Μα ήσουν πάντα δυνατός.

Πεισματικά κυνήγησες τη Γνώση, με τα πόδια, από τους Παρανύμφους μέχρι το Γυμνάσιο της Πόμπιας, κι από κει στην Πάντειο των Αθηνών και στη Νομική της Θεσσαλονίκης. Αγέρωχος φοιτητής με τις κυλόττες και τα στιβάνια, από το Πανεπιστήμιο στις βουνοκορφές του χωριού, επιστήμονας και ποιμένας.

Θαυμάζουμε τις φωτογραφίες σου: ευθυτενής, ισιόκορμος, προσηνής. Λεβέντης.

Έτσι λεβέντικα πήρες τις αποφάσεις της ζωής στη νεότητά σου ως πτυχιούχος και συγχρόνως εργαζόμενος-προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ύδρευσης Θεσσαλονίκης. «Είχα παιδί μου πολλές ευκαιρίες, μα ο σκοπός μου ήταν στην οικογένειά μου και στα αδέρφια μου», έλεγες.

Έτσι λεβέντικα ξεκίνησες και την καριέρα σου στη Δικηγορία, κι έτσι τη συνέχισες για σαράντα και πλέον χρόνια. Μαχόμενος, αγέρωχος, άφοβος, ανυποχώρητος στις αντιξοότητες της σταδιοδρομίας σου, του δικηγορικού σου λειτουργήματος και των δύσκολων συνθηκών της ζωής σου, μεγαλώνοντας μόνος στην ευθύνη τα τρία σου παιδιά με την έμπρακτη συμπαράσταση των οικείων σου.

Από τον Πύργο ώς το Ηράκλειο κι από ’κει στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στη Νεάπολη, στην Αθήνα… Σε πρωτοβάθμια δικαστήρια, στα Εφετεία, στον Άρειο Πάγο.

Όπου κι αν στάθηκες, άφηνες φίλους καρδιακούς, όλων των διαμέτρων, όλων των τάξεων.

Δάσκαλος στην Επιστήμη και στη μάχιμη ζωή. Με τόσους ασκούμενους, μεταξύ των οποίων κι εμένα. Με τόσους συνεργάτες.

Σε βλέπω ακόμη να κατεβαίνεις με χαμόγελο και παράστημα τα σκαλιά του Δικαστικού μεγάρου.

Μας συνοδεύει η ζωτικότητά σου: ακούραστος! Από τα έδρανα, στις αυτοψίες. Από τα πρωινά δικαστήρια σ’ όλες τις πόλεις,  στο πλήθος των αναρίθμητων πελατών του γραφείου. Στα γεμάτα πινάκια, στις υποθέσεις που δεν χωρούσαν στα φύλλα του μεγάλου ημερολογίου. Στο μεταμεσονύκτιο φως του γραφείου σου. (– Θείε, ακόμα δουλεύεις;  – Η δουλειά παιδί μου είναι δύναμη και χαρά!).

Και στα διαλείμματα της δουλειάς σου: δεινός χορευτής, εργάτης της φύσης, κυνηγός και μελισσοκόμος, φύτεψες δέντρα, θέρισες καρπούς.

Μας συνοδεύουν οι διηγήσεις συναδέλφων νομικών, δικηγόρων και δικαστών. Οι αφηγήσεις πλήθους πελατών, γνωστών και φίλων απ’ όλη την Ελλάδα και την Κρήτη. Οι ιστορίες συγγενών και ανθρώπων του αγαπημένου τόπου μας και άλλων τόπων.

Πάντα με λόγο επικοινωνιακό, αστειολόγος, άνθρωπος του διαλόγου, των κοινωνικών σχέσεων.

Και κατά τη συνταξιοδότησή σου:

Να γράψω θέλω μια γραφή, πέτρα πάνω στην πέτρα:

εγώ κι αν ελαργάρεψα, με τα φτερά μου πέτα!

Ήταν η μαντινάδα σου, που αφιέρωσες σε όλους τους νομικούς της ευρύτερης οικογένειας.

«Παιδιά μου, σας άφηκα όνομα!», μας έλεγες μόλις προχθές, που σε βλέπαμε στο κρεβάτι, με διαυγέστατο νου, να χτυπάς το χέρι στο γόνατο γι’ αυτούς τους αδιανόητους νόμους της ζωής και της φύσης!

Από σήμερα, που ο πιο μεγάλος Νόμος κύλισε από τις σημειώσεις  του γραφείου στο κάτω πάτωμα, θα μας συνοδεύει η αύρα και η αστείρευτη αισιοδοξία σου. Η δύναμη του νέου ανθρώπου, που με μωρό στην αγκαλιά, μετά τη συζυγική απώλεια, επιστρέφει να το αναθρέψει μαζί με άλλα δύο μικρά παιδιά που τον περίμεναν. Η δύναμη του ώριμου μεσήλικα, που τα αποκατέστησε.

Η δύναμη ενός κοινωνικότατου ανθρώπου, που παρά τις παραινέσεις οικείων και των ίδιων των παιδιών του να αποκαταστήσει την προσωπική του ζωή, επέμενε να μένει μόνος, τοποθετώντας τα στην υψηλότερη θέση.

Και δεν το έκανε, παρά μόνο αφού και τα τρία είχαν αποκατασταθεί, δίνοντάς μας τη χαρά της αγαπημένης μας θείας Λούλας, Ανδριανούλας Κλάψη. Μιας γυναίκας με ανάλογη δύναμη ψυχής, που στάθηκε αντάξια δίπλα του στις μεγάλες και μικρές χαρές, στην οικογένεια, στις φροντίδες της υγείας, μέχρι και σήμερα.

Αγαπημένε θείε, μεγαλώσαμε με τον μύθο σου. Θα μιλάς στα παιδιά σου και θα σ’ ακούμε: στη Γιώλα και τον Δημήτρη Παπαστεργίου. Στον εγγονό σου Ζήση. Στη Ρούλα και τον Γιώργο Ροδιτάκη. Στον εγγονό σου Μάνο. Στον γιο σου Αντώνη και τη νύφη σου Ρούλα Μαρινάκη. Στα εγγόνια σου Μιχαήλ, Θανάση και Ιωάννη.

Αξιώθηκες να τους καμαρώσεις όλους, προκομμένους ανθρώπους και επιστήμονες.

Όλη σου η οικογένεια με αμέριστη συμπαράσταση και αυτοθυσία στάθηκε πλάι σου με τον γιατρό-γαμβρό σου, τους τελευταίους 10 μήνες, στις δυσκολίες της υγείας σου, όπως άλλωστε και πάντα.

Σε όλους τους ας αντηχεί η παραίνεση, που δεν παρέλειπες να μας θυμίζεις πάντα με ψηλά το κεφάλι, αισιόδοξο ύφος και χαμόγελο, δείχνοντάς μας τον δρόμο: «Παιδί μου, ό,τι δεν μας συντρίβει μάς καθιστά ισχυροτέρους»!

(Πάλεψε παλικαρίσια τη ζωή. Λιοντάρι, όπως είπε ο εγγονός του Μάνος.) Ας παίρνετε όλοι σας δύναμη από τα λόγια του.

Αγαπημένε θείε, θα είσαι πάντα μαζί μας! Καλοστραθιά!

 

Ι.Ν. Αγ. Τίτου Ηρακλείου, 8-9-2018

Βούλα Γ. Επιτροπάκη